Το Δίλημμα

Η αρνητική εικόνα για την Ελλάδα που έχει δημιουργηθεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση από τη γνωστή κατάσταση της Οικονομίας, με το επίπεδο αξιοπιστίας της χώρας μας να έχει φθάσει στο ναδίρ, προκαλεί πρόσθετα προσκόμματα στην άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο.
Του Γιάννη Καρτάλη
Δευ, 7 Δεκεμβρίου 2009 - 10:57
Η αρνητική εικόνα για την Ελλάδα που έχει δημιουργηθεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση από τη γνωστή κατάσταση της Οικονομίας, με το επίπεδο αξιοπιστίας της χώρας μας να έχει φθάσει στο ναδίρ, προκαλεί πρόσθετα προσκόμματα στην άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο. Ο Δεκέμβριος θα είναι ο μήνας που θα κρίνει όχι μόνο την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας αλλά και των Σκοπίων και στα θέματα αυτά οι γνωστές ελληνικές θέσεις δεν φαίνεται να έχουν θετική ανταπόκριση από τους εταίρους μας, με αποτέλεσμα να τίθεται στην Αθήνα το δίλημμα αν θα πρέπει να καταφύγει σε ένα νέο, διπλό τη φορά αυτή, βέτο. Αλλά ακριβώς αυτό είναι που θέλει να αποφύγει η κυβέρνηση, γνωρίζοντας ότι το βέτο ουσιαστικά σημαίνει αποτυχία στην εξεύρεση συμμάχων και τελικά απομόνωση της χώρας. Γι΄ αυτό ο κ. Γ. Παπανδρέου έχει επιλέξει την οδό των διμερών επαφών με την Αγκυρα και τα Σκόπια, ευελπιστώντας ότι θα κάμψει την επίμονη αδιαλλαξία τους ώστε να αρθεί το αδιέξοδο.

Oυδείς φυσικά μπορεί να αμφισβητήσει τη δυνατότητα που προσφέρει ο διάλογος για την εξεύρεση λύσεων. Το πρόβλημα όμως είναι αν και η άλλη πλευρά διακατέχεται από τη λογική αυτή. Διότι η μεν Τουρκία αντιμετωπίζει τις σχέσεις της με την Ελλάδα με τη νοοτροπία της περιφερειακής υπερδύναμης, όπου προέχει η απειλή της στρατιωτικής ισχύος, στα δε Σκόπια επικρατεί ένα νεόκοπο εθνικιστικό καθεστώς το οποίο πρεσβεύει τις γνωστές ακραίες λύσεις. Αυτό είναι το σημερινό σκηνικό, στο οποίο έρχεται να προστεθεί η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών και των εταίρων μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία κάθε άλλο παρά ευνοϊκή είναι απέναντι στην Αθήνα. Η Ουάσιγκτον ιδιαίτερα πιέζει αφόρητα για την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και της Τουρκίας στην ΕΕ για λόγους καθαρά γεωστρατηγικούς, που άπτονται των προβλημάτων της διεθνούς ασφάλειας, θεωρώντας ότι οι διμερείς διαφορές της Ελλάδας με τις δύο αυτές χώρες δεν μπορούν να σταθούν εμπόδιο στην επίτευξη των γενικότερων αυτών γεωστρατηγικών στόχων. Παράλληλα οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης που αντιτίθενται στην ένταξη της Τουρκίας (όπως είναι η Γαλλία) δεν μπορούν να κατανοήσουν την ελληνική θέση υπέρ της πλήρους ένταξης, θεωρώντας την τουλάχιστον παράδοξη, με δεδομένα τα μεγάλα προβλήματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ζητούν λοιπόν από την Ελλάδα να υποστηρίξει και αυτή την ειδική σχέση, σε αντάλλαγμα για τη στήριξη των ελληνικών θέσεων.

Αυτές είναι οι αντικειμενικές δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική κυβέρνηση στην προώθηση της πολιτικής της. Δυσκολίες οι οποίες επιτείνονται από τη στάση που τηρεί η Λευκωσία. Φυσικό είναι η Κυπριακή Δημοκρατία να τίθεται ξεκάθαρα υπέρ της επιβολής κυρώσεων εις βάρος της Τουρκίας, η οποία παρά τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει δεν την έχει ακόμη αναγνωρίσει και συνεχίζει την παρελκυστική τακτική της στον διάλογο για την επίλυση του Κυπριακού. Η Αθήνα, αντίθετα, ελπίζοντας ότι μέσα από τις διμερείς επαφές θα πείσει την τουρκική κυβέρνηση «να κάνει βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση» δεν ανοίγει, προς το παρόν τουλάχιστον, τα χαρτιά της, περιοριζόμενη στην προειδοποίηση ότι «η Τουρκία θα κριθεί αντικειμενικά και αυστηρά». Η στάση αυτή κάθε άλλο παρά υποβοηθητική είναι στον δύσκολο αγώνα που διεξάγει ο κ. Χριστόφιας. Η ελπίδα όμως είναι ότι κατά τις προσεχείς ημέρες θα ξεκαθαρίσουν τα πράγματα.

(Από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 29/11/2009)