Η Πρόκληση του LNG

Ποια είναι η πιο κατάλληλη μέθοδος για την μεταφορά του φυσικού αερίου; Το ερώτημα αυτό κυριαρχεί εδώ και μια δεκαετία περίπου, όσο εντείνεται η αναζήτηση νέων ενεργειακών πηγών και δη φυσικού αερίου, παράλληλα με την εντυπωσιακή εμπορική ανάπτυξη του LNG στο ίδιο διάστημα. Δεν είναι τυχαίο ότι από την αυγή του 21ου αιώνα άρχισε να αναπτύσσεται ένας άτυπος διάλογος για το ποια οδός είναι πιο συμφέρουσα για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών, της Ευρώπης προεξάρχουσας
energia.gr
Παρ, 8 Οκτωβρίου 2010 - 12:02
Ποια είναι η πιο κατάλληλη μέθοδος για την μεταφορά του φυσικού αερίου; Το ερώτημα αυτό κυριαρχεί εδώ και μια δεκαετία περίπου, όσο εντείνεται η αναζήτηση νέων ενεργειακών πηγών και δη φυσικού αερίου, παράλληλα με την εντυπωσιακή εμπορική ανάπτυξη του LNG στο ίδιο διάστημα. Δεν είναι τυχαίο ότι από την αυγή του 21ου αιώνα άρχισε να αναπτύσσεται ένας άτυπος διάλογος για το ποια οδός είναι πιο συμφέρουσα για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών, της Ευρώπης προεξάρχουσας. Μέσω των νέων αγωγών φυσικού αερίου που σχεδιάζονται ή μέσω ειδικών πλοίων που μεταφέρουν υγροποιημένο φυσικό αέριο στις αγορές;  Η συζήτηση παραμένει ζωντανή και θα συνεχίσει να είναι έτσι, όσο οι τιμές του LNG διατηρούνται ανταγωνιστικές.

Σήμερα το LNG αντιπροσωπεύει το 7% της παγκόσμιας ζήτησης φυσικού αερίου, με το 93% να εξακολουθεί να διοχετεύεται μέσω των υφιστάμενων αγωγών. Όμως, σύμφωνα με εκτιμήσεις, η αγορά LNG προβλέπεται να αυξηθεί με ρυθμό 6,7% ανά έτος ως το 2020. Το σαφές πλεονέκτημα του LNG έγκειται στο γεγονός ότι μπορεί να έχει πρόσβαση σε μακρινές αγορές, αποφεύγει τις διαπραγματεύσεις επί μακρόν, που απαιτούνται για τη χάραξη και κατασκευή αγωγών και παρέχει μεγαλύτερη ευελιξία μεταξύ προμηθευτών και καταναλωτών. Αντίθετα, οι αγωγοί θεωρούνται πιο αποδοτικοί επενδυτικά σε μικρές αποστάσεις, ενώ το κόστος κατασκευής τους ανεβαίνει κατακόρυφα ειδικά αν πρέπει να διέλθουν από ασταθείς περιοχές του πλανήτη και με γεωλογικές ιδιομορφίες. Όλα αυτά τα ζητήματα είναι αρκετά σύνθετα και δυσχεραίνουν την τελική επιλογή, σημασία, πάντως, είναι ότι οι αγωγοί μεταφοράς φυσικού αερίου έχουν αποκτήσει εδώ και πολύ καιρό ένα ισχυρό ανταγωνιστή, που λέγεται LNG.

Σήμερα το υγροποιημένο φυσικό αέριο θεωρείται μια παγκόσμια και εμπορευματοποιημένη πηγή ενέργειας, από τη στιγμή που παρέχει τη δυνατότητα μεγαλύτερων αποθεμάτων, με χαμηλότερες τιμές. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τερματικούς σταθμούς αεριοποίησης διαθέτουν περί τις 18 χώρες ανά τον κόσμο, μεταξύ των οποίων, οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Ινδία, η Κορέα, η Ταϊβάν, το Βέλγιο, η Ισπανία, η Ιταλία, η Ελλάδα, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Χιλή, κλπ. Το Κατάρ, η μεγαλύτερη χώρα εξαγωγής LNG, χαρακτηρίζεται «βασιλιάς της υγροποίησης», ενώ στο παιχνίδι σχεδιάζουν να μπουν και άλλες χώρες.

Στην Ελλάδα ο ΔΕΣΦΑ προχωρά στην κατασκευή τρίτης δεξαμενής και αναβαθμίζει τις εγκαταστάσεις του στη Ρεβυθούσα. Ιδιωτικά κεφάλαια, αλλά και η ΔΕΗ, ανακινούν θέμα δημιουργίας πλωτών σταθμών, ενώ η πολιτική ηγεσία μελετά την προοπτική αποθηκευτικών χώρων στη Νότια Καβάλα.

Για την ιστορία, να θυμίσουμε ότι οι πρώτες χώρες που έκαναν εμπόριο LNG ήταν το 1964 το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία, αγοράζοντας αέριο από την Αλγερία. Στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα η ανάπτυξη υπήρξε αρκετά αργή, δεδομένου ότι  οι περισσότερες εγκαταστάσεις LNG ήταν σε περιοχές που δεν εξυπηρετούνταν από αγωγούς και επιπλέον το κόστος επεξεργασίας και μεταφοράς ήταν τεράστιο. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, με τις επενδύσεις που έγιναν σε υποδομές υγροποίησης και αεριοποίησης, με τις νέες τεχνολογίες, οι τιμές για την κατασκευή εγκαταστάσεων LNG είχαν μειωθεί, συμβάλλοντας έτσι ώστε το υγροποιημένο φυσικό αέριο να γίνει ένα πιο ανταγωνιστικό προϊόν. 

Η συζήτηση έχει ανοίξει. Με το φυσικό αέριο να καλύπτει σήμερα το 20% των παγκόσμιων ενεργειακών αναγκών, αρχίζει να διαμορφώνεται ήδη η εκτίμηση, ότι από ένα περιφερειακό προϊόν μπορεί μελλοντικά να δημιουργήσει μια παγκόσμια αγορά ανάλογη με αυτήν του πετρελαίου, όπου το LNGθα αποκτήσει βασικό ρόλο. Το πώς θα μεταφέρεται στις αγορές του κόσμου είναι ένα ζήτημα που συναρτάται άμεσα τόσο από την πολιτική κάθε χώρας, όσο και το πολιτικό ρίσκο που συνεπάγεται η μεταφορά του, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη φθηνή προσφορά του.