Βοήθεια και στήριξη προς τον εξορισμού προβληματικό Νότιο της Ευρωζώνης για να αντιμετωπίσει τα δημοσιονομικά του προβλήματα ή προσγείωση στην πραγματικότητα ότι χωρίς οικονομική διακυβέρνηση δεν μπορεί να υπάρξει διασφάλιση του ευρώ;

Βοήθεια και στήριξη προς τον εξορισμού προβληματικό Νότιο της Ευρωζώνης για να αντιμετωπίσει τα δημοσιονομικά του προβλήματα ή προσγείωση στην πραγματικότητα ότι χωρίς οικονομική διακυβέρνηση δεν μπορεί να υπάρξει διασφάλιση του ευρώ;

Το ερώτημα τίθεται σε μια στιγμή που όλα έμοιαζαν να έχουν ξεκαθαρίσει: Η Γαλλία του Σαρκοζί με βαριά καρδιά φαινόταν να έχει επιλέξει ως μονόδρομο τη δημοσιονομική της εξυγίανση στο χρονοδιάγραμμα που θέλει η Γερμανία της Μέρκελ, με μόνη προσδοκία εξισορρόπησης πρωτοβουλίες ενίσχυσης της πολιτικής συνοχής σε διμερές γαλλογερμανικό αλλά και πολυμερές επίπεδο, με την Συνάντηση Κορυφής των δύο ηγετών την Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου να είναι η πρώτη κρίσιμη δοκιμασία. Ετσι, με καθυστέρηση μιας και πλέον δεκαετίας φαινόταν να δικαιώνεται η κυρίαρχη στη Γερμανία άποψη -μέχρι την άνοιξη του 1998- ότι η συμμετοχή χωρών όπως η Ισπανία και η Ιταλία στην πρώτη ομάδα της Ευρωζώνης ήταν μια επιλογή υψηλού κινδύνου.

Τα δημοσιεύματα του ευρωπαϊκού Τύπου για ενδεχόμενη στήριξη της Ελλάδας, αν δεν αρθεί η δυσπιστία των αγορών, είναι μία έμμεση ομολογία ότι στην ατζέντα των γαλλογερμανικών διαβουλεύσεων εκ των πραγμάτων πλέον περιλαμβάνονται και βήματα προς την οικονομική διακυβέρνηση: Η Ισπανία πιθανολογείται ως επόμενος στόχος των αγορών, ενώ ουδείς μπορεί να προβλέψει τις επιπτώσεις του κοινωνικού και πολιτικού κόστους της σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής την οποία δρομολογεί ο Σαρκοζί.

Η πρόκληση της οικονομικής διακυβέρνησης είναι η κορυφή του παγόβουνου, με την κρυμμένη πλευρά να μην είναι άλλη από την πρόκληση της πολιτικής ενοποίησης: Η Συμφωνία του Μάαστριχτ στα τέλη του 1991 και το Σύμφωνο Σταθερότητας στα τέλη του 1995 ήταν βήματα που υλοποιήθηκαν όταν ακόμη ήταν ζωντανή η προσδοκία της πολιτικής ενοποίησης ως παράλληλης δυναμικής με την Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση, όπως ακριβώς είχαν συναποφασίσει οι Μιτεράν - Κολ στα τέλη του 1989 αρχές του 1990. Αργά αλλά σταθερά πρώτα η καχυποψία της Γαλλίας και μετά το ναυάγιο της Συνταγματικής Συνθήκης την άνοιξη του 2005 η περιχαράκωση της Γερμανίας αποσάθρωσαν τη δυναμική της πολιτικής ενοποίησης, ένα πλαίσιο που θα αποδραματοποιούσε την πρόκληση της οικονομικής διακυβέρνησης.

Πώς μπορούμε στα σοβαρά να ταυτίσουμε τη μακροπρόθεσμη διασφάλιση του ευρώ αποκλειστικά και μόνο με την επιστροφή του Νότου στις πειθαρχίες του Συμφώνου Σταθερότητας χωρίς ενιαίους δημοσιονομικούς κανόνες, χωρίς φορολογική εναρμόνιση, χωρίς εναρμόνιση των εργασιακών σχέσεων; Είναι φανερό ότι έχουν ωριμάσει οι προϋποθέσεις για μια συνολική διαβούλευση για την οικονομική διακυβέρνηση, αρχής γενομένης από την έκτακτη Σύνοδο Κορυφής των «27» στις Βρυξέλλες στις 11 Φεβρουαρίου, με την ισπανική προεδρία να έχει κάθε λόγο αλλά και τη δυνατότητα να ανοίξει την συζήτηση.

Παραμένει, βέβαια, η έντονη ανησυχία του Βερολίνου να μην προσυπογράψει πολιτικές που θα καθιστούν τη Γερμανία τελικό πληρωτή των προβλημάτων άλλων χωρών-μελών: Μια νόμιμη ένσταση που τείνει να μεταλλαχθεί σε θατσερικού τύπου εμμονή για συρρίκνωση του κόστους της συνεισφοράς στην Ε.Ε.: Μια εμμονή κατανοητή από τη χώρα που θέλει μια Ευρώπη του ελάχιστου κοινού παρονομαστή, αλλά όχι από τη χώρα που μέχρι πριν από λίγα χρόνια ταύτιζε τα εθνικό της συμφέρον με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

(από την εφημερίδα «Ημερησία», 2/2/2010)