Κέρδη και Ζημίες από την Επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα

Εάν σε κάτι βοήθησε η διήμερη επίσκεψη του Τούρκου πρωθυπουργού Ερντογάν στην Αθήνα ήτο στο να γκρεμιστεί άλλος ένας μύθος των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Σύμφωνα με τον μύθο αυτό, οι ισλαμιστές υποτίθεται ότι, σε σύγκριση με τους κεμαλιστές, είναι υπέρμαχοι μιας πιο διαλλακτικής πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα, χωρίς διεκδικήσεις και επεκτατισμούς. Ο μύθος αυτός βρήκε πρόσφορο έδαφος στην χώρα μας χάρη και στο γεγονός ότι το ΑΚΡ του κ. Ερντογάν έχει κάνει «σημαία» του την ένταξη της γείτονος στην Ε.Ε.
energia.gr
Δευ, 17 Μαΐου 2010 - 08:20
Εάν σε κάτι βοήθησε η διήμερη επίσκεψη του Τούρκου πρωθυπουργού Ερντογάν στην Αθήνα ήτο στο να γκρεμιστεί άλλος ένας μύθος των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Σύμφωνα με τον μύθο αυτό, οι ισλαμιστές υποτίθεται ότι, σε σύγκριση με τους κεμαλιστές, είναι υπέρμαχοι μιας πιο διαλλακτικής πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα, χωρίς διεκδικήσεις και επεκτατισμούς.

Ο μύθος αυτός βρήκε πρόσφορο έδαφος στην χώρα μας χάρη και στο γεγονός ότι το ΑΚΡ του κ. Ερντογάν έχει κάνει «σημαία» του την ένταξη της γείτονος στην Ε.Ε. Καλλιεργήθηκε, έτσι, η προσδοκία ότι στις προθέσεις του μετριοπαθούς ισλαμιστή Τούρκου πρωθυπουργού είναι η συμμόρφωση τόσο με το «ευρωπαϊκό κεκτημένο», όσο και με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και, συνεπώς, είναι προς το συμφέρον της χώρας μας η επικράτησή του στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας. 

Διαψεύστηκαν, ωστόσο, οι εκτιμήσεις αυτές κατά τη επίσκεψη Ερντογάν στην χώρα μας, καθώς π.χ. όσον αφορά το casus belli για τα 12 ν.μ., ο Τούρκος πρωθυπουργός δεν υπαναχώρησε ούτε κατ’ ελάχιστον σε σχέση με τις πάγιες τουρκικές θέσεις, λέγοντας ότι «πρέπει να εξετασθούν οι λόγοι για τους οποίους αποφασίσθηκε το casus belli» από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση. Συνεχίζει, έτσι, την αμφισβήτηση και, μάλιστα, με την απειλή χρήσης βίας, της δυνατότητας άσκησης εκ μέρους της Ελλάδας ενός κυριαρχικού δικαιώματος το οποίο αναγνωρίζεται από Διεθνή Συνθήκη που κωδικοποιεί εθιμικό διεθνές δίκαιο (Σύμβαση Μοντέγκο Μπαίη για το Δίκαιο της Θάλασσας, 1982). 

Ανάλογο παράδειγμα αποτελεί η απαίτηση για αφοπλισμό των αεροσκαφών στο Αιγαίο, εξομοιώνοντας, έτσι, τεχνηέντως, τις τουρκικές παραβιάσεις του εθνικού μας εναέριου χώρου με τις αναχαιτίσεις τους από την ελληνική Πολεμική Αεροπορία. Αντίστοιχη αντιστροφή της λογικής αποτελεί και η αξίωση εκλογής του μουφτή στην Θράκη (κάτι που δεν προκύπτει ούτε ως υποχρέωση από την Συνθήκη της Λωζάννης, αλλά ούτε συμβαίνει και στην ίδια την γείτονα), με μια παράλληλη φραστική παραχώρηση υπέρ του οικουμενικού χαρακτήρα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. 

