Η τεχνολογία μικτής καύσης ή απλά σύγκαυσης (co-firing) στερεών υδρογονανθράκων και βιομάζας σε ατμοηλεκτρικούς σταθμούς (ΑΗΣ) αποτελεί μια ώριμη τεχνολογία που χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορες χώρες (Η.Π.Α , Γερμανία, Η.Β.) πάνω απο δέκα χρονια. Η σύγκαυση λιθάνθρακα/λιγνίτη με βιομάζα ιδιαίτερα σε χώρες με υψηλό μερίδιο στερεών υδρογονανθράκων στην παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας, έχει εξαιρετικά πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλες Αναεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), ακόμη και μεμονωμένης καύσης βιομάζας.
Η τεχνολογία μικτής καύσης ή απλά σύγκαυσης (co-firing) στερεών υδρογονανθράκων και βιομάζας σε ατμοηλεκτρικούς σταθμούς (ΑΗΣ) αποτελεί μια ώριμη τεχνολογία που χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορες χώρες (Η.Π.Α , Γερμανία, Η.Β.) πάνω απο δέκα χρονια. Η σύγκαυση λιθάνθρακα/λιγνίτη με βιομάζα (οιασδήποτε μορφής, από αγροτικά ή δασικά κατάλοιπα, ενεργειακές καλλιέργειες, κατεργασμένα αστικά απορρίματα (RDF), λυματολάσπη), ιδιαίτερα σε χώρες με υψηλό μερίδιο στερεών υδρογονανθράκων στην παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας, έχει εξαιρετικά πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλες Αναεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), ακόμη και μεμονωμένης καύσης βιομάζας.

Συγκεκριμένα:
  • Ως γνωστόν η βιομάζα είναι ΑΠΕ και δεν επηρρεάζει την ισορροπία του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Επομένως δεν απαιτείται εξαγορά δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου άνθρακα (CO2) και κατα συνέπεια μειώνεται το μοναδιαίο κόστος παραγωγής για κάθε kWh σε ΑΗΣ.
  • Εφόσον μειώνεται η ποσότητα εξόρυξης λιθάνθρακα/λιγνίτη, μειώνεται και το περιβαλλοντικό κόστος της εξόρυξης.
  • Σύγκαυση βιομάζας σε ΑΗΣ μπορεί να αντικαταστήσει συμβατικά στερεά καύσιμα σε ποσοστό εώς και 10% κατα βάρος, συνήθως χωρίς σημαντικές τεχνολογικές απαιτήσεις. Με τροποποιήσεις αυτο το ποσοστό μπορεί να ανέλθει σημαντικά.
  • Η διαδικασία εγκατάστασης είναι πολύ γρήγορη (μερικούς μήνες) και δεν απαιτεί ειδικές άδειες.
  • Το κόστος εγκατάστασης (και λειτουργίας) είναι πολύ χαμηλότερο από οποιαδήποτε άλλη ΑΠΕ.
  • Η οργάνωση και υποδομή για την τροφοδοσία καυσίμου μπορεί να δημοιυργήσει νέες θέσεις εργασίας.
  • Η καύση βιομάζας σε ΑΗΣ μπορεί να θεωρηθεί οτι τροφοδοτεί φορτίο βάσης, εφόσον ο ΑΗΣ λειτουργεί ως μονάδα βάσης.
  • Δεν απαιτεί την επέκταση ή αναβάθμιση δικτύων μεταφοράς/διανομής ηλεκτρικής ενέργειας.
Ειδικά για την Ελλάδα, η σύγκαυση έχει τα επιπρόσθετα πλεονεκτήματα οτι μπορεί να συμβάλλει στην εξοικονόμηση λιγνίτη, τα κοιτάσματα του οποίου φθίνουν συνεχώς, και επίσης να βελτιώσει τη ενεργειακή αποδοτικότητα του καυσίμου και επομένως την απόδοση του ΑΗΣ, αφου η ενεργειακή περιεκτικότητα του ελληνικού λιγνίτη συνεχώς μειώνεται. Στην περίπτωση που χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο καύσιμο RDF, υπάρχει το επιπρόσθετο όφελους εκτοπισμού εκπομπών μεθανίου (CH4) το οποίο είναι ισχυρότερο αέριο θερμοκηπίου απο το CO2.

