Είναι πολλές δεκαετίες τώρα που ακούμε την εκάστοτε κυβέρνηση να επαναλαμβάνη μονοτόνως ότι η οικονομία αντιμετωπίζει προβλήματα και ότι τα εθνικά θέματα διέρχονται κρίσιμη φάση. Και αντιλαμβανόμεθα τις περιόδους ευμαρείας μόνον… αφού έχουν παρέλθει. Αυτά ως προς την οικονομία, διότι εξ αιτίας αυτής τείνουμε να παραβλέπουμε τα εθνικά θέματα. Δηλαδή την εξωτερική και την αμυντική πολιτική την οποία πρέπει να εφαρμόσουμε για να τα χειρισθούμε.

Είναι πολλές δεκαετίες τώρα που ακούμε την εκάστοτε κυβέρνηση να επαναλαμβάνη μονοτόνως ότι η οικονομία αντιμετωπίζει προβλήματα και ότι τα εθνικά θέματα διέρχονται κρίσιμη φάση. Και αντιλαμβανόμεθα τις περιόδους ευμαρείας μόνον… αφού έχουν παρέλθει. Αυτά ως προς την οικονομία, διότι εξ αιτίας αυτής τείνουμε να παραβλέπουμε τα εθνικά θέματα. Δηλαδή την εξωτερική και την αμυντική πολιτική την οποία πρέπει να εφαρμόσουμε για να τα χειρισθούμε.

Το ότι αυτά τα ζητήματα είναι σημαντικώτερα των οικονομικών, τεκμαίρεται αν μη τι άλλο, από την διαπίστωση, ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι αυτή καθ’ αυτή η οικονομική κατάστασις της χώρας, αλλά η αναξιοπιστία την οποία μας χρεώνουν οι σύμμαχοι, οι εταίροι, οι διεθνείς αγορές και όλοι οι άλλοι παράγοντες της παγκόσμιας σταθερότητος. Παράγοντες οι οποίοι, εις πείσμα των εγχωρίων συνομωσιολόγων, δεν απεργάζονται την καταστροφή μας. Η αποκατάστασις της αξιοπιστίας μας, ελάχιστα έχει να κάνη με την οικονομία. Είναι κυρίως, ζήτημα εξωτερικής πολιτικής και στάσεως της χώρας μας στους διεθνείς οργανισμούς στους οποίους μετέχουμε. Και δυστυχώς έχουμε παράδοση αναξιοπιστίας.

Κατά την δεκαετία του ‘70 διαταράξαμε την συνοχή του ΝΑΤΟ με την έξοδο από αυτό και τις εν συνεχεία παλινωδίες της πολιτικής μας. Κατά την δεκαετία του ’80 απομυζήσαμε ό,τι μπορούσαμε από την τότε ΕΟΚ χωρίς κανένα σχεδόν από τα κονδύλια που πήραμε να πιάση τόπο ως παραγωγική επένδυσις, ενώ στο ΝΑΤΟ ήμασταν η «χώρα των υποσημειώσεων» που διαφωνούσε σε όλα.

Έτσι χάσαμε την ευκαιρία να καταλάβουμε την θέση που θα μπορούσαμε να έχουμε στην νέα διεθνή σκηνή, η οποία διαμορφώθηκε με την κατάρρευση του διπολισμού. Για να μην αναφέρουμε τα αλλεπάλληλα σφάλματα της πολιτικής μας απέναντι στην Γιουγκοσλαβική κρίση, η οποία μας απομόνωσε έναντι των Ευρωπαίων εταίρων μας και μας εκληροδότησε το πρόβλημα των Σκοπίων το οποίο σήμερα ακόμη δεν έχουμε κατορθώσει να επιλύσουμε. Ακόμη και για το Κυπριακό, το οποίο μας ταλανίζει επί 36 χρόνια, δεν έχουμε κάν κατορθώσει να προσδιορίσουμε ποιοι είναι οι εθνικοί στόχοι. Τι είδους λύσις του προβλήματος θα μας ικανοποιούσε!

Αλήθεια αν ο καθένας από εμάς μπορούσε να ανατρέξη στην πρόσφατη ιστορία μας και να την κρίνη λογικά και αποστασιοποιημένα, πόση αξιοπιστία θα έβλεπε στην εικόνα που αναδεικνύεται; Και πόσο αξιοπίστους θα θεωρούσε τους πολιτικούς αρχηγούς, αλλά και πολλά από τα στελέχη των κομμάτων εξουσίας, που είχαν συμμετοχή αν όχι και πρωταγωνιστικό ρόλο στις καταστάσεις του παρελθόντος που μας έχουν οδηγήσει σε αυτά που ζούμε σήμερα; Ολα αυτά δε χωρίς να συνυπολογίσουμε την διαφθορά που έχει καταστή συνώνυμη προς την ελληνική κρατική υπηρεσία!

Ευρισκόμεθα σε μια εξαιρετική στρατηγική θέση. Στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων και ισαρίθμων πολιτισμών. Και σε όλη την ιστορική διαδρομή μας υπήρξαμε συνομιλητές και ενδιάμεσοι για όλους τους λαούς που μας περιβάλλουν. Που σημαίνει ότι ήμασταν αξιόπιστοι.

Σήμερα βλέπουμε την Τουρκία να επιλέγεται από τον δυτικό κόσμο ως ο συνομιλητής με τους Άραβες. Κατ’ αρχήν την Συρία αλλά το μέλλον ίσως επιφυλάσσει και άλλα. Νεόκοπες χώρες που ενθουσιωδώς έχουν προσχωρήσει στις δυτικές δομές αμύνης και ασφαλείας αναλαμβάνουν ρόλους στα πλαίσια των αμυντικών σχεδιασμών εκτοπίζοντάς μας, ή δημιουργώντας προϋποθέσεις ώστε στο μέλλον να παρακαμπτόμεθα.

Για να ανατραπούν όλα αυτά απαιτείται χρόνος και συστηματική προσπάθεια. Προ πάντων όμως, απαιτείται προσδιορισμός στόχων και επίμονη επιδίωξίς τους. Αυτό είναι το μήνυμα που πρέπει να δίδουμε σε κάθε παρουσία μας σε διεθνή οργανισμό, σε κάθε επίσημη ή ανεπίσημη επαφή με κυβερνητικούς παράγοντες άλλων χωρών και κυρίως αυτούς των μεγάλων χωρών.

Καλές είναι οι πρωτοβουλίες για το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή, αλλά δεν πρόκειται να μας φέρουν άμεσο όφελος. Δεν πρόκειται ως αποτέλεσμα αυτών να αντιμετωπισθούμε ως πλέον αξιόπιστοι. Απεναντίας μπορεί να θεωρηθούμε και αιθεροβάμονες που παραγνωρίζουμε την τραγική σημερινή κατάσταση της χώρας μας και δίδουμε προτεραιότητα σε ασαφείς μελλοντικές δράσεις. Αλήθεια, πέρα από αυτά, ποια προτεραιότητα εξωτερικής πολιτικής γνωρίζει ο μέσος Έλλην;