Η Κίνα Δίνει Τέλος στη Χρησιμοποίησή της ως Αποδιοπομπαίος Τράγος

Η Κίνα Δίνει Τέλος στη Χρησιμοποίησή της ως Αποδιοπομπαίος Τράγος
Των Τζέοφ Ντάιερ και Φιόνα Χάρβεϊ των FT
Πεμ, 26 Νοεμβρίου 2009 - 17:00
Κάποιος που επισκέπτεται την πόλη Ντατόνγκ νιώθει ενοχλήσεις στα μάτια και τον λαιμό από τη ρύπανση, καθώς η περιοχή αυτή βρίσκεται στην καρδιά της ζώνης του λιθάνθρακα της Κίνας. Μερικές δεκάδες χιλιόμετρα βορειότερα όμως, προς την Κεντρική Μογγολία, ο ορίζοντας είναι γεμάτος με ανεμογεννήτριες, οι οποίες αποτελούν μέρος του μεγαλύτερου δικτύου αιολικών παγκοσμίως.
Κάποιος που επισκέπτεται την πόλη Ντατόνγκ νιώθει ενοχλήσεις στα μάτια και τον λαιμό από τη ρύπανση, καθώς η περιοχή αυτή βρίσκεται στην καρδιά της ζώνης του λιθάνθρακα της Κίνας. Μερικές δεκάδες χιλιόμετρα βορειότερα όμως, προς την Κεντρική Μογγολία, ο ορίζοντας είναι γεμάτος με ανεμογεννήτριες, οι οποίες αποτελούν μέρος του μεγαλύτερου δικτύου αιολικών παγκοσμίως.

 

Καθ’ οδόν προς τη Διάσκεψη της Κοπεγχάγης, οι προσδοκίες μειώθηκαν μετά την ανακοίνωση του προέδρου Ομπάμα και των ηγετών του φόρουμ Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού ότι μια δεσμευτική συνθήκη δεν είναι εφικτή. Αντιθέτως, η Κίνα αποτέλεσε την πηγή κάποιων καλών ειδήσεων σχετικά με το κλίμα.

 

Σε διάστημα μόλις μερικών μηνών, η εικόνα της Κίνας διεθνώς, η οποία αποτελεί τον μεγαλύτερο ρυπαντή, άλλαξε δραστικά. Ο Βρετανός υπουργός Ενέργειας, Εντ Μίλιμπαντ τόνισε ότι το Πεκίνο κάνει «μεγάλα βήματα προόδου», ενώ ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ, Τοντ Στερν, υπογράμμισε την πρόοδο της Κίνας στην ενεργειακή απόδοση και τις ΑΠΕ. Με αυτόν τον τρόπο ο φόβος της χώρας ότι θα βρεθεί απομονωμένη διπλωματικά στην Κοπεγχάγη εξανεμίστηκε.

 

Ενώ λοιπόν η Κίνα ήταν το αντικείμενο της κριτικής, πλέον αντιμετωπίζεται ως ένα παράδειγμα που χρησιμοποιείται κατά των ΗΠΑ, οι οποίες καθυστερούν τις δικές τους προσπάθειες. Το Carnegie Endowment στη διάρκεια ακρόασης στο Κογκρέσο ανέφερε ότι «η Κίνα έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο προς τους στόχους για την ενεργειακή ένταση».

 

Αυτή η απότομη στροφή αντανακλά το δυνατό ξεκίνημα του Πεκίνου προς μια οικονομία χαμηλού άνθρακα, αλλά πρόκειται για ένα εγχείρημα που θα χρειαστεί δεκαετίες, όχι χρόνια. Καθώς η πολιτική ηγεσία αρχίζει να κοιτά προς το μέλλον, αντιμετωπίζει το ερώτημα του κατά πόσο οι σημερινές πολιτικές μπορούν να διατηρηθούν. Οι πρωτοβουλίες που έχουν κερδίσει έδαφος φέτος, στην πραγματικότητα διαμορφώθηκαν εδώ και αρκετά χρόνια. Ακρογωνιαίο λίθο αποτελεί ο στόχος για βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά 20% μεταξύ 2006 και 2010, ο οποίος σύμφωνα με τις αρχές θεωρείται εφικτός.

 

Σε μια πολυαναμενόμενη ομιλία του στον ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο, ο πρόεδρος Χου Τζιντάο δήλωσε πως η χώρα του θα προχωρήσει σε μια «σημαντική» μείωση της ενεργειακής έντασης μέχρι το 2020. Αυτό σημαίνει ότι οι εκπομπές της Κίνας ανά μονάδα οικονομικής παραγωγής θα πέσει σημαντικά. «Ο κόσμος περιμένει από εμάς μια απόφαση εν όψει της Κλιματικής Αλλαγής, ένα ζήτημα που έχει επιπτώσεις για την επιβίωση της ανθρωπότητας και για την ανάπτυξη», δήλωσε σχετικά.

