Οι Στόχοι της Κυβέρνησης για το 2020 Απαιτούν Πολλά Περισσότερα

Οι πρόσφατες ανακοινώσεις της υπουργού ΠΕΚΑ, κας Τίνας Μπιρμπίλη για τους στόχους της Ελλάδας για το 2020 αναφορικά με τη μείωση των εκπομπών και τη συμμετοχή των ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρισμού, προοιωνίζονται μια πραγματική κοσμογονία στον ενεργειακό κλάδο της χώρας μας. Αποτελούν ευγενείς στόχους, σύμφωνους με την παγκόσμια προσπάθεια για την καταπολέμηση της Κλιματικής Αλλαγής, αλλά παρατηρούνται ταυτόχρονα και σοβαρές ελλείψεις στην εκφρασθείσα πολιτική του υπουργείου.
Energia.gr
Τετ, 9 Δεκεμβρίου 2009 - 08:49
Οι πρόσφατες ανακοινώσεις της υπουργού ΠΕΚΑ, κας Τίνας Μπιρμπίλη για τους στόχους της Ελλάδας για το 2020 αναφορικά με τη μείωση των εκπομπών και τη συμμετοχή των ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρισμού, προοιωνίζονται μια πραγματική κοσμογονία στον ενεργειακό κλάδο της χώρας μας. Αποτελούν ευγενείς στόχους, σύμφωνους με την παγκόσμια προσπάθεια για την καταπολέμηση της Κλιματικής Αλλαγής, αλλά παρατηρούνται ταυτόχρονα και σοβαρές ελλείψεις στην εκφρασθείσα πολιτική του υπουργείου.

Πιο συγκεκριμένα, η κα υπουργός μίλησε για την ανάγκη να προστεθούν στο δίκτυο 1.000MW ενέργειας από ΑΠΕ ετησίως στην επόμενη δεκαετία ώστε το 2020 να υλοποιηθούν οι στόχοι αυτοί. Η μαζική επένδυση που απαιτείται για την εγκατάσταση όλων αυτών των συστημάτων προϋποθέτει όμως και ένα ηλεκτρικό δίκτυο κατάλληλο να τα ενσωματώσει. Σε αυτή την κατεύθυνση, οι εξαγγελίες του ΥΠΕΚΑ φαίνεται να υστερούν, αφού δεν παρέχουν μια σαφή εικόνα για την αναμόρφωση του δικτύου με την προσοχή να έχει εστιασθεί περισσότερο σε άλλα ζητήματα. Τους προηγούμενους μήνες έγινε ένα θετικό βήμα με τη δρομολόγηση της διασύνδεσης της Εύβοιας και των νησιών του Αιγαίου με το ηπειρωτικό δίκτυο, αλλά θα χρειαστούν πολύ μεγαλύτερες προσπάθειες στα επόμενα χρόνια, σε συνεργασία με τη ΔΕΗ, τον ΔΕΣΜΗΕ, την ΡΑΕ και τους υπόλοιπους φορείς και τις εταιρείες και τους ανεξάρτητους παραγωγούς.

Δεδομένης της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης της χώρας, η χρηματοδότηση για τα ενεργειακά αυτά σχέδια θα πρέπει να προέλθει κατά κύριο λόγο από τον ιδιωτικό τομέα. Αυτό σημαίνει πως η κυβέρνηση είναι αναγκασμένη από τις υπάρχουσες συνθήκες να εξετάσει το ενδεχόμενο παροχής πρόσθετων κινήτρων κυρίως στον τομέα της φορολογίας και των FIT’s, εφόσον επιθυμεί την υλοποίηση των μεσοπρόθεσμων στόχων που η ίδια έθεσε.

Ένα ακόμη θεμελιώδες ζήτημα είναι η ανάγκη για μεγαλύτερη παραγωγή ενέργειας από θερμικούς σταθμούς, η οποία κρίνεται απαραίτητη για τη μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ. Αυτό αποτελεί κανόνα, καθώς οι ΑΠΕ έχουν χρονικούς περιορισμούς και δεν είναι σε θέση να παρέχουν ενέργεια επί 24 ώρες καθημερινά. Αν η Ελλάδα φτάσει το 2020 να διαθέτει εγκατεστημένη ισχύ από ΑΠΕ κοντά στα 11-12.000MW, θα πρέπει να λειτουργούν μεγάλες θερμικές μονάδες εγκατεστημένης ισχύος τουλάχιστον 20.000MW, δηλαδή αύξηση κατά 8.000 – 9.000 MW σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα.

Εφόσον είναι απαραίτητη η προσθήκη σημαντικής νέας ισχύος από θερμικές πηγές, σωστό θα ήταν η σχετική επένδυση να γίνει σε σταθμούς παραγωγής με φυσικό αέριο, αντί για λιγνίτη, καθώς εκλύει πολύ λιγότερους ρύπους και η τιμή του είναι αρκετά πιο φθηνή σε σχέση με το πετρέλαιο. Οι συμφωνίες που έχει υπογράψει η χώρα μας, εάν υλοποιηθούν, ιδίως με τον αγωγό South Stream, σημαίνει ότι η παροχή είναι εξασφαλισμένη. Η Ελλάδα άλλωστε, θα κληθεί μετά το 2013 να πληρώνει ακριβότερα τον ρυπογόνο λιγνίτη, το κόστος του οποίου θα αυξάνεται διαρκώς σε βάθος χρόνου.

Τέλος, ίσως η κυβέρνηση θα έπρεπε να μην έχει δογματικές απόψεις σχετικά με την πυρηνική ενέργεια, καθώς στην Κοπεγχάγη επιβεβαιώνεται περίτρανα πως θα αποτελέσει βασικό πυλώνα για την μετάβαση προς μια οικονομία μηδενικού άνθρακα στο μέλλον. Δυστυχώς στην ελληνική κοινωνία έχουν επικρατήσει τις τελευταίες δεκαετίες παράλογες ανησυχίες για την βιωσιμότητα και την ασφάλεια των εν λόγω εγκαταστάσεων. Πρόκειται για την ίδια φοβική και αρνητική νοοτροπία που επιτάσσει να μην εγκαθίστανται αιολικά πάρκα ή φωτοβολταϊκοί σταθμοί σε πολλές περιοχές της επαρχίας με την έωλη δικαιολογία ότι οχλούν το περιβάλλον.