Το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν οι αναφορές στην αρχιτεκτονική της ρυθμιστικής παρέμβασης της πολιτείας στη λειτουργία των φορέων παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών τόσο ως αποτέλεσμα των ρυθμιστικών παρεμβάσεων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης όσο και διεθνώς. Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης οι εθνικές παρεμβάσεις αναπόφευκτα αλληλοεπηρεάζονται και οι εθνικές λύσεις δεν είναι όσο αποτελεσματικές θα έπρεπε.
Το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν οι αναφορές στην αρχιτεκτονική της ρυθμιστικής παρέμβασης της πολιτείας στη λειτουργία των φορέων παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών τόσο ως αποτέλεσμα των ρυθμιστικών παρεμβάσεων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης όσο και διεθνώς. Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης οι εθνικές παρεμβάσεις αναπόφευκτα αλληλοεπηρεάζονται και οι εθνικές λύσεις δεν είναι όσο αποτελεσματικές θα έπρεπε. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά το θέμα αυτό στην περίπτωση της Ελλάδος μετά και τους πρόσφατους κλυδωνισμούς που συνέβησαν ως αποτέλεσμα της αφαίρεσης αδειών λειτουργίας από αριθμό ασφαλιστικών εταιρειών του κλάδου ζωής.

Παράλληλα φαίνεται να υπάρχουν αμφιλεγόμενοι προβληματισμοί ως προς την ανεξαρτησία των κλαδικών εποπτικών αρχών έναντι του κοινωνικού οφέλους. Είναι αυτονόητο ότι οι προβληματισμοί αυτοί δεν αφορούν την ανεξαρτησία του Κεντρικού Πιστωτικού Ιδρύματος ως μέλους του Ευρωσυστήματος κατά την άσκηση της νομισματικής πολιτικής, αφού η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, πέραν της αποκλειστικής αρμοδιότητας στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής, δεν έχει εποπτικές αρμοδιότητες αλλά κυρίως αρμοδιότητες συστημικού χαρακτήρα που απαιτούν κατάλληλη ροή πληροφοριών από όλες τις εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Η επισήμανση αυτή αποκτά μεγαλύτερη σημασία, αφού η επίτευξη του αναγκαίου συντονισμού στη λειτουργία των εποπτικών οργάνων επιβάλλεται να γίνεται με παράλληλη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας από εξωγενείς παρεμβάσεις με βάση τις αρχές της Επιτροπής της Βασιλείας και οι οποίες πρέπει να τηρούνται όταν η αρχιτεκτονική αυτή ρυθμίζεται σε εθνικό επίπεδο.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο τίθεται το ερώτημα μιας συνολικής αντιμετώπισης της αξιολόγησης του ρόλου της αξιολόγησης της δράσης και των κινδύνων μεμονωμένων ιδρυμάτων και της συλλογικής δράσης τους σε διάφορες φάσεις του οικονομικού κύκλου.

Η αυτοαξιολόγηση αυτή πάει πέρα από γραμμικές προσεγγίσεις όπως αυτές που προκύπτουν από πρόσφατες δηλώσεις τραπεζικών στελεχών «Μην περιμένετε από τις ελληνικές τράπεζες να μας βγάλουν από την κρίση. Η εμπειρία έχει δείξει ότι πρώτα βγαίνει η οικονομία και ακολουθεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα», τη στιγμή που συνεχίζονται διεθνώς οι συζητήσεις για την υπερ-κυκλικότητα (procyclicality) και την αναγκαία προσαρμογή των εποπτικών κανόνων. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να αξιολογείται επίσης το ενδεχόμενο συστημικών επιπτώσεων, στις δεδομένες συνθήκες, αυτονόητων κρίσεων/ αξιολογήσεων που προέρχονται από τα εποπτικά όργανα ή αφορούν επιλεκτική πληροφόρηση ΜΜΕ, που πολλές φορές έχει ως αποτέλεσμα την αμφισβήτηση της ειλικρίνειας και συνέπειας τόσο της Κεντρικής Κυβέρνησης όσο και των ίδιων των εποπτικών οργάνων. Αποτελεί βασική αρχή ότι η επικοινωνία είναι εργαλείο αντιμετώπισης παραμέτρων της κρίσης, ιδίως όταν είναι σε εξέλιξη και όταν διακυβεύονται κεφάλαια των φορολογουμένων ή όταν η ψυχολογία οξύνει τα γνωστά υπαρκτά προβλήματα των μακρο-μεγεθών και αναιρεί τις θετικές προσδοκίες με ενίσχυση της αρνητικής ψυχολογίας.

