Oι πιο σημαντικές δηλώσεις είναι συχνά αυτές που μένουν ανείπωτες. Ανάμεσα στις εκατομμύρια λέξεις που ακούστηκαν την περασμένη εβδομάδα στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας, το σχόλιο που κανείς δεν τόλμησε να κάνει ήταν και το πιο ηχηρό. Μετά την οικονομική κρίση του 2007-2009 το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται σε μια περίοδο μετάβασης που μπορεί να συγκριθεί με τις μεγάλες μεταβατικές περιόδους των δεκαετιών 1930 και 1970
Oι πιο σημαντικές δηλώσεις είναι συχνά αυτές που μένουν ανείπωτες. Ανάμεσα στις εκατομμύρια λέξεις που ακούστηκαν την περασμένη εβδομάδα στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας, το σχόλιο που κανείς δεν τόλμησε να κάνει ήταν και το πιο ηχηρό. Μετά την οικονομική κρίση του 2007-2009 το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται σε μια περίοδο μετάβασης που μπορεί να συγκριθεί με τις μεγάλες μεταβατικές περιόδους των δεκαετιών 1930 και 1970.

Το ερώτημα που κανένας δεν θέλει να εγείρει είναι αν το νέο καπιταλιστικό μοντέλο που φαίνεται ότι θα κυριαρχήσει στο μέλλον θα είναι μια ριζικά αλλαγμένη εκδοχή του δυτικού δημοκρατικού συστήματος ή κάποια παραλλαγή του αυταρχικού κρατικού καπιταλισμού που προτιμάται στην Κίνα, στη Ρωσία και σε άλλες αναπτυσσόμενες οικονομίες. Το παλιό δυτικό μοντέλο της ελεύθερης οικονομίας και της δημοκρατίας δεν μοιάζει πλέον ελκυστικό. Χάνει έδαφος από το μοντέλο που λανσάρει με μεγάλη επιτυχία η Κίνα. Μπροστά στην πρόκληση των καιρών η Δύση έχει να επιλέξει ανάμεσα στη δημιουργία ενός ολοκαίνουργιου καπιταλιστικού μοντέλου και στην ολοκληρωτική άρνηση, όπως έκανε στο Νταβός. Αντί να σκεφτεί σοβαρά για το μέλλον, αναμασά τις δάφνες του παρελθόντος και αναλώνεται στην επίρριψη ευθυνών. Μια ακόμη πιο ύπουλη μορφή άρνησης είναι η πεποίθηση ότι το δυτικό και το κινεζικό μοντέλο δεν διαφέρουν και τόσο τελικά. Αλλωστε η επίσημη γραμμή των δυτικών κυβερνήσεων και του Πεκίνου είναι ότι τα δύο μοντέλα οικονομίας μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά. Αυτό δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Εχει καταστεί σαφές ότι Δύση και Κίνα βρίσκονται σε συγκρουσιακή πορεία, αφού τα δύο αυτά πολιτικοοικονομικά μοντέλα δεν είναι συμβατά. Μπορεί να μην υπάρχουν συγκρούσεις προς το παρόν, αλλά θα υπάρξουν μακροπρόθεσμα.

Σε οικονομικό επίπεδο, η Κίνα ευνοεί τις εγχώριες βιομηχανίες εις βάρος των δυτικών εξαγωγέων και επενδυτών. Σε επίπεδο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, γίνεται όλο και πιο ανυποχώρητη ως προς την απόρριψη του δυτικού δημοκρατικού μοντέλου, διαψεύδοντας το αφελές σλόγκαν που είχαν λανσάρει οι Θάτσερ- Ρίγκαν, ότι «οι ελεύθερες αγορές δημιουργούν ελεύθερους ανθρώπους». Ισως η αυξανόμενη εμπιστοσύνη που δείχνει η Κίνα στην αποτελεσματικότητα του αυταρχικού μοντέλου της να δημιουργεί αναπόφευκτα προστριβές με τη Δύση, από την Κορέα, το Ιράν και το Θιβέτ ως το Σουδάν, τη Ζιμπάμπουε και τη Βενεζουέλα.