Θα μπορούσαμε να επισημάνουμε και άλλα τέτοια παραδείγματα από την επίσκεψη Ερντογάν ενδεικτικά της κατάρριψης του ως άνω μύθου. Ωστόσο, αυτό που θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας είναι ότι με την επίσκεψή του ο Τούρκος πρωθυπουργός προσπάθησε και, εν πολλοίς, κατάφερε το αντίστροφο από αυτό που ο των… «διαλλακτικών ισλαμιστών» μύθος δηλοί. Δεν έδωσε, δηλαδή, ο Ερντογάν προς την Ελλάδα δείγματα διαφοροποίησης από την παραδοσιακή επιθετικότητα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Αντίθετα, έστειλε προς το εσωτερικό της χώρας του ένα ισχυρό μήνυμα ότι το «νεοθωμανικό» όραμα του ιδίου και του Υπουργού Εξωτερικών της γείτονος Αχμέτ Νταβούτογλου δεν υπολείπεται καθόλου σε διεκδικήσεις σε σχέση με τους αντίστοιχους σχεδιασμούς της κεμαλικής στρατογραφειοκρατίας. Με την άκαμπτη στάση του μέσα στην ίδια την ελληνική πρωτεύουσα ο μετριοπαθής ισλαμισμός που πρεσβεύει απεδείχθη ομοίως «πατριωτικός» και «αυτοκρατορικός» με τον εθνοκρατικό κεμαλισμό των αντιπάλων του. Σε μία στιγμή, μάλιστα, κατά την οποία η Ελλάδα αντιμετωπίζει μία σοβαρότατη και πρωτόγνωρη για κράτος-μέλος της Ε.Ε. οικονομική κρίση, τελώντας και υπό την εποπτεία του Δ.Ν.Τ., ο Τούρκος πρωθυπουργός δεν είχε κανένα λόγο να προβεί σε ουσιαστικές κινήσεις «καλής θέλησης» προς την χώρα μας. Αντίθετα, στο παραπάνω πλαίσιο, η επίτευξη συμφωνιών για θέματα «χαμηλής πολιτικής» ανάμεσα στις δύο χώρες δίνει την εντύπωση ότι οι σχέσεις τους είναι ετεροβαρείς, με την Τουρκία να είναι, εμφανώς, το «ισχυρό μέρος».

Το τι καταφέραμε ως ελληνική εξωτερική πολιτική αναφορικά με την μείωση της έντασης ανάμεσα στις δύο χώρες θα το δείξει το (πολύ) εγγύς μέλλον. Το βέβαιον είναι ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατάφερε, στο εσωτερικό πολιτικό παίγνιο της χώρας του, να αναδειχθεί, χάρη και στην επίσκεψη στην Αθήνα, ως ο εκφραστής μίας αντιπρότασης ικανής να ανατρέψει την κεμαλική «ορθοδοξία» χωρίς να υπολείπεται αυτής σε αναθεωρητισμό έναντι της Ελλάδας. Μάλιστα, η επίσκεψη έρχεται να ενισχύσει το ηγετικό του προφίλ σε μία συγκυρία που ο μεγάλος του αντίπαλος, Ντενίζ Μπαϊκάλ (πρόεδρος του κεμαλικού Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος) εξουδετερώνεται πολιτικά εξαιτίας ενός (από οκταετίας…) «ροζ» σκανδάλου. 

Συμπερασματικά, ο Ερντογάν έχοντας μπροστά του και το δημοψήφισμα για την έγκριση της συνταγματικής μεταρρύθμισης, το οποίο θα διεξαχθεί στις 12 Σεπτεμβρίου, κρίνοντας την επιβίωση ή όχι ζωτικών θεσμικών «προπυργίων» του κεμαλισμού, απέδειξε με την επίσκεψη στην Αθήνα ότι ο «καλός και διαλλακτικός ισλαμιστής» (κατ’ αντιδιαστολήν προς τον «κακό και ιμπεριαλιστή κεμαλιστή») είναι άλλη μία αυταπάτη του τρέχοντος ελληνικού δημόσιου λόγου.