Οι επικρίσεις κατά της ειδικής γραμματέως του Υπουργείου Παιδείας κ. Θάλειας Δραγώνα για τις εκπεφρασμένες απόψεις της περί ελληνικής εθνικής ταυτότητας επανέφεραν ζητήματα, ήδη πολυσυζητημένα επί υπουργίας Μαριέττας Γιαννάκου, με αφορμή το σχολικό εγχειρίδιο Ιστορίας.

Οι επικρίσεις κατά της ειδικής γραμματέως του Υπουργείου Παιδείας κ. Θάλειας Δραγώνα για τις εκπεφρασμένες απόψεις της περί ελληνικής εθνικής ταυτότητας επανέφεραν ζητήματα, ήδη πολυσυζητημένα επί υπουργίας Μαριέττας Γιαννάκου, με αφορμή το σχολικό εγχειρίδιο Ιστορίας.

 

Η συζήτηση υπερβαίνει κατά πολύ την ακαδημαϊκή διάσταση. Τα προκαλούμενα πάθη είναι αλάνθαστος δείκτης για την πολιτική της σημασία. Η μέγιστη πρόκληση της εποχής μας προέρχεται από την ρευστότητα των συλλογικών ταυτοτήτων. Οι σχέσεις ανάμεσα στην εθνική, την τοπική/περιφερειακή και την υπερεθνική ταυτότητα αναπροσδιορίζονται συνεχώς. Νέες εθνικές ή άλλες ταυτότητες αναδύονται και διεκδικούν θέση στην διεθνή σκηνή. Πολυεθνικές επιχειρήσεις, μη κυβερνητικές οργανώσεις, εθνικές και θρησκευτικές διασπορές, τα παγκόσμια δίκτυα, προβάλλουν τις αξίες τους, ειρηνικά ή βίαια.

 

Η εθνική ταυτότητα εξακολουθεί παρά ταύτα να αποτελεί εγγύηση. Χωρίς αυτήν, τα άτομα γίνονται έρμαια των σφοδρών οικονομικών και πολιτικών ρευμάτων στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Η διάβρωση της εθνικής ταυτότητας οδηγεί τις κοινωνίες σε εσωτερικές εντάσεις και σε φαινόμενα σήψης: διαφθορά, οργανωμένο έγκλημα, υποβάθμιση της δημοκρατίας.

 

Η εθνική ταυτότητα, καθώς εξασφαλίζει σταθερότητα στον χρόνο, συνιστά το θεμέλιο της πολιτικής και κοινωνικής συνοχής. Η κοινή καταγωγή και η πολιτισμική συνάφεια εγγυώνται την σταθερή διασύνδεση των μελών του έθνους, ανεξαρτήτως από μεταβλητές οικονομικές και άλλες συγκυρίες. Όσο ισχυρότερη είναι η πεποίθηση για την διαχρονικότητα του Έθνους, τόσο μεγαλύτερη είναι η πίστη για την μελλοντική διάρκεια του εθνικού δεσμού. Έτσι, οι ιστορικές αντιλήψεις καθίστανται ζωτικό πολιτικό κεφάλαιο.

 

Επομένως, η συζήτηση για την ιστορικότητα του ελληνικού έθνους δεν είναι αποκλειστικά επιστημονικό ζήτημα, αλλά ύψιστο πολιτικό διακύβευμα. Οι σχετικές αντιπαραθέσεις, πρόσφατες και παλαιότερες, δεν χαρακτηρίζονται από την επιβαλλόμενη υπευθυνότητα.

 

Κατ’ αρχήν, στην μετάδοση της ιστορικής γνώσης συγχέονται τα διάφορα επίπεδα. Στο σχολείο χρειάζεται ο καθιερωμένος ιστορικός μύθος, ώστε να συνδέονται οι νεώτεροι με τις προηγούμενες γενεές. Η κριτική σκέψη και η παρουσίαση εναλλακτικών ερμηνευτικών σχημάτων πρέπει να ακολουθεί τους ρυθμούς της πνευματικής και συναισθηματικής ωρίμανσης. Είναι σοβαρό παιδαγωγικό σφάλμα να μεταφέρονται στα σχολικά εγχειρίδια απλουστευμένες συζητήσεις μεταπτυχιακών σεμιναρίων.

 

Έτι μείζον είναι το ζήτημα του ορισμού της εθνικής ταυτότητας μέσα από την ιστοριογραφία. Καμιά εθνική ή, γενικότερα, συλλογική ταυτότητα δεν παραμένει αναλλοίωτη. Προστίθενται νέα στοιχεία, αφαιρούνται άλλα και αναπροσαρμόζονται οι μεταξύ τους σχέσεις. Η διαρκής μεταλλαγή εξασφαλίζει στο Έθνος την προσαρμογή του στις εξελίξεις˙ αλλοιώς, η επιβίωσή του είναι ανέφικτη. Όμως, οι μετασχηματισμοί δεν πρέπει να αναιρούν την αίσθηση του διαχρονικού ανήκειν. Η εθνική ταυτότητα είναι ισχυρή και αποτελεσματική, όταν εξασφαλίζεται η δέουσα ισορροπία ανάμεσα στην αλλαγή και την συνέχεια.

 

Η πολιτική, πνευματική και θρησκευτική ηγεσία ενός Έθνους έχει αποστολή να καθορίζει την κατάλληλη δόση αλλαγής σε κάθε ιστορική στιγμή. Η ιστορική επιστήμη ανέκαθεν λειτουργεί ως θεμελιακός θεσμός στις σύγχρονες κοινωνίες.

 

Η ελληνική κοινωνία έχει συσσωρεύσει καθυστερήσεις στην προσαρμογή της εθνικής ταυτότητας. Η ισχύς της ιστορικής σύνθεσης του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου έγινε παράγων αδρανείας. Οι γεωπολιτικές αστοχίες, οι εσωτερικές εντάσεις και οι δημογραφικές ανακατατάξεις αναδεικνύουν την ανάγκη για αναθεωρήσεις και προσαρμογές.

 

Αντιπαρατίθενται δύο σχολές, οι οποίες δυσκολεύονται να συνδιαλλαγούν και να αναζητήσουν μια νέα σύνθεση. Η νεώτερη θεωρητική ορθοδοξία περί εθνικισμού εμμένει στην τομή της δημιουργίας του ελληνικού κράτους, ως γενεσιουργού του ελληνικού έθνους. Η θέση αυτή, ανεξαρτήτως από την επιστημονική της αξία ή απαξία, αποδομεί τον υφιστάμενο ιστορικό λόγο περί συνεχείας, χωρίς να εισηγείται πώς θα καλυφθεί η λειτουργία του στην εθνική ταυτότητα. Η τρέχουσα αντι-εθνικιστική ιδεολογία δεν κατανοεί την πολιτική αυτή αναγκαιότητα.

 

Εκ διαμέτρου αντιθέτως τοποθετούνται επιστήμονες οι οποίοι κατανοούν την ζωτική σημασία της συλλογικής πολιτισμικής ταυτότητας, αλλά υποτιμούν την ανάγκη για την ανανέωσή της. Κυριαρχούνται συχνά από ένα αμυντικό αντανακλαστικό ευεξήγητο, καθώς οι ραγδαίες αλλαγές έχουν ήδη αποδυναμώσει σοβαρά την εθνική συνοχή. Όμως, δεν είναι λύση η ακινησία. Η συζήτηση για την εθνική ταυτότητα και την ιστοριογραφία χρειάζεται χρόνο και χώρο. Προϋποθέτει, δηλαδή, ένα πλαίσιο ελευθερίας και αλληλοσεβασμού.