Οι δανειακές εγγυήσεις ή οι προσωρινές πιστώσεις από τη Γερμανία και τη Γαλλία μπορεί να επιτρέψουν στην Ελλάδα να αποφύγει μια χρηματοδοτική κρίση την άνοιξη. Αλλά οι προσωρινοί οικονομικοί επίδεσμοι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το πραγματικό πρόβλημα: Το έλλειμμα της χώρας, το οποίο ανέρχεται σε 13% επί του ΑΕΠ.

Οι δανειακές εγγυήσεις ή οι προσωρινές πιστώσεις από τη Γερμανία και τη Γαλλία μπορεί να επιτρέψουν στην Ελλάδα να αποφύγει μια χρηματοδοτική κρίση την άνοιξη. Αλλά οι προσωρινοί οικονομικοί επίδεσμοι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το πραγματικό πρόβλημα: Το έλλειμμα της χώρας, το οποίο ανέρχεται σε 13% επί του ΑΕΠ. Για την αποφυγή μιας έκρηξης του χρέους, η Ελλάδα χρειάζεται να μειώσει τις μελλοντικές ετήσιες δαπάνες και να αυξήσει τους φόρους ώστε συνδυαστικά να μειωθεί το έλλειμμα κατά 10% επί του ΑΕΠ.

Δυστυχώς, μια τέτοια συστολή θα αυξήσει δραματικά την ανεργία, η οποία βρίσκεται ήδη στο 10% και η πολιτική αντιπολίτευση καθιστά τη δράση αυτή ανέφικτη.

Αν η Ελλάδα διέθετε ακόμα το δικό της νόμισμα, θα μπορούσε να υποτιμήσει τη δραχμή, να μειώσει τις εισαγωγές, να αυξήσει τις εξαγωγές και να περιορίσει το έλλειμμα. Το επίπεδο του ελληνικού ΑΕΠ και της απασχόλησης ίσως μάλιστα να ανέβαιναν στην περίπτωση αυτή αν η αύξηση των εξαγωγών προσέθετε περισσότερες θέσεις εργασίας και παραγωγή από ότι μείωνε η φορολογία και οι χαμηλές δαπάνες. Αλλά αφού η Ελλάδα δεν έχει πλέον το δικό της νόμισμα, δεν μπορεί να ακολουθήσει τη στρατηγική αυτή.

Συνεπώς, τι μπορεί να κάνει; Μπορεί απλά να αυξήσει τους φόρους και να μειώσει τις δαπάνες, ζητώντας από τον πληθυσμό να υποφέρει μια σειρά ετών με ανεργία. Ή μπορεί να αναζητήσει μια αληθινή διάσωση από τους Ευρωπαίους εταίρους της, με βάση την οποία θα δώσουν αρκετά χρήματα ετησίως ώστε να αποπληρωθούν τα χρέη δίχως αυξημένη φορολογία. Ακόμα και αν το μικρό μέγεθος της ελληνικής οικονομίας έκανε τη λύση αυτή βιώσιμη και πάλι θα απορριπτόταν γιατί θέτει ένα επικίνδυνο παράδειγμα. Μια άλλη επιλογή είναι να εξέλθει η Ελλάδα από την ευρωζώνη, ξεκινώντας μια διαδικασία την οποία και άλλες χώρες με υψηλά ελλείμματα και χρέη θα μπορούσαν να ακολουθήσουν.

Καμία από τις παραπάνω λύσεις δεν είναι σύμφωνη με τη θέληση της Ελλάδας και των εταίρων της. Αλλά υπάρχει μια καλύτερη ιδέα που θα διατηρούσε το ενιαίο νόμισμα και θα βοηθούσε ταυτόχρονα την χώρα να προσαρμόσει το δίδυμο έλλειμμά της.

Η υπόλοιπη ευρωζώνη θα μπορούσε να επιτρέψει στην Ελλάδα να πάρει μια προσωρινή άδεια με το δικαίωμα και την υποχρέωση να επιστρέψει με μια ισοτιμία πιο ανταγωνιστική. Πιο συγκεκριμένα, η Ελλάδα θα άλλαζε νόμισμα, με μια αρχική ισοτιμία 1 προς 1. Τα τραπεζικά ισοζύγια και οι υποχρεώσεις θα παραμείνουν σε ευρώ, ενώ οι μισθοί και οι τιμές θα υπολογίζονται σε δραχμές.

Αν η συμφωνία καλούσε την Ελλάδα να επιστρέψει με μια ισοτιμία 1,3 δραχμές ανά ευρώ, το ελληνικό νόμισμα θα έπεφτε κατευθείαν κατά 30% σε σχέση με το ευρώ και τα άλλα νομίσματα. Αν υπάρχει μικρός πληθωρισμός, τα ελληνικά προϊόντα θα γίνονταν πολύ πιο ανταγωνιστικά στην εγχώρια και τη διεθνή αγορά.

Σε αντάλλαγμα, η Ελλάδα θα έπρεπε να δεχθεί σκληρά μέτρα για τον περιορισμό και τη διατήρηση του ελλείμματος σε χαμηλά επίπεδα. Αν και το υψηλότερο κόστος των εισαγωγών θα μείωνε το πραγματικό εισόδημα, η ζημιά θα περιοριζόταν από το γεγονός ότι οι εισαγωγές αντιστοιχούν σε λιγότερο από το 20% του ΑΕΠ της χώρας.

Τα υπόλοιπα μέλη της ευρωζώνης θα αντιδρούσαν στο να δώσουν στην Ελλάδα αυτή τη βελτιωμένη ανταγωνιστικότητα. Ίσως θα ανησυχούσαν ότι και οι άλλες χώρες με μεγάλα ελλείμματα θα πίεζαν για μια παρόμοια συμφωνία. Αλλά η επαναφορά της ισοτιμίας για την Ελλάδα και πάλι ίσως θα ήταν καλύτερη από το να εξέλθει οριστικά η χώρα από την ευρωζώνη και από την καταδίκη του λαού σε μια δεκαετία ύφεσης. Επίσης θα ήταν καλύτερη από τη συνεχή βοήθεια εκ μέρους της Γερμανίας και άλλων χωρών σε μια διαδικασία που ίσως κάνει την ίδια τη Γερμανία να θέλει να εξέλθει.

Η ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική ένωση είναι διπλά ελαττωματική. Πρώτον, αναγκάζει διαφορετικές χώρες να ζουν με ένα συγκεκριμένο επιτόκιο και ισοτιμία, που δεν ταιριάζουν σε όλες. Δεύτερον, ο συνδυασμός του ενιαίου νομίσματος με τις ανεξάρτητες επιμέρους εθνικές πολιτικές ενθαρρύνει τις οικονομικές ατασθαλίες. Η ελληνική περίπτωση είναι η εμφάνιση των ελαττωμάτων αυτών. Αν οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες θέλουν να διατηρήσουν το υπάρχον σύστημα, η καλύτερη επιλογή ίσως θα ήταν να επιτρέψουν στην Ελλάδα την επαναφορά της ισοτιμίας.

 

Ο Μάρτιν Φέλντσταϊν είναι καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και πρόεδρος του National Bureau of Economic Research. Στο παρελθόν διετέλεσε πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων της κυβέρνησης Ρίγκαν και πλέον είναι μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την Ανάκαμψη του προέδρου Ομπάμα.

(από τους Financial Times, 17/2/2010)