 

Η Κίνα επίσης αναδεικνύει τη σημασία των ΑΠΕ. Η χώρα παράγει πλέον το 30% των φωτοβολταϊκών παγκοσμίως και έχει θέσει ως στόχο τη συμμετοχή των ΑΠΕ κατά 15% στο ενεργειακό μείγμα ως το 2020. «Αυτή τη στιγμή, ο κλάδος των αιολικών είναι μόλις ένα μέρος του πραγματικού δυναμικού του», σχολιάζει ο Κέρι Ζου της Goldwind, η οποία είναι η μεγαλύτερη κινεζική παραγωγός ανεμογεννητριών. «Το δυναμικό είναι μεγαλύτερο από ότι μπορεί να φανταστεί κάποιος», προσθέτει.

 

Πράγματι, στο περιθώριο της επίσκεψης Ομπάμα υπογράφτηκαν κάποιες σημαντικές επιχειρηματικές συμφωνίες. Η κινεζική Suntech που κατασκευάζει φωτοβολταϊκά, ανακοίνωσε ότι θα κατασκευάσει το πρώτο της εργοστάσιο στις ΗΠΑ με σκοπό ένα μερίδιο 20% στην αμερικανική αγορά. Η General Electric και η Shenhua Group του κλάδου του λιθάνθρακα, σχεδιάζουν από κοινού επενδύσεις για καθαρές τεχνολογίες στην παραγωγή αυτή.

 

Εκτός από τα σχέδια μεγάλης κλίμακας, η Κίνα ηγείται επίσης στην εγκατάσταση θερμοσιφώνων στις οροφές, καθώς 30 εκατομμύρια νοικοκυριά διαθέτουν παρόμοια συστήματα. Πάντως, ενώ τα αρχικά βήματα είναι εντυπωσιακά, το Πεκίνο αντιμετωπίζει κάποια ζητήματα στην εφαρμογή τους. Η ηγεσία γνωρίζει ότι κάθε χρόνο οι προσπάθειες θα δυσκολεύουν ολοένα και περισσότερο. Η τωρινή προσπάθεια για βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης στηρίζεται σε χαρακτηριστικές κινεζικές γραφειοκρατικές πρωτοβουλίες που αποκαλούνται «το πρόγραμμα των χιλίων επιχειρήσεων». Αυτές είναι κατά κύριο λόγο κρατικές και είναι υπεύθυνες για σχεδόν το 50% της βιομηχανικής ζήτησης. Η κυβέρνηση έχει θέσει στόχους για την απόδοση της καθεμίας και έχει τοποθετήσει από έναν «ενεργειακό διαχειριστή» ώστε να εποπτεύει την πρόοδο που σημειώνουν.

 

Για το επόμενο πενταετές πλάνο που θα καλύψει την περίοδο 2011-2015, οι σχεδιαστές της πολιτικής γνωρίζουν ότι πρέπει να διευρύνουν το δίκτυο και να ενσωματώσουν μικρότερες εταιρείες και την τοπική αυτοδιοίκηση. Καθώς στην Κίνα τα σκάνδαλα για την ασφάλεια της τροφής και των προϊόντων αφθονούν, οι αρχές είναι λιγότερο αποτελεσματικές στο να επιβάλουν κανονισμούς και να υλοποιήσουν πολιτικές αν αυτές συμπεριλάβουν χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις. Οι σχετικές διαπραγματεύσεις για το επόμενο πλάνο έχουν συναντήσει μεγάλες αντιδράσεις από τις πόλεις και άλλες τοπικές κυβερνήσεις σχετικά με τους στόχους του.

 

«Είναι μια μεγάλη πρόκληση η μετάβαση προς την ευρύτερη οικονομία», σχολιάζει η Ντέμπορα Σέλιγκσον του World Resources Institute. Ο Γιάνγκ Αιλούν, της Greenpeace, τονίζει ότι συν τω χρόνο, το είδος των διοικητικών μέτρων που υποστηρίζει το Πεκίνο θα αρχίσουν να γίνονται λιγότερο αποτελεσματικά. «Η Κίνα χρειάζεται να σκεφτεί για το σύστημα τιμολόγησης του άνθρακα και να εισάγει φόρους που θα λάβουν υπόψη όλα τα κόστη που έχουν σχέση με τη χρήση του. Αυτή η προσέγγιση θα είναι πιο αποτελεσματική από το να εξαρτώνται αποκλειστικά από διοικητικά μέτρα».

