Δεν θα μας Σώσει η Πράσινη Ανάπτυξη

Η ψήφιση χθες από την ολομέλεια της Βουλής του νομοσχεδίου του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής για την «Επιτάχυνση της Ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας για την Αντιμετώπιση της Κλιματική Αλλαγής», αποτελεί οπωσδήποτε μία σημαντική εξέλιξη στην ευρύτερη προσπάθεια για τη διάδοση των ΑΠΕ και την διεύρυνση της συμμετοχής τους στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας.
energia.gr
Πεμ, 27 Μαΐου 2010 - 14:41

Η ψήφιση χθες από την ολομέλεια της Βουλής του νομοσχεδίου του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής για την «Επιτάχυνση της Ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας για την Αντιμετώπιση της Κλιματική Αλλαγής», αποτελεί οπωσδήποτε μία σημαντική εξέλιξη στην ευρύτερη προσπάθεια για τη διάδοση των ΑΠΕ και την διεύρυνση της συμμετοχής τους στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας.

 

Με τον καθορισμό δε του εθνικού δεσμευτικού στόχου 20% για τη συμμετοχή των ΑΠΕ (ακολουθώντας τους αντίστοιχους Ευρωπαϊκούς στόχους) στην κάλυψη της τελικής κατανάλωσης ενέργειας το 2020, και 40% για τον ηλεκτρισμό, οι ΑΠΕ καταλαμβάνουν πλέον πρωταρχικό ρόλο στην ατζέντα της κυβέρνησης, έχοντας εξασφαλίσει ευρεία πολιτική στήριξη. Η ώθηση που αναμένεται να προσφέρει ο νέος νόμος στις ΑΠΕ και τις εφαρμογές τους, εκτιμάται ότι θα συμβάλλει ουσιαστικά στην προστασία του περιβάλλοντος, την ενίσχυση της οικονομίας μέσω της πραγματοποίησης μεγάλης κλίμακας επενδύσεων, αλλά και στην ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας.

 

Μία προσπάθεια ποσοστικοποίησης των ανωτέρω οδηγεί σε εκτιμήσεις για ένα σύνολο 10.000-12.000 MW νέας εγκατεστημένης ισχύος σε ΑΠΕ – η χώρα σήμερα διαθέτει μόνο 1.370 MW ΑΠΕ εξαιρουμένων των μεγάλων υδροηλεκτρικών – μέχρι το 2020, που αντιστοιχεί σε επενδύσεις 22.0 δισεκ. Ευρώ για όλες τις μορφές ΑΠΕ, συμπεριλαμβανομένων και των έργων επέκτασης και αναβάθμισης του σημερινού ηλεκτρικού δικτύου μεταφοράς της χώρας. Ένα τεράστιο και υπέρ-φιλόδοξο νούμερο για τα δεδομένα της χώρας μας, το οποίο αναπόφευκτα θα έχει επιπτώσεις στο κόστος της παραγόμενης κιλοβατώρας το οποίο θα ανατιμηθεί σημαντικά, ώστε να μπορέσει να στηρίξει τις ανωτέρω επιθυμητές επενδύσεις. Όπερ σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος του αυξημένου κόστους αγοράς ενέργειας από ΑΠΕ και των επενδύσεων για ενίσχυση του δικτύου μεταφοράς, θα το επωμισθεί ο καταναλωτής – οικιακοί και εμπορικοί καταναλωτές – οι οποίοι σύντομα θα δουν τα τιμολόγιά τους να εκτοξεύονται σε δυσθεώρητα ύψη, πράγμα που θα οδηγήσει νομοτελειακά στη μείωση της ζήτησης.

 

