Η πρόσφατη ανακοίνωση από τη Σουηδική εταιρεία Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας Svenska Kraftnet (SvK) ότι θα λάβει διορθωτικά μέτρα για τη λειτουργία της αγοράς κατόπιν του σχετικού ελέγχου της Ε.Ε. σε καταγγελία από την Δανική ομοσπονδία Ενεργειακών καταναλωτών «Danski Energii» (προκαταλαμβάνοντας κατ’ αυτόν το τρόπο πιθανόν πρόστιμο), πρέπει να αποτελέσει δείγμα γραφής και γνώμονα για τη νέα Ελληνική Κυβέρνηση να προχωρήσει με θάρρος και τόλμη ώστε επιτέλους να ληφθούν τα απαραίτητα διαρθρωτικά μέτρα για να βγει η Ελληνική «Αγορά» Ενέργειας από τον ανεκδιήγητο δρόμο που ακολουθεί εδώ και 12 χρόνια
Η πρόσφατη ανακοίνωση από τη Σουηδική εταιρεία Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας Svenska Kraftnet (SvK) ότι θα λάβει διορθωτικά μέτρα για τη λειτουργία της αγοράς κατόπιν του σχετικού ελέγχου της Ε.Ε.  σε καταγγελία από την Δανική ομοσπονδία Ενεργειακών καταναλωτών «Danski Energii» (προκαταλαμβάνοντας κατ’ αυτόν το τρόπο πιθανόν πρόστιμο), πρέπει να αποτελέσει δείγμα γραφής και γνώμονα για τη νέα Ελληνική Κυβέρνηση να προχωρήσει με θάρρος και τόλμη ώστε επιτέλους να ληφθούν τα απαραίτητα διαρθρωτικά μέτρα για να βγει η Ελληνική «Αγορά» Ενέργειας από τον ανεκδιήγητο δρόμο που ακολουθεί εδώ και 12 χρόνια.

Η περίπτωση αυτή έχει ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η Σκανδιναυία αποτελεί τη πλέον διαφανή και ρευστή Ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας και καταγγελίες για παραβάσεις και κατάχρηση μονοπωλιακής ή «δεσπόζουσας θέσης» είναι εξαιρετικά ασυνήθιστες. Η αγορά εκκαθαρίζεται σε ημερήσια βάση με τη μέθοδο του διαχωρισμού των «ζωνών τιμών» (Market Splitting) οι οποίες λαμβάνουν υπ’ όψιν τους περιορισμούς δικτύων (εξίσου «εσωτερικούς» όσο και των διασυνδέσεων μεταξύ των 4 κρατών μελών που αποτελούν την αγορά (Φινλανδία, Σουηδία, Νορβηγία, Δανία). Από πλευράς δομικής διάρθρωσης η αγορά ακολουθεί όλες τις σωστές συνταγές με ανταγωνισμό στη χονδρεμπορία μεταξύ των πολλών παραγωγών και προμηθευτών, τον πλήρη και ουσιαστικό διαχωρισμό των εταιρειών Μεταφοράς (και όχι απλώς «Διαχειριστών»),  τη λειτουργία ενός «συνεχούς» μηχανισμού εξισορρόπησης, και τη ύπαρξη ενός εξαιρετικά ρευστού χρηματιστηρίου ενέργειας (Nordpool) στον οποίο διαπραγματεύονται φυσικά και χρηματοπιστωτικά προϊόντα σε προθεσμιακό ορίζοντα.