 

Μεγάλα εμπόδια στέκονται στο δρόμο της επέκτασης των ΑΠΕ. Οι πιο πρόσφορες περιοχές βρίσκονται στη βορειοδυτική πλευρά, στην Κεντρική Μογγολία και την Γκανσού, όπου και κατασκευάζονται τα μεγαλύτερα έργα. Αλλά οι περιοχές αυτές είναι επίσης μακριά από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και τα βιομηχανικά κέντρα, όπου η ενέργεια απαιτείται. Επίσης, η επένδυση στην επέκταση του δικτύου δεν έχει συμβαδίσει με την αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος.

 

Σύμφωνα με τον Πάολο Σοάρες του κινεζικού κομματιού της Suzlon, περισσότερες από το 40% των εγκατεστημένων ανεμογεννητριών στην Κίνα παραμένουν αδρανείς διότι δεν είναι συνδεδεμένες στο δίκτυο. Υπογραμμίζει ότι «οι ανεμογεννήτριες κατασκευάζονται πιο γρήγορα από ότι το δίκτυο». Εκτός από τα αιολικά, και ο κλάδος των φωτοβολταϊκών αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα.

 

Το ισχύον σύστημα έχει οδηγήσει στην χρήση αιολικών πάρκων χαμηλής ποιότητας, καθώς η διαδικασία πλειοδότησης βασίζεται μόνο στο αρχικό κόστος της επένδυσης, χωρίς αναφορές στη συντήρηση και την απόσβεση.

 

Η κυβέρνηση προειδοποίησε τον περασμένο μήνα ότι η αιολική και ηλιακή ενέργεια ανήκουν στους τομείς που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υπερβάλλουσας ισχύος. Υπάρχουν προβλέψεις ότι πολλές εταιρείες θα αναγκαστούν να κλείσουν. Το Πεκίνο επίσης δέχεται κριτική σχετικά με τις πληροφορίες που παρέχει, ειδικά προς τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον Ντέρεκ Σίζορς του Heritage Foundation, «κάθε περιβαλλοντική συμφωνία που επιτρέπει στην Κίνα να ενημερώνει από μόνη της για την πρόοδό της δεν αξίζει τίποτα».

 

Αν βάλουμε στην άκρη τη φημολογία για τις ΑΠΕ, ο λιθάνθρακας θα παραμείνει το θεμέλιο του ενεργειακού δικτύου της Κίνας για δεκαετίες ακόμα, καθώς η πρώτη ύλη αφθονεί. Η κυβέρνηση έχει αρχίσει να κλείνει μικρούς μη αποδοτικούς σταθμούς παραγωγής, ενώ οι νέοι είναι υψηλής τεχνολογίας, αλλά εξακολουθούν να χρησιμοποιούν λιθάνθρακα.

 

Ως αποτέλεσμα, οι πολιτικές ως τώρα στρέφονται προς τον περιορισμό των εκπομπών, όχι προς τη μείωσή, ενώ οι πολιτικοί δεν έχουν θέσει ακόμα μια προθεσμία για την κορύφωσή τους. Ομάδα Κινέζων επιστημόνων εκπόνησαν μια μελέτη φέτος, σύμφωνα με την οποία οι εκπομπές πιθανώς θα κορυφωθούν κοντά στο 2030, αλλά αυτό θα απαιτήσει μαζικές πρόσθετες επενδύσεις ύψους 190 δις ευρώ ετησίως.

 

Το κλειδί για την αντιμετώπιση των εκπομπών εκ μέρους της Κίνας δεν βρίσκεται μόνο στην ενεργειακή στρατηγική της, αλλά έχει σχέση με το ευρύτερο οικονομικό μοντέλο που ακολουθεί. Η έκρηξη που σημειώθηκε τη δεκαετία αυτή στην ανάπτυξη και στις εκπομπές οφείλεται κατά κύριο λόγο στις επενδύσεις προς τη βιομηχανία υψηλής ενεργειακής έντασης, όπως η παραγωγή χάλυβα και αλουμινίου. Συνεπώς, όπως υποστηρίζει ο Νταν Ρόζεν του Rhodium Group, «η αύξηση στην ζήτηση ενέργειας δεν ήταν τυχαία, αλλά προήλθε από μια μαζική μετατόπιση της οικονομίας».

 

Η πολιτική ηγεσία έχει επισημάνει εδώ και καιρό την ανάγκη για στροφή από την βιομηχανία και τις εξαγωγές προς την αύξηση της κατανάλωσης και την ενίσχυση του τομέα των υπηρεσιών. Η αλλαγή στο κινεζικό μοντέλο ανάπτυξης συνεπώς, δεν θα βοηθήσει μόνο στην ισορρόπηση της παγκόσμιας οικονομίας και στην ανάκαμψη της χώρας, αλλά θα συμβάλει αποφασιστικά και στην αντιμετώπιση της Κλιματικής Αλλαγής.