Τις τελευταίες δεκαετίες έχει δημιουργηθεί στη χώρα μας ένα ιδιότυπο φοροδοτικό καθεστώς, που σχετίζεται με τις διάφορες μορφές απαλλαγών που έχουν ενταχθεί στο φορολογικό σύστημα. Αυτές οι απαλλαγές έχουν εξυπηρετήσει μέχρι τώρα διάφορους σκοπούς. Μερικές έχουν κοινωνικά χαρακτηριστικά, όπως οι δαπάνες για υγεία και εκπαίδευση, και σε μεγάλο βαθμό σχετίζονται με την αδυναμία παροχής αξιοπρεπών δημόσιων υπηρεσιών.
Τις τελευταίες δεκαετίες έχει δημιουργηθεί στη χώρα μας ένα ιδιότυπο φοροδοτικό καθεστώς, που σχετίζεται με τις διάφορες μορφές απαλλαγών που έχουν ενταχθεί στο φορολογικό σύστημα.
Αυτές οι απαλλαγές έχουν εξυπηρετήσει μέχρι τώρα διάφορους σκοπούς. Μερικές έχουν κοινωνικά χαρακτηριστικά, όπως οι δαπάνες για υγεία και εκπαίδευση, και σε μεγάλο βαθμό σχετίζονται με την αδυναμία παροχής αξιοπρεπών δημόσιων υπηρεσιών. Μια άλλη κατηγορία συνδέεται με τις διεκδικήσεις, φανερές ή αφανείς, επαγγελματικών ομάδων που επιτυγχάνουν την ένταξή τους σε ειδικό καθεστώς φορολόγησης.

Τα τελευταία χρόνια έχει επιπλέον αναπτυχθεί, σε παγκόσμια πρωτοτυπία, ένα νέο είδος φοροαπαλλαγών που εντοπίζονται στους κλάδους με έντονη φοροδιαφυγή. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, αρχικά διαπιστώνεται πού υπάρχει προφανής αναντιστοιχία πραγματικών και δηλωθέντων εισοδημάτων. Στη συνέχεια, με βάση αυτή τη λίστα, δίνεται η δυνατότητα μερικής έκπτωσης από το φορολογητέο εισόδημα στους φορολογούμενους, με την κατάθεση σχετικών αποδείξεων από δαπάνες του στους φοροδιαφεύγοντες κλάδους.

Ο σκοπός είναι προφανής. Οι φορολογούμενοι αναλαμβάνουν να υποκαταστήσουν τον κρατικό έλεγχο και να μεταβληθούν σε «κυνηγούς» αποδείξεων, καλύπτοντας το κενό των ελεγκτικών μηχανισμών.

Το εγχείρημα είναι εμφανώς αμφίβολο, καθώς ένα τέτοιο μέτρο είναι απίθανο να αποτελεί σοβαρό κίνητρο για αύξηση της φορολογητέας βάσης (κανείς δεν διαταράσσει στην Ελλάδα προσωπικές σχέσεις για λίγα ευρώ!) και συχνά απλώς καταλήγει σε παζάρι για έκπτωση στην τελική τιμή.

Δυστυχώς, όμως, είναι και εκ κατασκευής καταδικασμένο να αποτύχει. Η πλήρης εφαρμογή του μέτρου θα απαιτούσε γραφειοκρατικό έλεγχο των υποβληθεισών αποδείξεων, το κόστος της οποίας πιθανώς υπερβαίνει το κόστος απευθείας ελέγχου σε αυτούς τους κλάδους. Οι φορολογούμενοι το γνωρίζουν βέβαια αυτό και δηλώνουν υπερβολικές δαπάνες, καθιστώντας έτσι το όφελος για τα δημόσια έσοδα μηδενικό ή ακόμα και αρνητικό.

Μια σημαντική επίδραση παρόμοιων μέτρων, που συχνά παραγνωρίζεται, είναι η στρέβλωση στην οικονομική δραστηριότητα με την παροχή, μικρού έστω, κινήτρου μέσω των φοροαπαλλαγών για δαπάνες σε κλάδους που συνδέονται με την αναψυχή ή πολυτελείς υπηρεσίες.

Η φορολογική πολιτική οφείλει να ενισχύει ατομικές δραστηριότητες που επηρεάζουν θετικά την κοινωνία και την οικονομία στο σύνολό της, και όχι να διέπεται από αρχές πρόσκαιρης ανεύρεσης εσόδων, ειδικά όταν αυτές στοχεύουν στην κάλυψη υπέρογκων δημόσιων δαπανών.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η «πράσινη» ανάπτυξη θα μπορούσε άνετα να ενταχθεί σε ένα οργανωμένο πλαίσιο φοροαπαλλαγών. Η λογική της «πράσινης» ανάπτυξης αφορά δραστηριότητες που ωφελούν το κοινωνικό σύνολο, οι οποίες δεν θα γίνουν με τη λογική του προσδοκώμενου ατομικού κέρδους.

Ο σχεδιασμός παρόμοιων φορολογικών κινήτρων πρέπει επιπλέον να στοχεύει στην εγχώρια οικονομία. Αυτή η παράμετρος συχνά δεν λαμβάνεται υπόψη, με αποτέλεσμα διάφορα «οικολογικά» μέτρα, όπως η απόσυρση των αυτοκινήτων, να συνεπάγονται αύξηση των εισαγωγών και επιπλέον επιβάρυνση του εξωτερικού ισοζυγίου.

Ηέκπτωση «πράσινων» δαπανών από το εισόδημα, σε συνδυασμό με την ενίσχυση της αντίστοιχης εγχώριας παραγωγής, θα ενίσχυε κλάδους που ειδικεύονται σε κοινωνικά επωφελείς δραστηριότητες και σήμερα βρίσκονται στο όριο της επιβίωσης λόγω του μικρού μεγέθους της ελληνικής αγοράς και της έλλειψης οικολογικής κουλτούρας.

Γιατί να δαπανήσει κάποιος ένα σεβαστό ποσό για να δεντροφυτεύσει μια ταράτσα με βλάστηση που αναπτύσσεται στην Ελλάδα, όταν η ατομική του ωφέλεια είναι αμελητέα; Μια οργανωμένη όμως πολιτική ενίσχυσης τέτοιων δραστηριοτήτων, για παράδειγμα μέσω ενός πλέγματος φοροαπαλλαγών σε συνδυασμό με την κατάλληλη δημοσιότητα, θα αποτελούσε σοβαρή ώθηση για στροφή προς οικολογικές δαπάνες, που ξεπερνούν τον προσωπικό ορίζοντα και στοχεύουν στην ευημερία του συνόλου, αλλά και των μελλοντικών γενεών.

Ο Σαράντης Καλυβίτης είναι Αναπληρωτής καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

(Από την εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 22/11/2009)