Οταν μια παρέα φίλων βγει το βράδυ για φαγητό, έρχεται μια στιγμή, που η ωραία ατμόσφαιρα χαλάει. Μόλις φέρει ο σερβιτόρος τον λογαριασμό και πρέπει να κατανεμηθεί το κόστος, αρχίζει η διαφωνία για το πόσοι παρήγγειλαν ορεκτικά και ποιος ή ποια... τόλμησε να ζητήσει αστακό. Κάπως έτσι συμβαίνει και στις περιπτώσεις των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Οι μάχες δίνονται για το ποιος τελικά θα πληρώσει τα «σπασμένα». Αυτή την ιστορική στιγμή, όμως, τα πράγματα διαφέρουν, μιας και τα ελλείμματα είναι πολύ υψηλά και θα παραμείνουν στα ίδια επίπεδα για ένα διάστημα μεγάλο ακόμα - και τις περισσότερες φορές οι κυβερνήσεις ορθώς πράττουν
Οταν μια παρέα φίλων βγει το βράδυ για φαγητό, έρχεται μια στιγμή, που η ωραία ατμόσφαιρα χαλάει. Μόλις φέρει ο σερβιτόρος τον λογαριασμό και πρέπει να κατανεμηθεί το κόστος, αρχίζει η διαφωνία για το πόσοι παρήγγειλαν ορεκτικά και ποιος ή ποια... τόλμησε να ζητήσει αστακό. Κάπως έτσι συμβαίνει και στις περιπτώσεις των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Οι μάχες δίνονται για το ποιος τελικά θα πληρώσει τα «σπασμένα».

Αυτή την ιστορική στιγμή, όμως, τα πράγματα διαφέρουν, μιας και τα ελλείμματα είναι πολύ υψηλά και θα παραμείνουν στα ίδια επίπεδα για ένα διάστημα μεγάλο ακόμα - και τις περισσότερες φορές οι κυβερνήσεις ορθώς πράττουν. Ομως, οι αγορές ομολόγων δείχνουν ότι δεν έχουν και πολύ υπομονή ειδικά με τις ασθενέστερες ευρωπαϊκές χώρες. Τρίτο πακέτο αυστηρών μέτρων αναγκάστηκε να ανακοινώσει μέσα σε λίγο καιρό η Ελλάδα, αφότου οι αρχικές προσπάθειές της δεν έπεισαν ούτε τις αγορές ούτε τους γείτονές της.
Η δε Βρετανία με χαμηλότερο ποσοστό χρέους επί του ΑΕΠ εν συγκρίσει με την Ελλάδα και λήξη των ομολόγων της σε 14 χρόνια κατά μέσο όρο, είδε τη στερλίνα να δέχεται πιέσεις. Είναι αλήθεια ότι οι τρεις πλουσιότερες οικονομίες του κόσμου, η αμερικανική, η γερμανική και η ιαπωνική δέχονται λιγότερες πιέσεις. Ωστόσο, η Ιαπωνία έχει υψηλό χρέος, ενώ στις ΗΠΑ τα κόστη της γήρανσης της μεταπολεμικής γενιάς ίσως να οδηγήσουν την κυβέρνηση σε χρεοκοπία.

Ποιος θα πληρώσει;

Η μείωση των ελλειμμάτων ισοδυναμεί με μία απλή ερώτηση για τους πολιτικούς: ποιος θα πληρώσει; Η απάντηση είναι οι φορολογούμενοι, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι δικαιούχοι επιδομάτων, οι ξένοι επενδυτές και η επόμενη γενιά. Αντί να εφαρμόσουν ως θεραπεία την υψηλή φορολογία και την περικοπή δαπανών, οι πολιτικοί θα μπορούσαν να είναι πιο ειλικρινείς ως προς το μέγεθος του προβλήματος. Οι πιστωτές θα τιμωρήσουν τις κυβερνήσεις, εάν τους δώσουν παραποιημένα στοιχεία, ενώ οι ψηφοφόροι δύσκολα θα κρίνουν τι να στερηθούν, εάν δεν ξέρουν ποιες υποσχέσεις έχει δώσει η ηγεσία τους. Ούτε ευσταθούν οι στοχοποιήσεις περί «αγγλοσαξονικής συνωμοσίας ακόρεστων κερδοσκόπων».

Επιπλέον, οι κυβερνήσεις με τα υψηλά ελλείμματα θα πρέπει να επικεντρωθούν στην ανάπτυξη, η οποία καθησυχάζει τις αγορές, ενισχύει τα φορολογικά έσοδα και περιορίζει τις δαπάνες σε επιδόματα ανεργίας και άλλες προνοιακές παροχές. Κατά συνέπεια, οι πολιτικοί θα πρέπει να απεμπολήσουν πολιτικές, οι οποίες παρεμποδίζουν τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, όπως η υψηλότερη φορολογία ή τα μέτρα προστατευτισμού.

Αντ’ αυτών πρέπει να προωθήσουν ρυθμίσεις για πιο ευέλικτη αγορά εργασίας και άλλες μεταρρυθμίσεις ενδυνάμωσης της παραγωγικότητας. Ακόμη, όμως, κι αν φανούν λίγο πιο ειλικρινείς οι ασκούντες την εξουσία και οι οικονομίες τους αναπτυχθούν λίγο ταχύτερα, οι επιλογές τους είναι δύσκολες. Ορισμένες δεσμεύσεις ειδικά για τις συντάξεις και την περίθαλψη μπορεί να πιέσουν έντονα την επόμενη γενιά. Πάντως, η μάχη, που άμεσα επίκειται, θα ξεσπάσει μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων και των υψηλά αμειβόμενων αφενός και των δημοσίων λειτουργών με τα πανίσχυρα σωματεία τους αφετέρου, δηλαδή μεταξύ αύξησης φόρων και μείωσης κρατικών δαπανών.

(από τον Economist)