Η καταγγελία αφορούσε στον μερικό περιορισμό από την SvK, της εξαγγελθείσης διασυνδετικής ικανότητας μεταφοράς μεταξύ Σουηδίας και Δανίας με αποτέλεσμα βεβαίως το market spread να διευρύνεται εις βάρος της Δανίας που είναι η χώρα που κυρίως εισάγει την «φθηνότερη» υδραυλική και πυρηνική ενέργεια της βόρειας Σκανδιναυίας. Απολογούμενος ο Διευθύνων Σύμβουλος της SvK υπέπεσε σε «γκάφα» διότι προέταξε ως αιτία το κλείσιμο του πυρηνικού σταθμού στο Barseback της νοτίου Σουηδίας, κατόπιν μάλιστα απαιτήσεως των Δανών, με αποτέλεσμα την αύξηση των εσωτερικών περιορισμών στο δίκτυο τους οποίους δεν μπορούσαν να διαχειρισθούν χωρίς περικοπή των διερχόμενων ροών προς τη Δανία. Στη πραγματικότητα θα μπορούσε κάλλιστα να τους διαχειρισθεί με το να διαχωρισθεί η Σουηδία σε 2  ζώνες τιμών (και συνεπώς να επωμισθούν και οι Σουηδοί καταναλωτές μέρος του τιμήματος που επωμίζονται οι Δανοί) και με το να επενδύσει στο δίκτυο του (χρησιμοποιώντας βεβαίως το εισόδημα από τους πλειστηριασμούς για το διασυνοριακό εμπόριο) για να διευκολυνθεί η Δανία! Η Ε.Ε. πήρε σαφώς τη θέση των Δανών στηριζόμενη στις επιταγές των σχετικών Οδηγιών και Κανονισμών κυρίως τη (1228/2003) και η SvK ανεκοίνωσε ότι θα εφαρμόσει ακριβώς τα δύο προαναφερόμενα μέτρα. (Όλο το ιστορικό του ελέγχου από την Ε.Ε. έχει δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα της Γ.Δ. Ανταγωνισμού http://ec.europa.eu/comm/competition/index_en.html).

Το πρώτο σημαντικό συμπέρασμα είναι ότι στην ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά Ενέργειας δεν υπάρχουν στενώς εννοούμενα «εθνικά» συμφέροντα σε θέματα τιμών η ασφάλειας εφοδιασμού και δεν είναι δυνατόν να παραβιάζονται οι Ευρωπαϊκές Οδηγίες προς όφελος βραχυπρόθεσμων στόχων. Η πρακτική του ΔΕΣΜΗΕ (για όσους παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στην ελληνική «αγορά») του να εξαγγείλει κατά διαστήματα μηδενική εξαγωγική ικανότητα μεταφοράς του αρτιμελούς δικτύου, δεν είναι σωστή ούτε συμβατή με τις Ευρωπαϊκές οδηγίες. Το γεγονός ότι η Ελλάδα λόγω λανθασμένης πολιτικής βρίσκεται με στενότητα παραγωγικού δυναμικού, ουδεμία σχέση έχει με την διασυνδετική ικανότητα του συστήματος μεταφοράς. Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι σωστά αποτελέσματα επέρχονται όταν  έχουν τεθεί τα σωστά κίνητρα και στην περίπτωση της Σουηδίας η θεωρητικά ανεξάρτητη εταιρεία μεταφοράς  SvK δεν θα έπρεπε να έχει λόγους διακρίσεως μεταξύ Δανών και Σουηδών ή και να ανησυχεί εάν ο καταναλωτής στη Δανία, Σουηδία η και Ισπανία- Βουλγαρία αντιμετωπίζει υψηλότερες ή χαμηλότερες τιμές. Στη πραγματικότητα όμως, μη υποκείμενη σε σωστά Ρυθμιστικά κίνητρα δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει το κόστος διαχείρισης των περιορισμών στο δίκτυο της με αλλαγή π.χ. της κατανομής (re-dispatch & counter trade).