Ετσι, με βάση τα παραπάνω, είναι όχι μόνο σκόπιμη αλλά και επιβάλλεται μια αναλυτική συζήτηση για την αρχιτεκτονική της εποπτείας σε αντιστοίχηση με τις εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ενωση έτσι ώστε:
  • Να προστατευθούν οι εποπτικές αρχές από νεφελώδεις ερμηνείες των ρυθμίσεων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης.
  • Να αξιολογηθούν τα όρια της ανεξαρτησίας των εποπτικών αρχών, εξαιρουμένης της αρμοδιότητας του Ευρωσυστήματος περί νομισματικής πολιτικής, έναντι του δημοσίου συμφέροντος και των επιπτώσεων στην πραγματική οικονομία και στους πολίτες από άστοχες πρακτικές.
  • Να προσδιοριστούν τα όρια της παρέμβασης της πολιτείας σε θέματα προστασίας καταναλωτών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ώστε να μην επηρεάζονται υπέρμετρα οι παράμετροι που προσδιορίζουν τη συστημική σταθερότητα σε προβλεπτό ορίζοντα. Η απορρύθμιση δοκιμασμένων και διεθνώς αποδεκτών συστημάτων παρακολούθησης και βαθμολόγησης της επίδοσης και συνέπειας ατομικών και συλλογικών χρηστών των υπηρεσιών του χρηματοπιστωτικού τομέα (π.χ. «Τειρεσίας») επιβάλλεται να γίνεται με την άσκηση ισορροπημένης αξιολόγησης των τυχόν θετικών ή αρνητικών επιπτώσεων.
  • Να δίνεται η δυνατότητα αξιολόγησης της χρήσης δημοσιονομικών πόρων, δηλαδή χρημάτων των φορολογουμένων, στην αντιμετώπιση δυνητικών συστημικών επιπτώσεων από μεγάλες και όχι μόνο τράπεζες.
  • Να αξιολογηθεί το συμπέρασμα το οποίο προέκυψε από την τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση ότι η αρχιτεκτονική που στηρίζεται στη συνεργασία ή και στον συντονισμό διαφορετικών αρχών με διασπορά όμως της ευθύνης λήψης κρίσιμων αποφάσεων δεν ήταν αποτελεσματική, ενώ παράλληλα η ευθύνη της λειτουργικής εποπτείας δεν μπορεί να ανατεθεί σε επιτροπές.
  • Να αναγνωριστεί η αρμοδιότητα της πολιτείας που φέρει τελικά το δημοσιονομικό κόστος για τη θεσμοθέτηση της λειτουργίας των κανόνων των εποπτικών αρχών, αλλά με διασφάλιση της ανεξαρτησίας τους.
  • Να επιβεβαιωθεί κατά τρόπο σαφή ότι στο παρόν στάδιο εξέλιξης της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης η κυβέρνηση δεν εγκαταλείπει το ενδεχόμενο της θεσμοθέτησης μιας Ενιαίας Εποπτικής Αρχής, αλλά αναμένει τα συμπεράσματα των μελετών και εισηγήσεων διεθνών οργανισμών, καθώς και την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων τής μέχρι σήμερα ασκηθείσης εποπτείας σε εθνικό επίπεδο.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα θα πρέπει να επιτευχθεί σε πρώτο στάδιο η ενίσχυση του συντονισμού των κλαδικών αρχών με τη σύσταση Εθνικού Συμβουλίου Εποπτείας και Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Τα Εθνικά Συμβούλια Εποπτείας και Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας δεν υποκαθιστούν τις κλαδικές αρχές, καθώς η εποπτεία δεν μπορεί να ασκείται από επιτροπές, αλλά έχουν συντονιστικό ρόλο και δίνουν κατευθύνσεις, η αποτελεσματικότητα των οποίων προσδιορίζεται από το κύρος τους.

Στο Εθνικό Συμβούλιο θα συμμετέχουν όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς με σημαντικό ρόλο στους υπεύθυνους για τη Διαχείριση των Δημοσιονομικών Πόρων, ο διευθυντής της Τράπεζας της Ελλάδος και οι πρόεδροι της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και ΕΠΕΙΑ. Θα πρέπει περαιτέρω να αξιολογηθεί η συμμετοχή ειδικών της αγοράς για ορισμένα θέματα, ενώ οι συμμετέχοντες θα οφείλουν, όπως είναι αυτονόητο, να δεσμεύονται από το απόρρητο που ισχύει για τα μέλη των εποπτικών αρχών.

Το Εθνικό Συμβούλιο θα υποστηρίζεται από Γραμματεία με απόσπαση εξειδικευμένων στελεχών από τις επιμέρους εποπτικές αρχές.

Με βάση τις παραπάνω σύντομες σκέψεις, αλλά και την αναγνώριση του ιδιαίτερου ρόλου σε εποπτικά θέματα της Τράπεζας της Ελλάδος, λόγω της συστημικής σπουδαιότητας των τραπεζών, λειτουργία στην οποία όλες οι διοικήσεις του Κεντρικού Ιδρύματος ανέκαθεν απέδιδαν προτεραιότητα, θεωρώ ότι αποτελεί ρεαλιστική προσέγγιση η αναφορά του προέδρου του ΠαΣοΚ και σημερινού πρωθυπουργού κ. Γ. Παπανδρέου στη δημιουργία Ανεξάρτητης Εποπτικής Συντονιστικής Αρχής για την έγκαιρη και αποτελεσματική εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Ο κ. Κωνσταντίνος Β. Καρατζάς είναι οικονομολόγος- τραπεζίτης.

(Από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 08/12/2009)