Η αξιοποίηση της σύγκαυσης στην Ελλάδα είναι ακόμα σε αρχικά στάδια, παρόλο που έχει δοκιμαστεί σε ιδιωτικές βιομηχανίες (όπως τσιμεντοβιομηχανίες κ.α.).  Συγκεκριμένα μόλις πριν απο λίγους μήνες ολοκληρώθηκε ένα ερευνητικό προγράμμα στον ΑΗΣ Καρδιάς, σε συνεργασία της ΔΕΗ με το ΙΤΕΣΚ, το οποίο είχε εξαιρετικά αποτελέσματα. Αυτό ενεθάρρυνε την έναρξη πιλοτικού προγράμματος για μικτή καυση λιγνίτη-αγριοαγκινάρας. Η σύμβαση μεταξύ ΔΕΗ και τοπικών καλλιεργητών έχει ήδη υπογραφεί και οι πρώτοι τόνοι αγριοαγκινάρας αναμένεται να χρησιμοποιηθούν μέχρι το τέλος του 2010.

Μετά τα παραπάνω, είναι απορίας εύλογο και άξιο γιατί η μικτή καύση απουσιάζει παντελώς από τη πρόσφατη (και περσυνή) έκθεση Μακροχρόνιου Ενεργειακού Σχεδιασμού (ΜΕΣ) του Συμβουλίου Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής (ΣΕΕΣ).

Τουλάχιστον μέχρι το 2020, σύμφωνα με το ΔΕΣΜΗΕ, οι λιγνιτικές μονάδες θα εξακολουθούν να δεσπόζουν στο μίγμα παραγωγής ενέργειας της χώρας. Συγκεκριμένα αναμένεται ότι περίπου 4 GW των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ θα εξακολουθούν να λειτουργούν το 2020, με την προοπτική να προσθεθούν άλλα 900 MW στη Δυτική Μακεδονία (Φλώρινα και Πτολεμαιδα) με καύσιμο λιγνίτη, και ίσως 1.6 GW (Αλιβέρι και Λάρυμνα) με καύσιμο λιθάνθρακα, στην περίοδο 2013-2015, πάντα σύμφωνα με το τελευταίο επιχειρησιακό σχέδιο της ΔΕΗ.

Αυτό συνιστά σημαντική ευκαιρία για τον ενεργειακό σχεδιασμό της χώρας, ειδικά κατ'οπιν των υποχρεώσεων της Ελλάδας απο το Κυότο (και τη διάδοχο συνθήκη του όπως ίσως αποφανεί το Δεκέμβρη 2009 στη Κοπενγχάγη) και τους στόχους της Ευρωπαικής 'Ενωσης για το 2020. Αν υποτεθεί οτι συνολικά η χώρα μπορεί να τροφοδοτήσει περι τα 400 MW από την εγκατεστημένη ισχύ σε ΑΗΣ στερεών καυσίμων στη δεκαετία 2010-2020 με βιομάζα μέσω μικτής καύσης, αυτο σημαίνει μια αρκετά σημαντική μείωση εκπομπών CO2 και αντίστοιχη, μη αμελητέα, μείωση κόστους άνθρακα για τη χώρα, και φυσικά τον καταναλωτή ηλεκτρικής ενέργειας.