Εμείς στη Δύση έχουμε δύο επιλογές: είτε αποδεχόμαστε την υπόθεση ότι η Κίνα, με τα 5.000 χρόνια της ιστορίας της, αναδείχθηκε ως πολιτισμός με μεγαλύτερη βιωσιμότητα και επιτυχία από αυτόν της Αμερικής ή της Δυτικής Ευρώπης και έτσι λογικά τώρα διεκδικεί τη φυσική της θέση στην παγκόσμια ηγεσία ή παύουμε να αρνούμαστε την ύπαρξη ανταγωνιστικότητας μεταξύ των δύο μοντέλων και αρχίζουμε να σκεφτόμαστε σοβαρά την αναδιάρθρωση του δυτικού καπιταλισμού ώστε να έχει πιθανότητες να γίνει βιώσιμος και τελικά να επικρατήσει.

Πρέπει να αρχίσουμε να διδασκόμαστε από τα λάθη του παρελθόντος και να συνειδητοποιήσουμε ότι οι μικρές αλλαγές δεν θα αποκαταστήσουν τη λειτουργία του δυτικού συστήματος. Είναι πλέον εμφανές ότι αυτό που συνέβη το 2007-09 δεν ήταν απλά ένα λάθος των τραπεζικών συστημάτων, αλλά η δομική αδυναμία του καπιταλιστικού μοντέλου των Θάτσερ- Ρίγκαν, που πρέσβευε ότι η αγορά έχει πάντα δίκιο.

Το ότι αυτή η εκδοχή του καπιταλισμού απέτυχε τελικώς το 2007-09 δεν σημαίνει ότι οι μεταρρυθμίσεις τους ήταν λανθασμένες. Οι μεταρρυθμίσεις εκείνες ήταν κατάλληλες για τη συγκεκριμένη περίοδο. Η ελεύθερη αγορά που δημιουργήθηκε το 1979 εκπροσωπούσε την απαραίτητη εξέλιξη μετά την αποτυχία του προηγούμενου κρατικιστικού, κεϊνσιανού μοντέλου. Με τον ίδιο τρόπο αυτή η κεϊνσιανή μορφή του καπιταλισμού του 1930 ήταν μια απαραίτητη εξέλιξη του κλασικού laissez faire που καταστράφηκε από την παγκόσμια οικονομική ύφεση.

Η πρόκληση για τη δυτική σκέψη τώρα συνίσταται στη δημιουργία μιας εξελιγμένης μορφής καπιταλισμού που θα συγκεντρώνει τα καλύτερα στοιχεία του κλασικού κεϊνσιανού παραδείγματος και του μοντέλου Θάτσερ- Ρίγκαν, αλλά θα προσαρμόζεται παράλληλα στις ανάγκες του 21ου αιώνα και συγκεκριμένα στην ανταγωνιστικότητα με το αυταρχικό και γεμάτο αυτοπεποίθηση μοντέλο της Κίνας.

Μερικές από τις αλλαγές που απαιτούνται είναι προφανείς και πραγματοποιούνται ήδη. Για παράδειγμα, οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες παραδέχονται πολύ πιο ανοιχτά ότι έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης στη διαχείριση της οικονομικής ανάπτυξης, της απασχόλησης και του πληθωρισμού.

Αλλες είναι πιο αμφιλεγόμενες. Για παράδειγμα, οφείλουν τα δυτικά πολιτικά συστήματα να αναδιαμορφωθούν ώστε να γίνουν πιο πρόθυμα να συμβιβάζονται και να παίρνουν γρήγορες ομόφωνες αποφάσεις για να μην επικρατήσει η πολιτική παράλυση που ήδη απειλεί τις Ηνωμένες Πολιτείες; Χρειαζόμαστε μια οικονομία όπου η κυβέρνηση θα παίζει μεγαλύτερο ρόλο στις οικονομικές, ενεργειακές, περιβαλλοντικές επενδύσεις και στις επενδύσεις στρατηγικών υποδομών, αλλά παράλληλα θα μειώνει τους φόρους αποχωρώντας σταδιακά από τις παραδοσιακές και καταστροφικά πολυέξοδες ευθύνες της στους τομείς της Υγείας και της Εκπαίδευσης; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που θα έπρεπε να είχαν συζητηθεί την προηγούμενη εβδομάδα στο Νταβός.

(από την εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ", 06/02/2010)