Η Ελλάδα ακολούθησε από την αρχή έναν τελείως ανορθόδοξο δρόμο γιά την ανάπτυξη μιας υγιούς ανταγωνιστικής αγοράς ενέργειας. Η κάθε κίνηση που έγινε μέχρι τώρα δημιουργεί την εντύπωση ότι γίνεται από την «υποχρέωση» συμμόρφωσης και μόνο προς τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες και όχι από την πεποίθηση ότι απελευθερωμένες ανταγωνιστικές αγορές ωφελούν τους τελικούς καταναλωτές. Μέγα σφάλμα η απουσία πραγματικών εκτελεστικών αρμοδιοτήτων στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, μέγα σφάλμα η πολιτική εντολή στη ΔΕΗ το 1997 να επεξεργασθεί (με τη βοήθεια συμβούλων) αυτή η ίδια το πλαίσιο απελευθέρωσης της αγοράς και η από το 1999 ατέρμων σειρά κωδίκων και μοντέλων τα οποία συνταγογραφούνται ως ασπιρίνες σε έναν βαρύτατα ασθενούντα οργανισμό. Λάθος η πολιτική όλων των μέχρι τώρα Κυβερνήσεων να μην εμπιστεύεται για τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις ανθρώπους οι οποίοι έχουν την ανάλογη εμπειρία σε αγορές και είναι εθισμένοι στους επιχειρηματικούς κινδύνους και να χρησιμοποιεί μόνο στελέχη του Δημοσίου (με την ευρύτερη έννοια) ή και φορείς όπως το αναχρονιστικό «Συμβούλιο Ενέργειας και Στρατηγικής». Η πρόσφατη συζήτηση που ήλθε στην επιφάνεια για τον τρόπο καθορισμού της οριακής τιμής συστήματος όπως και η σχεδόν κωμικοτραγική περσινή παρέμβαση της διοίκησης της ΔΕΗ περί «στρεβλώσεων  της αγοράς» είναι στη ουσία ανεδαφικές. Όσο η αγορά δεν έχει σωστή διάρθρωση με ευθυγράμμιση των κινήτρων των ρυθμιζόμενων δικτύων με τα συμφέροντα των καταναλωτών, την εξάλειψη των «αντικρουομένων συμφερόντων» και την ανάληψη των επιχειρηματικών κινδύνων από τους «επιχειρηματίες - επενδυτές» και όχι τους τελικούς καταναλωτές, οιαδήποτε αλλαγή στη τυπολογία και μόνον είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

Τα αποτελέσματα ομιλούν από μόνα τους. Μία κατ΄ ουσία «μεσιτική» (και όχι χονδρεμπορική) αγορά σε όσον αφορά στο σχετικά μικρό μέρος των  εισαγωγών/εξαγωγών και επιχειρηματίες που αναλαμβάνουν επενδύσεις μόνον κάτω από την σκέπη των δημόσιων εγγυήσεων (είδε Πιστοποιητικά Διαθεσιμότητας Ισχύος, Διαγωνισμούς του ΔΕΣΜΗΕ για επικουρικές υπηρεσίες και ταρίφες επιδοτήσεων) και σχεδόν μηδενική διείσδυση Προμηθευτών στην Λιανική. Υπό αυτό το πρίσμα όλο το επιχειρηματικό ρίσκο μετακυλίεται στις πλάτες των τελικών καταναλωτών και φορολογουμένων. Ας αποτολμηθεί να γίνει μια μελέτη πόσο άλλαξε για τον τελικό καταναλωτή σε πραγματική αξία το κόστος ενέργειας από το 1999 και εάν μειώθηκε όπως ήταν το αποτέλεσμα για πραγματικά απελευθερωμένες αγορές π.χ. Βρετανία. Εφόσον αποδειχθεί ότι το πραγματικό κόστος κατά πολύ αυξήθηκε, μοιραία οδηγούμεθα στη λογική των πλέον ακραιφνών πολέμιων της απελευθέρωσης και στο ερώτημα, γιατί πράγματι χρειαζόμαστε τις αγορές; Οι αγορές υπάρχουν για ένα και μόνο λόγο, όχι για να τηρείται το «γράμμα του Νόμου», όχι για να εξυπηρετούνται συντεχνιακά συμφέροντα, ούτε για τα συμφέροντα και μόνον των επενδυτών αλλά πάνω από όλα για το όφελος των Καταναλωτών. Οι Έλληνες καταναλωτές ενέργειας  «απολαμβάνουν» ακριβότερη και σχετικώς χαμηλής ποιότητας ενέργεια (ποιό Ελληνικό νοικοκυριό δεν έχει και το εφεδρικό κερί στη κουζίνα του ;) και ταυτόχρονα έχουν και το «προνόμιο» να καλύπτουν εμμέσως τις ζημίες (όποτε υπάρχουν) της ΔΕΗ.

