Υπό τον φόβο να ανατραπεί από το αμερικανικό Κογκρέσο η «φιλοκινεζική» πολιτική της κυβέρνησης Ομπάμα και για να αποτραπεί ένας εμπορικός πόλεμος μεταξύ της τωρινής και της μελλοντικής υπερδύναμης, φημολογείται η ύπαρξη «μυστικού» συμφώνου. Οι Financial Times αποκάλυψαν χθες ότι το Πεκίνο αποδέχεται τους αριθμητικούς στόχους για το πλεόνασμα στο 4% του ΑΕΠ, που πρότεινε ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τίμοθι Γκάιτνερ, στη σύνοδο του G20 στη Νότιο Κορέα το περασμένο Σαββατοκύριακο.

Υπό τον φόβο να ανατραπεί από το αμερικανικό Κογκρέσο η «φιλοκινεζική» πολιτική της κυβέρνησης Ομπάμα και για να αποτραπεί ένας εμπορικός πόλεμος μεταξύ της τωρινής και της μελλοντικής υπερδύναμης, φημολογείται η ύπαρξη «μυστικού» συμφώνου. Οι Financial Times αποκάλυψαν χθες ότι το Πεκίνο αποδέχεται τους αριθμητικούς στόχους για το πλεόνασμα στο 4% του ΑΕΠ, που πρότεινε ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τίμοθι Γκάιτνερ, στη σύνοδο του G20 στη Νότιο Κορέα το περασμένο Σαββατοκύριακο. Πάντως, χθες, οι αγορές αντέδρασαν αγοράζοντας πίσω τα δολάρια που είχαν πουλήσει προχθές, εκτινάσσοντας το αμερικανικό νόμισμα έναντι όλων των νομισμάτων.

Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ έθεσε το δίλημμα ότι χώρες με επίμονα πλεονάσματα χρειάζονται διαρθρωτικές, δημοσιονομικές και συναλλαγματικές πολιτικές τόνωσης της εγχώριας ανάπτυξης, και γι’ αυτό έθεσε συγκεκριμένο αριθμητικό στόχο για πλεόνασμα ή έλλειμμα (αναλόγως των χωρών) στο 4% του ΑΕΠ. Ωστόσο, η πρόταση αυτή του Γκάιτνερ απορρίφθηκε κυρίως από την Ιαπωνία, που θεωρεί μη ρεαλιστικούς τους ποσοτικούς στόχους.

Επί χρόνια, οι Αμερικανοί πρόεδροι αντιμετωπίζουν ένα γρίφο σχετικό με την Κίνα. Πώς να αντιμετωπίσουν μια χώρα που ασκεί επιθετική πολιτική εμπορικών εξαγωγών χωρίς να απελευθερώσουν τις δυνάμεις του προστατευτισμού; Η οργή προς την Κίνα εντός των ΗΠΑ οξύνεται και ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν δικαιώνει όσους θα θωρακιστούν από τις πολιτικές της χώρας με μέτρα προστατευτισμού.

Στη Βουλή των Αντιπροσώπων υπερίσχυσε η «σκληρή γραμμή» κατά του Πεκίνου στο κρίσιμο θέμα της συναλλαγματικής πολιτικής. Καταγγέλλοντας ότι η Kίνα «χειραγωγεί» την υποτιμημένη ισοτιμία του νομίσματός της έναντι του δολαρίου ως επιδότηση παραβιάζοντας την αμερικανική νομοθεσία, εξετάστηκαν μέτρα κατά των κινεζικών εισαγωγών.

Oι φωνές οργής κατά της Kίνας έχουν πάρει ξανά διαστάσεις τεράστιες στις HΠA. Συνδικαλιστικές ενώσεις, βιομήχανοι και βιοτέχνες και μια ομάδα μελών του αμερικανικού Kογκρέσου, που αυτοαποκαλούνται «Συμμαχία Δράσης κατά του Kινεζικού Nομίσματος», επικρίνουν το Πεκίνο ότι εξακολουθεί να εκμεταλλεύεται αθέμιτα το συγκριτικό πλεονέκτημα του υποτιμημένου έως και 40%(!) γουάν έναντι του δολαρίου. Προεκλογικά (δηλαδή πριν από δύο χρόνια) ο Μπαράκ Ομπάμα είχε υιοθετήσει την άποψη πως πρέπει να προστατευτούν οι αμερικανικές επιχειρήσεις με την επιβολή υψηλότερων δασμών (αντιντάμπιγκ) στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων στις ΗΠΑ, για να αντισταθμισθεί η επίδραση στην ανταγωνιστικότητά τους από το «χειραγωγούμενο» κινεζικό νόμισμα. Ωστόσο, όταν εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ, ξέχασε τις υποσχέσεις του... Φυσικά, οι πιέσεις εντείνονται ενόψει των κρίσιμων εκλογών για την ανανέωση του Κογκρέσου στις 2 Νοεμβρίου, με τη δημοτικότητα του Ομπάμα να έχει καταρρεύσει.

Βεβαίως, η «χειραγώγηση» του νομίσματός της από την Κίνα είναι μια πρακτική πολλών χρόνων, που έχει καταδικαστεί εντόνως επί σειρά ετών από το αμερικανικό Κογκρέσο καθώς και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ωστόσο καμία κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν τόλμησε ποτέ επισήμως να διατυπώσει αυτή την άποψη για να μην εξοργίσει το Πεκίνο.

Τα περισσότερα από τα διεθνή νομίσματα έχουν μεταξύ τους σχέσεις ελεύθερης διακύμανσης. Ενίοτε, πάντως, οι χώρες περιορίζουν τις εκροές κεφαλαίου όταν γίνονται μαζικές πωλήσεις του νομίσματός τους, ή παίρνουν μέτρα για να αποθαρρύνουν τις μαζικές εισροές όταν φοβούνται πως οι κερδοσκόποι αγαπούν υπερβολικά τις οικονομίες τους.

Η μεγάλη εξαίρεση είναι η Κίνα. Παρά τα τεράστια εμπορικά πλεονάσματα, οι κινεζικές αρχές έχουν διατηρήσει την ισοτιμία του νομίσματος επίμονα αδύναμη. Δίνουν, έτσι, στους Κινέζους εξαγωγείς ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους. Η πολιτική αυτή επιτείνει το πρόβλημα, εκτροχιάζοντας τη ζήτηση από τον υπόλοιπο κόσμο και κατευθύνοντάς την τεχνηέντως στις τσέπες των Κινέζων εξαγωγέων. Δεν είναι τυχαίο ότι η Κίνα αναδείχθηκε το 2009 πρώτη εξαγωγική δύναμη του κόσμου, ξεπερνώντας τη Γερμανία, που κατείχε το ρεκόρ από το 2000 μέχρι και το 2008. Το ίδιο έτος, η Κίνα ξεπέρασε τη Γερμανία και ως προς το μέγεθος της οικονομίας της, παραγκωνίζοντάς την από την τρίτη θέση της παγκόσμιας κατάταξης και φέτος υποσκέλισε την Ιαπωνία από τη δεύτερη, με την Αμερική στην κορυφαία θέση.

(από την εφημερίδα "Καθημερινή", 27/10/2010)