Η σύγχρονη ιστορία της ανθρωπότητας χαρακτηρίστηκε από δύο μεγάλες ενεργειακές μεταβάσεις: Την εφεύρεση και ανάπτυξη της καλλιέργειας και την ανακάλυψη και εκμετάλλευση του πετρελαίου. Οι δύο αυτές μεταβάσεις χωρίζουν την ιστορία σε τρία στάδια: Αυτό του κυνηγού-συλλέκτη, της γεωργίας και το βιομηχανικό.

Η σύγχρονη ιστορία της ανθρωπότητας χαρακτηρίστηκε από δύο μεγάλες ενεργειακές μεταβάσεις: Την εφεύρεση και ανάπτυξη της καλλιέργειας και την ανακάλυψη και εκμετάλλευση του πετρελαίου. Οι δύο αυτές μεταβάσεις χωρίζουν την ιστορία σε τρία στάδια: Αυτό του κυνηγού-συλλέκτη, της γεωργίας και το βιομηχανικό. Ο Faber (1996) αναφέρεται στις φάσεις αυτές ως Παραδειγματικές Εικόνες διότι περιγράφουν την κοινή δομή των κοινωνιών ανά τον κόσμο. Η πιο σημαντική ερώτηση όμως είναι «ποια θα είναι η επόμενη αλλαγή παραδείγματος στον πλανήτη;»

Κάθε μεγάλη ενεργειακή μετάβαση στην ανθρώπινη ιστορία είχε ένα κοινό στοιχείο: Παρείχε στην κοινωνία πρόσβαση σε μεγαλύτερες ποσότητες ενέργειας με υψηλότερη ποιότητα. Μια ανάλυση της φυλής Κουνγκ στην έρημο Καλαχάρι, έναν από τους τελευταίους πληθυσμούς κυνηγών-συλλεκτών, αποκαλύπτει πως ολόκληρη η κοινωνική δομή, περιλαμβάνοντας τις μεταναστεύσεις, τους ρόλους των φύλων και την εργασία, διευθύνεται από την διαθεσιμότητα του νερού και της τροφής (ενέργειας).

Η ανάπτυξη της καλλιέργειας αντικατέστησε τους περισσότερους τέτοιους πληθυσμούς διότι έδωσε έμφαση στην ενέργεια από τον ήλιο στους καρπούς, κάτι που δημιούργησε υψηλότερες συγκεντρώσεις τροφής ανά μονάδα γης. Ως αποτέλεσμα, τα αποθέματα τροφής αυξήθηκαν, οι πληθυσμοί πολλαπλασιάστηκαν και οι οικισμοί άρχισαν να αναπτύσσονται. Τα πλεονάσματα τροφής επέτρεψαν σε ορισμένους ανθρώπους να αφιερωθούν αλλού, οδηγώντας στην βελτιωμένη εκπαίδευση, το εμπόριο, τα εργαλεία κτλ. Αλλά ακόμα και οι πιο αποδοτικές αρχαίες καλλιέργειες δεν μπορούν να συγκριθούν με την παραγωγή μιας σύγχρονης βιομηχανικής φάρμας.

Η σύγχρονη βιομηχανική εποχή ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα με την ανακάλυψη του πετρελαίου και σήμερα ορίζεται από την εκμετάλλευση των τριών βασικών ορυκτών καυσίμων: Του πετρελαίου, του λιθάνθρακα και του φυσικού αερίου. Ποτέ πριν δεν ήταν η κοινωνία τόσο εκτεθειμένη στις ποσότητες αυτές ενέργειας, τέτοιας ποιότητας. Για παράδειγμα, η συλλογή ενός τόνου σιταριού στις ΗΠΑ στις αρχές του 19ου αιώνα απαιτούσε 30 ώρες δουλειάς, αλλά το 1970 ο αριθμός αυτός έφτασε τις 2 ώρες.

Η μείωση στις εργατοώρες οφείλεται εν πολλοίς στη χρήση των λιπασμάτων και του μηχανικού εξοπλισμού, δύο παράγοντες που στηρίζονται στα ορυκτά καύσιμα. Η εκμετάλλευση των ορυκτών καυσίμων σε κάθε τομέα της οικονομίας οδήγησε σε μαζικές αυξήσεις της παραγωγικότητας, η οποία ήταν και η κινητήριος δύναμη στη μετάβαση από την αγροτική στη βιομηχανική κοινωνία στις αρχές του 20ου αιώνα. Αλλά οι οικονομικές θεωρίες που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια της εκβιομηχανοποίησης απέτυχαν να προσδιορίσουν την αξία της ενέργειας από ορυκτά καύσιμα με τους θεωρητικούς να δηλώνουν πως «ο κόσμος μπορεί να προχωρήσει χωρίς πρώτες ύλες» ( Solow, 1974).

Ιστορικά, οι οικονομικές θεωρίες της αξίας αντανακλούσαν τις Παραδειγματικές Εικόνες τον καιρό που αναπτύχθηκαν. Για παράδειγμα, στις αγροτικές κοινωνίες του 18ου αιώνα στη Γαλλία, κάποιοι ακαδημαϊκοί οι οποίοι αποκαλούνταν φυσιοκράτες δήλωναν ότι η γη είναι η υπέρτατη πηγή αξίας, αφού παρατήρησαν το πώς η υψηλότερη ποιότητα γης παρήγαγε περισσότερη τροφή και κέρδος. Στην αλλαγή του αιώνα, η ευρωπαϊκή κοινωνία άρχισε να εκβιομηχανοποιείται και το επίκεντρο για τους οικονομολόγους μετατοπίστηκε στην εργασία. Οι Κλασσικοί Οικονομολόγοι αναγνώρισαν αυτή ως την βασική πηγή πλούτου, καθώς η παραγωγή του εργοστασίου είχε άμεση σχέση με την παραγωγικότητα της εργατικής δύναμης.