Το κεφαλαιακό κόστος για την εγκατάσταση συστημάτων μικτής καύσης σπάνια ξεπερνά τα 400-600 €/kW (και ίσως πολύ λιγότερο για την περίπτωση της ΔΕΗ), τη στιγμή που το αντίστοιχο κόστος κυμαίνεται στα 1400-2000 €/kW για μονάδες μεμονωμένης καύσης βιομάζας και 900-1300 €/kW για αιολικά πάρκα αντιστοίχου μεγέθους (χωρίς να συνυπολογίζονται κόστη αναπτύξεως και διασύνδεσης με το δίκτυο). Δηλαδή με μια συνολική επένδυση της τάξης των €160-240 εκατομμυρίων θα μπορεί η χώρα να καυχιέται φορτίο βάσης από ΑΠΕ της τάξης των 400 ΜW (που χονδρικά αντιστοιχεί σε αιολική ισχύ της τάξης του 1GW)!! Σημειωτέο το γεγονός οτι οι νέες μονάδες μπορούν να σχεδιαστούν εξ'αρχής για μικτή καύση, πράγμα που μειώνει ακόμα περισσότερο το κεφαλαιακό κόστος ανα εγκατεστημένο kW.

Φυσικά τα παραπάνω μεγέθη είναι πιθανό να διαφέρουν απο μονάδα σε μονάδα και το μοναδιαίο κόστος παραγωγής εξαρτάται κατα πολύ από την τιμή του καυσίμου βιομάζας. Πάραυτα, τα πλεονεκτήματα της τεχνολογίας μικτής καύσης είναι ξεκάθαρα.

Αυτό όμως που έχει μείζονα σημασία είναι οτι μια τεχνολογία που έχει δυναμικό να προσφέρει σημαντική μείωση εκπομπών CO2 και πολλα άλλα οφέλη, με χαμηλό κόστος και σύντομα, ώστε να επιβαρυνθεί το λιγότερο δυνατό ο καταναλωτής και το περιβάλλον, δεν λαμβάνει τη δεσπόζουσα προσοχή απο το ΣΕΕΣ. Eπιπρόσθετα, δεν υπάρχουν ισχυρά κίνητρα ούτε νομοθετικά μέτρα για καλλιεργητές ενεργειακών καλλιεργειών (ή ακόμα και προμηθευτές RDF), που ενδεχομένως θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την τοπική κοινωνία, αλλά και να συνεισφέρουν στη σταδιακή απεξάρτηση της χώρας απο το λιγνίτη.

Είναι χαρακτηριστικό οτι στον τελευταίο ΜΕΣ αναφέρονται μόνο 200 ΜW απο βιομάζα με συμπαραγωγή στη βιομηχανία (ποσό που αντιστοιχεί σε ελαφρά αύξηση απ'ότι σημερα) και 200 ΜW απο βιοαέριο, χώρις να γινεται η παραμικρή μνεία σε βιομάζα η μικτή καύση.

Δεδομένης της οικονομικής καταστασης της χώρας και τις περιβαλλοντικές υποχρεώσεις που έχει αναλάβει έναντι σε διεθνείς οργανισμούς και τους ίδιους τους Έλληνες πολίτες, είναι η πλέον κατάλληλη στιγμή να γενικευτεί η πρωτοβουλία ΔΕΗ-ΙΤΕΣΚ, με την ενθάρρυνση της πολιτείας και του νεοσύστατου υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, το γρηγορότερο δυνατό ώστε να εκμεταλλευθεί αυτη η τόσο σημαντική ευκαιρία για την ελληνική ενεργειακή-και ευρύτερη- οικονομία.    

Ο κ. Γιάννης Δημητρόπουλος είναι Πτυχιούχος του Πανεπιστημίου Πειραιά, με Μεταπτυχιακό στα ενεργειακά οικονομικά απ'το Πανεπιστήμιο Surrey. Έχει διατελέσει ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Sussex και οικονομολόγος ενέργειας στην εταιρεία Mott MacDonald. Ζεί στο Η.Βασίλειο και εργάζεται ως ενεργειακός οικονομολόγος στην εταιρεία συμβούλων ΚΕΜΑ.