Ο έτερος μεγάλος χαμένος του στραβού εγχειρήματος είναι κατά παράδοξο και ειρωνικό τρόπο η ίδια η ΔΕΗ. Με μοναδική ίσως εξαίρεση την Κοσοβάρικη ΚΕΚ, ουδεμία άλλη Ευρωπαϊκή Ηλεκτρική εταιρεία υπάρχει που να μην ευημερεί υπό το καθεστώς απελευθερωμένων αγορών που έφεραν την πραγματική «άνθηση» πρωτοβουλιών, δεξιοτήτων, καινοτομιών, και διαφοροποίησης παρεχομένων υπηρεσιών και προϊόντων. Οι εργαζόμενοι σε αυτές και σε όλα τα επίπεδα της ιεραρχίας, κατέχουν από τις πλέον επίζηλες θέσεις στην Ευρωπαϊκή αγορά εργασίας, χαίρουν πλουσιοπάροχων αμοιβών και έχουν εξαιρετικές προοπτικές ποικιλότητας στην καριέρα τους. Αντί να πρωτοστατεί στο φυσικό και ζωτικό της χώρο των Βαλκανίων, παρά το τεχνικό και οικονομικό προβάδισμα και το ειδικό βάρος της Ελλάδας ως παλαιότερο μέλος της Ε.Ε. στη περιοχή,  η ΔΕΗ δέχθηκε αλλεπάλληλα ραπίσματα που εξέθεσαν τη πατρίδα μας στην αδιέξοδη και απέλπιδα προσπάθεια αναζήτησης μνηστήρα θυμίζοντας την κλασσική ταινία του ’50 «δεσποινίς ετών 39....». Δύο φορές σε διαγωνισμούς σε Βουλγαρία, δύο φορές στα Σκόπια και μία φορά στο Μαυροβούνιο και παρ’ ότι πλειοδότησε έναντι ασημάντων αντιπάλων, η εσωστρεφής ΔΕΗ η οποία δεν μπορεί να βρει το δρόμο της μέσα στη εσωτερική αγορά, δεν μπορεί βέβαια επί τω μάλλον να πείσει τους βόρειους γείτονές μας να την εμπιστευτούν για την επίλυση των δικών τους ενεργειακών προβλημάτων. Η Τσέχικη CEZ π.χ. η οποία μέχρι και 25 χρόνια πρωτύτερα δεν ήταν καν «επιχείρηση» αλλά κρατικό παράρτημα, παρά ταύτα προσαρμόστηκε άμεσα σε περιβάλλον αγορών, εκκινώντας από την Πράγα έχει προ πολλού εγκατασταθεί με ενεργειακές επενδύσεις στην Αλβανία, τα Σκόπια και την Βουλγαρία, ενώ από τη δική μας πλευρά η ΔΕΗ συνεχίζει να ομφαλοσκοπεί. Όσοι απορημένοι παρακολουθούσαν το επιχειρησιακό και στρατηγικό σχέδιο της απερχόμενης διοίκησης, ασφαλώς θα αντιλήφθησαν ότι ουσιαστικά σχέδιο τελικά δεν υπήρχε με τις καταιγιστικές εναλλαγές προτάσεων περί λιγνίτη, εισαγόμενου άνθρακα, πυρηνικών, ΑΠΕ, φυσικού αερίου, στρατηγικών συμμαχιών με την RWE, επενδύσεων στην Αλβανία, καταγγελιών για στρεβλώσεις αλλά και προσπαθειών περαιτέρω επιβολής της δεσπόζουσας θέσης (Χαλυβουργική) και άλλες πολλές γόνιμες σκέψεις, καμία βεβαίως από τις οποίες δεν υλοποιήθηκε. Το εξαιρετικού δυναμικού προσωπικό της ΔΕΗ είναι επόμενο να παραμένει με χαμηλό ηθικό σε μια παραπαίουσα επιχείρηση όταν επί 12 χρόνια το εξαπατούν λέγοντάς του ότι μόνο να χάσει έχει από την απελευθέρωση.