Αλλά στις αρχές του 20ου αιώνα μια νέα σχολή, οι Νεοκλασσικοί Οικονομολόγοι άρχισαν να επικεντρώνονται στην αγορά και πίστευαν ότι η αξία των αγαθών πρέπει να μετριέται με την ποσότητα των πρώτων υλών που χρειάστηκαν για την παραγωγή, παρά με την αξία του στην αγορά. Ομοίως, η ευμάρεια των ανθρώπων ήταν ίση με την ποσότητα που μπορούσαν να καταναλώσουν στην αγορά και ως αποτέλεσμα το εισόδημα έγινε το μέτρο. Αφού η ευμάρεια κάποιου ήταν ανάλογη με το εισόδημα, η αύξηση του τελευταίου και η μεγέθυνση της οικονομίας έγινε το de facto ζητούμενο για τους νεοκλασσικούς.

Αλλά ο σημερινός κόσμος είναι πολύ διαφορετικός από εκείνον, με περισσότερους ανθρώπους και χώρες που ανταγωνίζονται για όλο και πιο λίγες πρώτες ύλες. Η αποτυχία να αναγνωρίσουμε το γεγονός αυτό είναι ένας από τους λόγους που τα αναπτυσσόμενα κράτη παλεύουν να αντιμετωπίσουν τη φτώχεια. Οι περισσότερες σύγχρονες πολιτικές δίνουν έμφαση στην βιομηχανία και την ανάπτυξη μέσω εξαγωγών, ενώ για διάφορους λόγους αποτυγχάνουν. Πολλές από τις χώρες αυτές διαθέτουν πλούσιες πρώτες ύλες, όπως και ορυκτά καύσιμα, αλλά παραμένουν φτωχές. Η πρόσβαση και μόνο σε αυτά δεν μεταφράζεται σε ευημερία. Η ανάπτυξη του ΑΕΠ πάνω από όλα παραμένει ο στόχος της νεοκλασσικής μακροοικονομικής θεωρίας και το μέτρο όλων των οικονομιών. Αλλά η επ αόριστον ανάπτυξη με βάση τις περιορισμένες πηγές δεν είναι δυνατή και σε κάποιο σημείο η παροχή ορυκτών καυσίμων θα μειωθεί με συνέπειες για την ανάπτυξη όπως αυτή σημειώθηκε στις αρχές της βιομηχανικής επανάστασης.

Ενώ οι περασμένες ενεργειακές μεταβάσεις εκμεταλλεύτηκαν νέες, μεγαλύτερες πηγές ενέργειας οι οποίες επέτρεψαν την ανάπτυξη σε νέους τομείς, η πραγματικότητα των γεωλογικών περιορισμών θα καταστήσουν την οικονομική ανάπτυξη ως ένα αντικείμενο του παρελθόντος. Χρειάζεται ένα νέο οικονομικό μοντέλο, το οποίο θα έχει ως βάση την ευμάρεια πέρα από το εισόδημα και την ανθεκτικότητα της κοινωνίας αντί για την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.

Η εγκατάλειψη του προηγούμενου μοντέλου ανάπτυξης είναι απαραίτητη διότι η επόμενη ενεργειακή μετάβαση θα σημάνει μείωση της διαθέσιμης ενέργειας. Η μείωση της κατανάλωσης όμως δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται αρνητικά. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η αύξηση του εισοδήματος δεν αυξάνει την ευτυχία. Επίσης, όσοι συμμετέχουν σε τοπικά προγράμματα παραγωγής τροφής χαμηλής ενέργειας τείνουν να ζουν μια πιο υγιή ζωή και να απολαμβάνουν στενότερες σχέσεις με την τοπική κοινωνία. Αυτά είναι βασικά παραδείγματα για τις λύσεις που πρέπει να αναζητηθούν για την επόμενη μετάβαση.

Δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις για το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τον λιθάνθρακα στην απαιτούμενη κλίμακα για να συνεχιστεί το οικονομικό status quo στο μέλλον και δεν υπάρχει λόγος να περιμένουμε ότι η τεχνολογία θα παράγει μια εύκολη λύση. Όμως, με το κατάλληλο μείγμα μείωσης της κατανάλωσης και εισαγωγής ενεργειακά αποδοτικών μεθόδων (τοπικά παραγόμενη τροφή κτλ), η κοινωνία μπορεί να εισέλθει στο επόμενο στάδιο δίχως καταστροφές. Το κατά πόσο είναι αυτό δυνατό με βάση τα σημερινά οικονομικά ζητήματα και τις κυβερνητικές δομές είναι ένα άλλο ζήτημα και θα χρειαστεί μια αλλαγή νοοτροπίας.

Η άνοδος της τιμής του πετρελαίου και η ακόλουθη κατάρρευση του 2008 αποτελούν αποδείξεις ότι ο κόσμος είναι εξαρτημένος από μια εξαντλούμενη πηγή ορυκτών καυσίμων και πως η αλλαγή έρχεται. Η κοινωνία έχει δύο επιλογές: 1) Να αναγνωρίσει ότι τα ορυκτά καύσιμα θα εξαντληθούν και να προετοιμαστεί για τη μετάβαση προς μια κοινωνία με μικρότερη ενεργειακή πυκνότητα ή 2) Να διατηρήσει το status quo ελπίζοντας πως η οικονομία μπορεί να μεγεθύνεται ες αεί τη στιγμή που τα ορυκτά καύσιμα τελειώνουν.

(από το www. theoildrum. com)