Και όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα οικονομικής ύφεσης και μεγάλων οικονομιών. Για αυτό οι περισσότεροι αναλυτές εντός και εκτός Ελλάδας, εκφράζουν σοβαρότατες επιφυλάξεις για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων στην τρέχουσα οικονομική πραγματικότητα, όπου εκτιμάται ότι ο ρυθμός πραγματοποίησης επενδύσεων ΑΠΕ θα υπαγορευτεί υποχρεωτικά από τις δυνατότητες και περιορισμούς του δικτύου. Για αυτό και προβλέπεται ότι στην καλύτερη περίπτωση οι συνολικές επενδύσεις δεν θα ξεπεράσουν το 1,0 δισεκ. Ευρώ κατ’ έτος την τρέχουσα δεκαετία, με αντίστοιχη μείωση της επιδιωκόμενης εγκατεστημένης ισχύος. Με τις διατάξεις του νόμου να ευνοούν προκλητικά τους επαγγελματίες επενδυτές για την παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ και παράλληλα να υποβαθμίζουν την παραγωγή σε οικιακό επίπεδο (ούτε ένα κίνητρο δεν δίδεται για την εγκατάσταση ηλιακών θερμικών ή φωτοβολταϊκών μονάδων), οι πολιτικοί σχεδιαστές αποκλείουν τη συμμετοχή εκατομμυρίων καταναλωτών από την αναπτυξιακή διαδικασία και τη δυνατότητα να συμμετέχει κάθε οικογένεια στην ανάπτυξη επενδύοντας και συμμετέχοντας στα οφέλη. Να σημειώσουμε ότι η συγκεντρωτική και γραφειοκρατική αυτή νοοτροπία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αποκεντροποιημένη φύση των ΑΠΕ.

 

Έτσι η μονομερής αξιοποίηση των ΑΠΕ που επιθυμεί να προωθήσει η σημερινή κυβέρνηση μέσω του συγκεκριμένου νέου νομοσχεδίου και η Πράσινη Ανάπτυξη που ευαγγελίζεται με την περιθωριοποίηση σχεδόν οιασδήποτε άλλης μορφής επένδυσης, αποκλείει εκ προοιμίου όλες τις άλλες μορφές ενέργειας. Εάν όμως κοιτάξουμε γύρω μας θα δούμε ότι το μέγεθος και δυνατότητα ανάπτυξης των άλλων μορφών, όπως λ.χ. συμβατικές μονάδες παραγωγής ηλεκτρισμού, δίκτυα φυσικού αερίου, παραγωγή υδρογονανθράκων κ.λπ., είναι εξ’ ίσου μεγάλες, εάν όχι μεγαλύτερες. Πρόσφατες εκτιμήσεις του ΙΕΝΕ τοποθετούν το σύνολο των ενεργειακών επενδύσεων της χώρας μέχρι το 2020 στα 38 - 40 δισεκ. Ευρώ, εκ των οποίων οι ΑΠΕ (στο πλέον αισιόδοξο σενάριο) αντιστοιχούν περίπου στα 14-15 δισεκ. ευρώ. Δηλαδή η πλειοψηφία των επενδύσεων αναμένονται σε υποδομές σε άλλες μορφές ενέργειας, η υλοποίηση των οποίων αποτελεί προϋπόθεση για τη στήριξη του ευρύτερου ενεργειακού συστήματος και την επιστροφή της Ελλάδας σε ρυθμούς θετικής οικονομικής ανάπτυξης.

 

Όσο επιθυμητή και εάν είναι η προώθηση των ΑΠΕ, αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί πάνω στους άξονες που έθεσε το νέο νομοσχέδιο το οποίο ετοιμάσθηκε χωρίς προηγουμένως να έχουν καθορισθεί οι εθνικοί στόχοι ανά τομέα, δηλ. αιολικά, ηλιακά, μικρά υδροηλεκτρικά, γεωθερμία, βιομάζα, και χωρίς να διευρύνει και να ενθαρρύνει τη χρήση ΑΠΕ σε επίπεδο οικιακού και εμπορικού καταναλωτή.

 

Επιπλέον, οι ανάγκες και ευκαιρίες για επενδύσεις σε όλους τους άλλους τομείς του ενεργειακού κλάδου, είναι εξ’ ίσου μεγάλες εάν όχι μεγαλύτερες, και άρα η «Πράσινη Ανάπτυξη», όπως με πολύ θόρυβο προωθεί η κυβέρνηση, δεν μπορεί να αποτελεί την μοναδική αναπτυξιακή επιλογή. Αναμφισβήτητα οι ΑΠΕ, μέσα στα επόμενα χρόνια θα επιδιώξουν να καταλάβουν ανταγωνιστικά τη θέση που τους αξίζει και να ξεφύγουν από τη μέχρι σήμερα ομολογουμένως περιθωριοποίησή τους, συμμετέχοντας επιτέλους, επί ίσοις όροις, στις ενεργειακές επενδύσεις. Όμως δεν είναι λογικό να φθάνουμε στο άλλο άκρο με τη μονοδιάστατη ενίσχυση των ΑΠΕ εις βάρος όλων των άλλων μορφών ενέργειας.