Αραβία και Κίνα, οι Ατμομηχανές των Επενδύσεων

Οι πλούσιες χώρες της Μέσης Ανατολής και η Κίνα αποτελούν εδώ και μερικά χρόνια τους μεγαλύτερους επενδυτές σε κρατικό επίπεδο, καθώς έχουν προχωρήσει σε επενδύσεις ασύλληπτων διαστάσεων σε ολόκληρο τον πλανήτη, στηρίζοντας έτσι και τις πιο πολύπαθες οικονομίες, όπως των ΗΠΑ και της Νότιας Ευρώπης.
energia.gr
Τετ, 26 Μαΐου 2010 - 07:52

 Οι πλούσιες χώρες της Μέσης Ανατολής και η Κίνα αποτελούν εδώ και μερικά χρόνια τους μεγαλύτερους επενδυτές σε κρατικό επίπεδο, καθώς έχουν προχωρήσει σε επενδύσεις ασύλληπτων διαστάσεων σε ολόκληρο τον πλανήτη, στηρίζοντας έτσι και τις πιο πολύπαθες οικονομίες, όπως των ΗΠΑ και της Νότιας Ευρώπης. Η στρατηγική τους δεν είναι ίδια, ούτε και οι τομείς των επενδύσεων, αλλά οι χώρες αυτές έτυχε να βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση στο ξεκίνημα της χρηματοπιστωτικής κρίσης και προσπαθούν να το εκμεταλλευθούν στο έπακρο για να ενισχύσουν τη θέση τους.

Το Πεκίνο έχει ως βασικό στόχο τη διατήρηση του ταχύτατου ρυθμού ανάπτυξης που χαρακτηρίζει την οικονομία της Κίνας εδώ και 10-12 χρόνια. Η κυβέρνηση θεωρεί πως ο ρυθμός αυτός εξασφαλίζει και την πολιτική της εξουσία απέναντι στον λαό, με αντάλλαγμα θέσεις εργασίας και καταναλωτικά αγαθά πρωτόγνωρα για τους Κινέζους. Όχημα για τις διεθνείς επενδύσεις αποτελούν οι μεγάλοι κρατικοί όμιλοι και οι βασικοί τομείς είναι αυτοί της ενέργειας και των πρώτων υλών, τις οποίες χρειάζεται η εγχώρια βιομηχανία σε τεράστιες ποσότητες και σε σχετικά χαμηλό κόστος.

Για τον σκοπό αυτό, εταιρείες όπως η Sinopec και η CNPC παραβλέπουν το ρίσκο και τολμούν ακόμη και σε ασταθείς περιοχές του πλανήτη, όπως το Ιράκ, όπου οι δυτικές πολυεθνικές κάνουν πίσω. Οι σχετικές επενδύσεις στην ενέργεια και τους υδρογονάνθρακες είναι δεκάδων δισεκατομμυρίων και εστιάζονται κυρίως στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Πρόσφατα πάντως, κινήσεις έχουν γίνει και στη Νότια Αμερική, ενώ γνωστές είναι οι προθέσεις των Κινέζων επιχειρηματιών για τη χώρα μας, όπως φάνηκε κατά την πρόσφατη επίσκεψη του επικεφαλής της Cosco.

Από την άλλη πλευρά, χώρες όπως το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και το Ντουμπάι, απολαμβάνουν μεγάλα χρηματικά αποθεματικά και προσπαθούν να διαφοροποιήσουν την οικονομία τους. Πλέον έχει γίνει σαφές στις κυβερνήσεις τους ότι η προσήλωση στο πετρέλαιο και το αέριο δεν πρόκειται να αποδώσει μακροχρόνια, επειδή οι δυτικές χώρες στρέφονται ολοένα και περισσότερο στις ΑΠΕ και στην εξοικονόμηση ενέργειας. Άλλωστε, σύμφωνα με τους περισσότερους αναλυτές, η εποχή του peak oil είναι κοντά πλέον. Συνεπώς, οι πλούσιοι της Μέσης Ανατολής «παίζουν» το παιχνίδι του χρηματιστηρίου και των funds, κάτι όμως που στην περίπτωση του Ντουμπάι αποτέλεσε δίκοπο μαχαίρι.

Στον κλάδο της ενέργειας, το ενδιαφέρον έχει μετατοπιστεί από τη Δύση προς την Ανατολή, αφού σύμφωνα με τους διεθνείς οργανισμούς, η μείωση στη ζήτηση πετρελαίου των ΗΠΑ και της Ευρώπης θα αντισταθμιστεί από αύξηση της ζήτησης των αναπτυσσόμενων οικονομιών. Ήδη η Σαουδική Αραβία έχει εστιάσει την προσοχή της στις σχέσεις με το Πεκίνο και έχει υπογράψει σχετικές συμφωνίες για την προμήθεια πετρελαίου και για την υλοποίηση υποδομών.

Με αφορμή λοιπόν την οικονομική κρίση, οι εξελίξεις αυτές θα έχουν και γεωπολιτικές συνέπειες, οι οποίες θα αρχίσουν να γίνονται αισθητές ήδη από αυτή τη δεκαετία. Ιδιαίτερα η Κίνα, διαθέτει την πολιτική ωριμότητα να εκμεταλλευθεί τις επενδύσεις της προκειμένου να αποκομίσει πολιτικά ερείσματα σε περιφερειακές περιοχές. Η διεύρυνση της ισχύος της είναι κάτι το ορατό ακόμα και για τον καθημερινό άνθρωπο. Το Πεκίνο είναι στα πρόθυρα να καταφέρει δύο από τα πολύ βασικά προαπαιτούμενα του status της υπερδύναμης: Την πολιτική σταθερότητα και την οικονομική ισχύ. Απομένει να δούμε κατά πόσο θα μπορέσει να μετεξελίξει την ιδεολογία της και να αναπτύξει την στρατιωτική της ισχύ, προκειμένου να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ ως ίσος προς ίσο στην αδυσώπητη διεθνή αρένα.