Εδώ είμαστε πάλι. Η σταθερότητα της Ευρωζώνης αμφισβητείται ξανά, την ώρα που τα ασφάλιστρα κινδύνου των ιταλικών ομολόγων ανεβαίνουν κατακόρυφα και το spread περιφερειακών χωρών όπως η Ελλάδα διευρύνεται. Πρόκειται άραγε για κάτι στιγμιαίο ή αντανακλά τη διάβρωση θεμελιακών αξιών;
Εδώ είμαστε πάλι. Η σταθερότητα της Ευρωζώνης αμφισβητείται ξανά, την ώρα που τα ασφάλιστρα κινδύνου των ιταλικών ομολόγων ανεβαίνουν κατακόρυφα και το spread περιφερειακών χωρών όπως η Ελλάδα διευρύνεται. Πρόκειται άραγε για κάτι στιγμιαίο ή αντανακλά τη διάβρωση θεμελιακών αξιών;

Ας επισημανθεί κατ’ αρχάς, ότι ο συγκεκριμένος προβληματισμός υποτίθεται ότι είχε εξεταστεί όταν η γερμανική κυβέρνηση πραγματοποίησε στροφή 180 μοιρών αποφασίζοντας να στηρίξει τις τράπεζες τον περασμένο Φεβρουάριο. Τότε οι Γερμανοί είχαν υποστηρίξει ότι η διεύρυνση των spread δεν πρέπει να προκαλεί ανησυχίες, καθώς τα μέλη της Ευρωζώνης που αντιμετώπιζαν οικονομικές πιέσεις θα λάμβαναν οικονομική στήριξη στο πλαίσιο της αρχής της αλληλεγγύης που ισχύει στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Εκτοτε οι προβλέψεις όσον αφορά τα ελλείμματα των χωρών της Ε.Ε. έχουν τριπλασιαστεί από 2,3% που ήταν το 2008 σε 6,9% εφέτος, ενώ οι εκτιμήσεις για το 2010 ανέρχονται στο 7,5%. Οι προβλέψεις για την Ελλάδα, όπου το έλλειμμα ανερχόταν στο 7,7% το 2008, αναθεωρήθηκαν φθάνοντας για εφέτος σχεδόν το 13%. Την ίδια ώρα υπάρχει μία αυξανόμενη ανησυχία για το πώς θα ρυθμιστούν οι οικονομικές ανισότητες εντός της Ε.Ε. Τη στιγμή που διεξάγεται σήμερα ένας διάλογος για τις παγκόσμιες ανισορροπίες, λαμβάνει παράλληλα χώρα ένας άλλος σιωπηλός, με αντικείμενο τις περιφερειακές ανισότητες στην Ευρώπη, με τη Γερμανία και άλλες χώρες του Βορρά να έχουν μεγάλα πλεονάσματα με τις χρεωμένες χώρες κυρίως του Νότου.
Ενώ η νομισματική ένωση έχει προστατεύσει τις αδύναμες χώρες της Ευρωζώνης από τη σημερινή κρίση, η χρηματοδότηση τέτοιων ελλειμμάτων έχει γίνει από το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης όλο και πιο δύσκολη. Η Γερμανία είναι ο μεγαλύτερος πιστωτής της Ευρώπης. Και η στροφή 180 μοιρών που πραγματοποίησε όσον αφορά τα προγράμματα ενίσχυσης των τραπεζών, αντανακλά την παραδοχή ότι οι Γερμανοί ήταν αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο μιας ψυχρής επιλογής. Εάν τα σημερινά ελλείμματα και το χρέος του δημόσιου τομέα των χωρών της νότιας Ευρώπης γίνονταν αβάσταχτα, οι γερμανικές τράπεζες που χρηματοδοτούν τα ελλείμματα θα έπρεπε να διασωθούν.

Εναλλακτικά, προκειμένου να αποτρέψουν τις χώρες με ελλείμματα από τη χρεοκοπία, θα έπρεπε να προσπαθήσουν να λύσουν το δημοσιονομικό χάος, καταφεύγοντας σε ρήτρα της Συνθήκης του Μάαστριχτ, η οποία επιτρέπει τη χρηματική στήριξη των χωρών της Ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν σοβαρούς κινδύνους, για λόγους που βρίσκονται πέρα από τον έλεγχό τους.

Τέτοιου είδους παρεμβάσεις γίνονται όλο και πιο πιθανές, καθώς η ελληνική κυβέρνηση δείχνει ελάχιστη όρεξη να τακτοποιήσει τα δημοσιονομικά «του οίκου της». Σημαντικά είναι εξάλλου τα ερωτήματα που εγείρονται όσον αφορά τον πώς οι χώρες που έχουν ελλείμματα μπορούν να αποκαταστήσουν την ανταγωνιστικότητά τους βοηθώντας στην διόρθωση των ανισορροπιών.

Το έργο δύσκολο. Η GoldmanSachs έχει εκτιμήσει για παράδειγμα ότι η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα θα έπρεπε να προχωρήσουν σε υποτίμηση κατά 30% των συναλλαγματικών τους ισοτιμιών προκειμένου να ισορροπήσουν. Από τη στιγμή που η νομισματική υποτίμηση δεν μπορεί να είναι επιλογή, η προσαρμογή πρέπει να γίνει μέσω της άκαμπτης αγοράς εργασίας. Το μεγάλο ερώτημα είναι έως που θα φθάσει ο δείκτης ανεργίας προκειμένου να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα. Παρά το γεγονός ότι κάποιες προσαρμογές λαμβάνουν χώρα, ο Γερμανός καταναλωτής πρέπει να κάνει περισσότερα για να στηρίξει τις χώρεςπου έχουν ελλείμματα. Αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ωστόσο δεδομένο. Ποιος είναι λοιπόν ο κίνδυνος μίας περιφερειακής «εκδοχής» της διάλυσης του συστήματος των σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods στις αρχές του ’70. Το σενάριο να επιλέξουν Ελλάδα και Ιταλία να αποχωρήσουν από το «κλαμπ» μοιάζει απίθανο, καθώς η προοπτική υποτίμησης θα προκαλούσε εκροές των χρημάτων από το τραπεζικό σύστημα, ενώ η αξία και το κόστος του χρέους θα εκτινάσσονταν στον αέρα. Είναι πολύ πιο εύκολο για τους πολιτικούς να θέσουν την δημοσιονομική πολιτική τους στον έλεγχο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και να πουν στο εκλογικό τους σώμα ότι για τις συνακόλουθες δυσκολίες φταίνε οι κακοί Γερμανοί.

Οι χώρες με πλεόνασμα έχουν μεγαλύτερο κίνητρο να φύγουν, αν οι αδύναμες χώρες σύρουν προς τα κάτω την αξία του ευρώ. Η ιστορία ωστόσο έχει επιδείξει ότι είναι επικίνδυνο να υποτιμά κανείς την πολιτική δέσμευση προς την νομισματική ένωση.

Ακολουθεί το ερώτημα: για πόσο και μέχρι που οι Γερμανοί (και οι άλλοι) φορολογούμενοι θα είναι διατεθειμένοι να στηρίζουν τα υψηλά ελλείμματα του νότου; Η διόρθωση των ανισορροπιών της Ευρώπης θα είναι αργή και η προσαρμογή θα έχει ως συνέπεια την πενιχρή ανάπτυξη της Ευρωζώνης. Εκτός αν οι καταναλωτές της νότιας Ευρώπης διευκολύνουν τη διαδικασία.

«Παρακαλούνται όπως δαπανήσουν περισσότερο». Για το δικό τους συμφέρον.

(Από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 26/11/2009)