Ένα
ζήτημα ξεχασμένο εδώ και δεκατρία χρόνια επανέρχεται στην επικαιρότητα,
ενδεδυμένο με κυβερνητική βούληση να προχωρήσει δυναμικά. Πρόκειται για τις
έρευνες υδρογονανθράκων σε πιθανές περιοχές της χώρας με αξιοποιήσιμα
κοιτάσματα και αποθέματα. Ο αρμόδιος υφυπουργός ΠΕΚΑ Γ. Μανιάτης ανακοίνωσε την
προηγούμενη εβδομάδα ότι είναι ζήτημα χρόνου η κατάθεση νομοσχεδίου στη Βουλή,
που θα προβλέπει την ίδρυση ενός ευέλικτου δημόσιου φορέα, για τον εντοπισμό
πετρελαίου και φυσικού αερίου στο Αιγαίο, το Ιόνιο και τη θαλάσσια περιοχή της
Κρήτης. Η περίπτωση του Πρίνου, που έχει δώσει ως τώρα περί τα 120.000.000
βαρέλια φαίνεται ότι λειτούργησε αποφασιστικά για την κινητοποίηση της
κυβερνητικής μηχανής, που διαβλέπει προφανώς μία νέα σημαντική πηγή εσόδων από
την αξιοποίηση των πιθανών υπαρχόντων κοιτασμάτων και παράλληλα την κάλυψη ενός
υπολογίσιμου ποσοστού των ενεργειακών αναγκών της χώρας.
Το
θέμα αυτό είχε παγώσει τα τελευταία χρόνια για διάφορους λόγους, κυρίως, όμως,
πολιτικούς, για να μην «ενοχληθούν» γειτονικές χώρες και ειδικότερα η Τουρκία,
που έχει απειλήσει στο παρελθόν με
casus
belli για την προέκταση των ελληνικών χωρικών
υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια και την έρευνα σε αμφισβητούμενες περιοχές.
Από
την άποψη των υπηρεσιακών παραγόντων ότι «δεν υπάρχει πετρέλαιο» περάσαμε τώρα
στη διαπίστωση ότι «υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις στα εθνικά χωρικά ύδατα», οι
οποίες υπαγορεύουν τη σύσταση του φορέα που θα αναλάβει να προκηρύξει
διαγωνισμούς «για να έρθουν σοβαροί επενδυτές που θα αναλάβουν να ψάξουν για
πετρέλαιο». Αυτό όμως το έλεγαν εδώ και καιρό επιστήμονες και ειδικοί επί του
θέματος, αλλά κανείς δεν άκουγε. Σύμφωνα με επιστημονικές εκτιμήσεις, υπάρχουν
ανεκμετάλλευτα περί τα 4.000.000.000 βαρέλια πετρελαίου στο υπέδαφος και τον
ελληνικό βυθό, από τα οποία τα περισσότερα στη Βόρεια Ελλάδα, καθώς και 60-70
δισ. κ.μ. φυσικού αερίου. Οι ποσότητες αυτές, σύμφωνα με τις υπάρχουσες
εκτιμήσεις, μπορούν να καλύψουν το 15% των ενεργειακών αναγκών της χώρας σε
βάθος 20ετίας. Διόλου άσχημα αν αποδειχθεί εν τέλει κάτι τέτοιο από τις
έρευνες.
Πάντα
σύμφωνα με τους επιστήμονες, σημαντικές ενδείξεις για ύπαρξη πετρελαίου
υπάρχουν στο βορειοανατολικό Αιγαίο και πιο συγκεκριμένα, ανατολικά της Θάσου,
παρόμοιες με αυτές του Πρίνου, όπου βέβαια εντοπίζονται και αμφισβητούμενες
περιοχές (π.χ. Μπάμπουρας), στις οποίες σταμάτησαν οι έρευνες στα τέλη της
δεκαετίας του ’80 για πολιτικούς λόγους. Επίσης, πιθανά μεγάλα αποθέματα αργού
εντοπίζονται στην περιοχή που οριοθετείται βορείως της Χίου, με προέκταση
δυτικά της Μυτιλήνης, ανατολικά του Αγίου Ευστρατίου και ανατολικά της Λήμνου.
Στη Βόρεια Ελλάδα μία ακόμη πιθανή περιοχή θεωρείται και το νότιο τμήμα του
νομού Γρεβενών.
Κοιτάσματα
πετρελαίου και φυσικού αερίου θεωρείται ότι υπάρχουν στη Δυτική Ελλάδα και
ειδικότερα, στην Ήπειρο και δυτικά της Κέρκυρας, στη Βορειοδυτική Πελοπόννησο,
στην Ακαρνανία, στην ξηρά, στη θαλάσσια περιοχή του Ιονίου, στον Πατραϊκό και
Μεσσηνιακό Κόλπο, αλλά και στη θαλάσσια περιοχή νότια της Κρήτης.
Η
ιστορία των ερευνών για υδρογονάνθρακες στην Ελλάδα δεν είναι καινούρια. Οι
πρώτες έρευνες ξεκίνησαν το 1903 και μέχρι σήμερα υπολογίζεται ότι
πραγματοποιήθηκαν πάνω από 220 ερευνητικές και παραγωγικές γεωτρήσεις, όχι
πάντα στα σωστά σημεία. Όμως, αυτός ο αριθμός κρίνεται πολύ μικρός, δεδομένων
των δυνατοτήτων που εκτιμάται ότι υπάρχουν, με την χώρα μας να είναι η λιγότερη
ερευνημένη περιοχή της Μεσογείου. Για να έχουμε μια τάξη μεγέθους, οι έρευνες
που έγιναν ως τώρα αποκάλυψαν τρία ικανοποιητικά κοιτάσματα, στον Πρίνο, και
δύο οριακά, στην Επανωμή Θεσσαλονίκης και το Κατάκολο Ηλείας. Και αν υπήρξε
δυνατή η εκμετάλλευση του Πρίνου, δεν συνέβη το ίδιο στις άλλες δύο περιοχές,
που παραμένουν αναξιοποίητες.
Είναι
σαφές ότι εξακολουθούν και υφίστανται πολλά προβλήματα που χρήζουν λύσης,
ειδικά τα ζητήματα κυριότητας ορισμένων περιοχών, που απαιτούν λεπτούς
διπλωματικούς χειρισμούς, λόγω των αντιδράσεων κυρίως της Τουρκίας. Όμως, το να
παραμένουν «παγωμένα» τόσα χρόνια ανεκμετάλλευτα εθνικά κοιτάσματα που θα
μπορούσαν να προσδώσουν σημαντική ανάσα στα δημόσια οικονομικά και να
δημιουργήσουν πολυπόθητες θέσεις εργασίας σε μια περίοδο διεύρυνσης της
ανεργίας, δεν συνιστά και την καλύτερη πρακτική από την πλευρά των κυβερνώντων.
Τώρα φαίνεται ότι κάτι κινείται. Αρκεί να μην εξαντληθεί για άλλη μία φορά στις
καλές προθέσεις, να μην μπλοκαρισθεί στο όνομα της καλής γειτονίας και να μην
φρεναρισθεί από οικολογικές, αμφίβολες, ευαισθησίες. Οι παρεμβάσεις θα πρέπει
συνεπώς να είναι τολμηρές και αποφασιστικές αν πράγματι θέλουμε να υπάρξει
ουσιαστική πρόοδος στον τομέα αυτό, έπ’ ωφελεία και των εθνικών συμφερόντων .