Η «Κίνα της Ευρώπης»

Ένα σύγχρονο οικονομικό θαύμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η σημερινή Τουρκία, η οποία μόλις δεκαπέντε χρόνια πριν μαστιζόταν από πληθωρισμό λατινοαμερικανικού τύπου, με μία χρεωκοπημένη οικονομία. Στις μέρες μας, η γειτονική χώρα εμφανίζει υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και χαμηλό πληθωρισμό, ενώ το τραπεζικό της σύστημα χαίρει … άκρας υγείας
energia.gr
Τετ, 27 Οκτωβρίου 2010 - 14:13

Ένα σύγχρονο οικονομικό θαύμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η σημερινή Τουρκία, η οποία μόλις δεκαπέντε χρόνια πριν μαστιζόταν από πληθωρισμό λατινοαμερικανικού τύπου, με μία χρεωκοπημένη οικονομία. Στις μέρες μας, η γειτονική χώρα εμφανίζει υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και χαμηλό πληθωρισμό, ενώ το τραπεζικό της σύστημα χαίρει … άκρας υγείας.

 

Το κυριότερο, όμως, είναι ότι η Τουρκία αποτελεί ένα σημαντικό περιφερειακό οικονομικό κέντρο, το οποίο έχει προσελκύσει δυναμικές επενδύσεις στους τομείς των κατασκευών, της βιομηχανικής παραγωγής και της ενέργειας. Ο Economist, μάλιστα, στο τεύχος που κυκλοφορεί, μιλάει για την «Κίνα της Ευρώπης» και αφιερώνει ένα 14σέλιδο στην ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία του ΟΟΣΑ! Και πραγματικά: η Τουρκία σήμερα αποτελεί τον μεγαλύτερο εξαγωγέα τσιμέντου στον κόσμο, ενώ ανθούν κλάδοι όπως η παραγωγή επίπλων, υποδημάτων, αλλά ακόμη και η κατασκευή αυτοκινήτων, τηλεοράσεων και DVD.

 

Η κυβέρνηση Ερντογάν σίγουρα θα πρέπει να πιστωθεί την μεγάλη αυτή επιτυχία, κύριος φορέας της οποίας είναι η ανερχόμενη επιχειρηματική τάξη της Κεντρικής και Ανατολικής Τουρκίας, η οποία ως λιγότερο θρησκευτικά «άχρωμη» σε σχέση με την κεμαλική αστική τάξη της Πόλης, της Σμύρνης και της Άγκυρας, ήταν ως τώρα εκτός εξουσίας. Όμως, η τάξη αυτή, φιλελεύθερη οικονομικά και μετριοπαθώς ισλαμιστική πολιτικά, θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι αποτελεί περισσότερο γέννημα της Οζάλικής δεκαετίας του ’80 – μολονότι οι ρίζες της ανάγονται τουλάχιστον στην περίοδο Μεντερές, την δεκαετία του ’50.

 

Ο Οζάλ, έχοντας να αντιμετωπίσει το «βαθύ κράτος», το οποίο, με το πραξικόπημα του 1980, κατείχε με τον στρατηγό Εβρέν στην Προεδρία της χώρας, και τυπικά την πρωτοκαθεδρία, κατάφερε να ενθαρρύνει στα πρώτα της βήματα την τάξη αυτή, η οποία σήμερα, επί Ερντογάν, ενηλικιώθηκε και ωριμάζει. Κύριο όπλο του ήταν η γενναία φιλελευθεροποίηση των οικονομικών δομών της χώρας, που, σπάζοντας τα δεσμά του κεμαλικού κρατικού ελέγχου σε σημαντικούς τομείς, όχι μόνο ανέτρεψε τις κοινωνικές ισορροπίες, αλλά απελευθέρωσε, χάρη στην άρση των κρατικιστικών στρεβλώσεων, και σημαντικές παραγωγικές δυνάμεις της χώρας. Συνέπεια αυτού του «φιλελεύθερου σοκ» ήταν η προσέλκυση επενδύσεων, η ταχύτατη ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και οι ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης.

 

Οι αποφάσεις εκείνες οδήγησαν σήμερα την Τουρκία στην σημερινή επίζηλη θέση, η οποία ενισχύει και την γεωπολιτική της αξία και διαπραγματευτική ισχύ. Για το βραχυπρόθεσμο – κι όχι μόνον – διάστημα, παρά τις αβέβαιες συνέπειες της εξωτερικής πολιτικής Ερντογάν-Νταβούτογλου στην Μέση Ανατολή, η Δύση δεν θα έχει άλλη εναλλακτική από την στήριξη της γείτονος.

 

Συνεπώς, δεν είναι μόνο οι επεκτατικές βλέψεις που διατυπώνει – με τον μετακεμαλικό και μετριοπαθή ισλαμιστικό μανδύα, πλέον – σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο η Άγκυρα, οι οποίες θα έπρεπε να ανησυχούν την Αθήνα. Η αναβάθμιση της Τουρκίας σε περιφερειακό οικονομικό κόμβο στην περιοχή, ακόμη κι αν η εισδοχή στην Ε.Ε. δεν πραγματοποιηθεί στο ορατό μέλλον, υποβαθμίζει την γεωπολιτική αξία της ουσιαστικά χρεωκοπημένης Ελλάδας ακόμη πιο επικίνδυνα.

 

Η παραπάνω διαπίστωση δεν θα πρέπει να αποτελεί άλλοθι για υποχωρήσεις προς τον τουρκικό επεκτατισμό. Ελπίζουμε, όμως, να αποτελέσει το έναυσμα να αξιοποιήσουμε γόνιμα το παράδειγμα των ανατροπών που ξεκίνησαν την περίοδο Οζάλ, τους καρπούς της οποίας σήμερα δρέπει η Τουρκία.