Η σημερινή πρόκληση δεν είναι άλλη από το κατά πόσον η ΟΝΕ μπορεί να επιβιώσει χωρίς την πολιτική ένωση... πρέπει να δοθεί θετική απάντηση. Η ειλικρίνεια του Γερμανού πρώην κεντρικού τραπεζίτη Ισιγκ σε άρθρο του στους FT που αναδημοσιεύτηκε χθες στην «Η» είναι αφοπλιστική μέχρι ενός σημείου όμως: Η Ελλάδα πρέπει να αφεθεί αβοήθητη όχι για να μην αδικηθούν οι συνεπείς Γερμανοί φορολογούμενοι σε όφελος των απείθαρχων και αφερέγγυων Ελλήνων, όπως ισχυρίζεται, αλλά για να μην αρχίσει η διολίσθηση προς την οικονομική διακυβέρνηση και την πολιτική ενοποίηση
Η σημερινή πρόκληση δεν είναι άλλη από το κατά πόσον η ΟΝΕ μπορεί να επιβιώσει χωρίς την πολιτική ένωση... πρέπει να δοθεί θετική απάντηση. Η ειλικρίνεια του Γερμανού πρώην κεντρικού τραπεζίτη Ισιγκ σε άρθρο του στους FT που αναδημοσιεύτηκε χθες στην «Η» είναι αφοπλιστική μέχρι ενός σημείου όμως:

Η Ελλάδα πρέπει να αφεθεί αβοήθητη όχι για να μην αδικηθούν οι συνεπείς Γερμανοί φορολογούμενοι σε όφελος των απείθαρχων και αφερέγγυων Ελλήνων, όπως ισχυρίζεται, αλλά για να μην αρχίσει η διολίσθηση προς την οικονομική διακυβέρνηση και την πολιτική ενοποίηση.
Επί της ουσίας, ο Ισιγκ μας επισημαίνει μια ορατή και δεδηλωμένη πραγματικότητα, την οποία όλοι οι εταίροι της Γερμανίας με πρώτη τη Γαλλία κάνουν σαν να μην την είδαν, καθώς δεν έχουν εναλλακτική ευρωπαϊκή στρατηγική:

-Από το ξέσπασμα της Κρίσης στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2008 σταθερά το Βερολίνο δηλώνει σε κάθε ευκαιρία και σε όλους τους δυνατούς τόνους ότι ακόμη και το χειρότερο δυνατό σενάριο επιπτώσεων της Κρίσης δεν δικαιολογεί απόκλιση από το Σύμφωνο Σταθερότητας. Αν στη δεκαετία του 1920 το αγαπημένο σλόγκαν της γαλλικής πολιτικής ηγεσίας ήταν «Η Γερμανία θα πληρώσει», ένα δημαγωγικό σύνθημα που αναφερόταν στις πολεμικές αποζημιώσεις, σήμερα η γερμανική στρατηγική για την Κρίση και την Ύφεση συνοψίζεται στο σύνθημα « Η Γερμανία δεν πληρώνει».

-Όταν τον περασμένο Ιούλιο το Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης ενέκρινε τη Συνθήκη της Λισαβόνας πρόσθεσε ότι οποιαδήποτε περαιτέρω μεταβίβαση εξουσιών από το εθνικό στο ευρωπαϊκό επίπεδο χρειάζεται συνταγματική μεταρρύθμιση. Αν στην απόφαση αυτή προστεθεί η ήδη κατοχυρωμένη συνταγματικά υποχρέωση σταδιακού μηδενισμού των ελλειμμάτων, είναι φανερό ότι η Γερμανία έχει αυτοεγκλωβισθεί με τον πιο επίσημο θεσμικό τρόπο στο σημερινό ευρωπαϊκό Στάτους Κβο.

Πρόκειται για μια στρατηγικών διαστάσεων στροφή της γερμανικής πολιτικής που δεν μπορεί να ερμηνευθεί ούτε από την πίεση που ασκεί στην Μέρκελ ο φιλελεύθερος συνεταίρος της Βέστερβελε, ούτε η απέχθεια των πειθαρχημένων Γερμανών προς τους τεμπέληδες και διεφθαρμένους του Νότου, ένα κλισέ ανάλογης ποιότητος με το ελληνικό «όταν είσαστε πάνω στις βαλανιδιές, εμείς κτίζαμε τον Παρθενώνα».

Είναι προφανές ότι είκοσι χρόνια μετά την ενοποίηση του Οκτωβρίου του 1990, η Δημοκρατία του Βερολίνου, παρά την Κρίση και την Ύφεση, κυριαρχείται από την αυτοπεποίθηση, αν όχι την υπεροψία, ότι μπορεί από μόνη της να είναι ισχυρός παίκτης στην Παγκόσμια Οικονομία και τους Πολιτικούς Συσχετισμούς, χωρίς να καταβάλει το κόστος της εκχώρησης κυριαρχίας σε ένα υπερεθνικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα, το οποίο, ούτως ή άλλως, θα ήταν κομμένο και ραμμένο στο πρότυπο του γερμανικού φεντεραλιστικού μοντέλου. Στην παραπάνω λογική το σημερινό ευρωπαϊκό Στάτους Κβο δεν είναι πλέον ένας σταθμός προς την πλήρη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αλλά ένα πλαίσιο ήπιας διάχυσης της γερμανικής εθνικής ισχύος στις υπόλοιπες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου.

Η ίδια η ομολογία ότι το ζήτημα σήμερα είναι η αντοχή της ΟΝΕ χωρίς πολιτική ένωση, είναι μια ακόμη παρότρυνση προς τις αγορές να κερδοσκοπήσουν σε βάρος του ευρώ, η αξιοπιστία του οποίου απειλείται κυρίως από την εθνική περιχαράκωση του Βερολίνου και λιγότερο από τους απροσάρμοστους Νότιους Εταίρους της Ευρωζώνης.

(από την εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ", 17/02/2010)