Το «τρίτο ενεργειακό πακέτο» της Ε.Ε. (που απαιτεί προσαρμογή της νομοθεσίας) δίνει μια θαυμάσια ευκαιρία στη νέα Ελληνική κυβέρνηση να τα ξαναγράψει όλα από την αρχή, σε μια «λευκή κόλλα χαρτί». Με τόλμη και θάρρος όπως οι νέοι Εργατικοί του Μπλαίρ το 1997, να εμπιστευτούν τις πραγματικά υγιείς ανταγωνιστικές αγορές. Η νέα πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΚΑ που ευαγγελίζεται (και πολύ σωστά) την «πράσινη ανάπτυξη», ας αναλογισθεί σε ποιές αγορές έχουν μεγαλύτερη διείσδυση οι ΑΠΕ: στις πλέον «ανοιχτές» (Δανία, Γερμανία, Βρετανία, κλπ) ασύγκριτα υψηλότερα από το προσφιλές στη ΔΕΗ Γαλλικό μοντέλο.

Να δοθούν πραγματικά εκτελεστικές (και όχι συμβουλευτικές) αρμοδιότητες στην ΡΑΕ, ειδικά σε θέματα αδειοδοτήσεων και τιμολογίων. Να δημιουργηθεί ανεξάρτητη εταιρεία μεταφοράς υποκείμενη σε ιδιωτικο-οικονομικού τύπου ρυθμιστικά κίνητρα. Πρόσφατα η ΕΟΝ η μεγαλύτερη εταιρεία ηλεκτρισμού στη Γερμανία πούλησε το δίκτυό της, παρά του ότι η Γερμανική κυβέρνηση συνασπισμού παρέμεινε εγκλωβισμένη στο εναλλακτικό μοντέλο «ανεξάρτητου Διαχειριστού» κατά τις συζητήσεις για το «τρίτο ενεργειακό πακέτο». Μην διστάσει η Ελλάδα να υποστηρίξει τον πλήρη διαχωρισμό δικτύου από την ΔΕΗ ως βάση για την ανάπτυξη μιας υγιούς ανταγωνιστικής αγοράς. Και όχι μόνον: έχει αποδειχθεί ότι σωστά ρυθμιζόμενες ανεξάρτητες εταιρείες μεταφοράς μπορούν να αντιμετωπίσουν πολύ πιο αποτελεσματικά (πρόσφατη συζήτηση στη Βρετανία για «ευέλικτα» δικαιώματα έγχυσης/κατανάλωσης ενέργειας προς και από το δίκτυο) το μεγάλο θέμα σύνδεσης των ΑΠΕ και των καθυστερήσεων που παρατηρούνται ένεκα του όγκου αιτήσεων. Να καταργηθεί το τελείως ακατάλληλο, για αγορά με συγκέντρωση άνω του 90%, μοντέλο τύπου Pool και να αντικατασταθεί με αγορά διμερών συμβάσεων και αγορά εξισορρόπησης ενέργειας. Παράλληλα να επιβληθεί στη ΔΕΗ να προβαίνει σε πλειστηριασμούς ενεργειακών προϊόντων διαφόρων χρονικών προθεσμιών ώστε να αναπτυχθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ Προμηθευτών αλλά βεβαίως με αντίτιμο που να αντανακλά το μεταβλητό κόστος και να έχει ικανοποιητική απόδοση επενδεδυμένων κεφαλαίων. Να γίνει σταδιακά η απελευθέρωση των Τιμολογίων και η συσχέτιση τιμών μεταξύ  χονδρεμπορικής και λιανικής αγοράς.

Μέτρα που έχουν δοκιμασθεί σε άλλες επιτυχημένες, βιώσιμες, επαρκείς, ασφαλείς, φθηνότερες και κατά πολύ πιο «πράσινες» αγορές. Υπάρχει άραγε «πολιτικό κόστος» τόσο υψηλό που να αντισταθμίζει όλα αυτά τα πλεονεκτήματα;

(* ο κ. Νίκος Φρυδάς είναι Διπλ. Ηλεκτρολόγος-Μηχανικός και Ενεργειακός Οικονομολόγος. Την τριετία 2004-2007 διετέλεσε πρόεδρος της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας του Κοσσόβου υπό την διοίκηση των Η.Ε. Σήμερα εργάζεται ως Διευθυντής Αγορών & Ρυθμιστικών Υποθέσεων της εταιρείας Συμβούλων MottMcDonald. Είναι μέλος του Δ.Σ. του ΙΕΝΕ)