Αν και έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που τα πρώτα σημάδια της κρίσης, ορατά και από μη ειδικούς, έκαναν την εμφάνισή τους, μόλις τώρα ο μέσος Ελληνας αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι η χώρα μας μαστίζεται από χαμηλή ανταγωνιστικότητα, χαμηλή παραγωγική δραστηριότητα, υπερτροφικό, δαπανηρό και σπάταλο δημόσιο τομέα και διαφθορά. Αυτά τα φαινόμενα έχουν διογκώσει το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, το δημοσιοοικονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, σε επίπεδα που απειλούν μια ανυπολόγιστη οικονομική, και όχι μόνο, καταστροφή της χώρας μας

Αν και έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που τα πρώτα σημάδια της κρίσης, ορατά και από μη ειδικούς, έκαναν την εμφάνισή τους, μόλις τώρα ο μέσος Ελληνας αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι η χώρα μας μαστίζεται από χαμηλή ανταγωνιστικότητα, χαμηλή παραγωγική δραστηριότητα, υπερτροφικό, δαπανηρό και σπάταλο δημόσιο τομέα και διαφθορά. Αυτά τα φαινόμενα έχουν διογκώσει το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, το δημοσιοοικονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, σε επίπεδα που απειλούν μια ανυπολόγιστη οικονομική, και όχι μόνο, καταστροφή της χώρας μας.

Πιστεύω ότι η σωστή διάγνωση των αιτίων που οδήγησαν τη χώρα μας στη σημερινή της κατάσταση, είναι βασική προϋπόθεση για την επιτυχή διέξοδο από την κρίση. Σωστή διάγνωση δεν επιτυγχάνεται με την παραφιλολογία ότι η ελληνική κρίση σε ένα σημαντικό βαθμό οφείλεται και σε εκτός Ελλάδος παράγοντες. Μια παραφιλολογία που επιτείνεται τις τελευταίες δύο εβδομάδες με τις εξελίξεις που διαδραματίζονται στην Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία, οι οποίες μαστίζονται από παρόμοια συμπτώματα, για εντελώς όμως διαφορετικής προέλευσης προβλήματα.

Προσωπικά πιστεύω ότι η γενεσιουργός αιτία για τη χαμηλή έως κακή ποιότητα των οργανωτικών και διοικητικών αποτελεσμάτων των κυβερνητικών και δημοσιοδιοικητικών λειτουργιών που διαχρονικά οδήγησε τη χώρα μας σε αδιέξοδα και δύσκολες καταστάσεις όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα, είναι η παντελής έλλειψη χρηστής διακυβέρνησης, που μαστίζει την κοινωνία μας σε όλα τα επίπεδα.

Σύμφωνα με τον ορισμό του Προγράμματος Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (UNDP 1997), διακυβέρνηση είναι «η άσκηση της πολιτικής, οικονομικής και διοικητικής εξουσιοδότησης για τη διαχείριση των υποθέσεων μιας χώρας. Είναι οι πολύπλοκοι μηχανισμοί, διαδικασίες, σχέσεις και θεσμοί, μέσω των οποίων πολίτες και ομάδες εκφράζουν τα ενδιαφέροντά τους, ασκούν τα δικαιώματά τους και τις υποχρεώσεις τους και επιλύουν τις διαφορές τους». Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, η διακυβέρνηση «ξεπερνά την πολιτεία για να συμπεριλάβει τις δημόσιες υπηρεσίες και οργανισμούς, καθώς και τον ιδιωτικό φορέα, γιατί όλοι συμμετέχουν στις περισσότερες δραστηριότητες οι οποίες προωθούν την αειφόρο ανάπτυξη της κοινωνίας».

Ο όρος «χρηστή διακυβέρνηση» αναφέρεται σε συστήματα διακυβέρνησης χωρών που δεν επιτυγχάνουν μόνο στο εσωτερικό της χώρας αποτελεσματική λειτουργία, οικονομικά, δημοκρατικά, πολιτικά, οργανωτικά, διοικητικά, ηθικά και συνταγματικά, αλλά έχουν και σωστές αλληλεπιδράσεις με τη διεθνή κοινότητα.

Επομένως, όχι μόνο για τις ζητούμενες σωστές ενέργειες για την επίλυση του ελληνικού προβλήματος, αλλά και για τη διάγνωσή του, θα πρέπει με συναίνεση αλλά και με σχετική ταχύτητα να κινηθούμε συγχρόνως προς τρεις κατευθύνσεις:

Πρώτον, βελτίωση του management και των συστημάτων διαχείρισης για μείωση δαπανών με αποτελεσματική λειτουργία.

Δεύτερον, μεταρρυθμίσεις στις σχέσεις των ενδιαφερόμενων μερών (stakeholders), που αποσκοπούν στην αύξηση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας που προωθούν την οικονομική ανάπτυξη.

Τρίτον, θεσμικές αλλαγές, συμπεριλαμβανομένης και αυτής της αναθεώρησης του Συντάγματος, για χρηστή διακυβέρνηση.

Μέχρι σήμερα πολύ λίγα έχουν γίνει προς τις παραπάνω κατευθύνσεις. Αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην αδυναμία των πολιτικών κομμάτων να συνεργαστούν για την από κοινού διάγνωση και αντιμετώπιση της κρίσης, συνεπικουρούμενη και από τη συμπεριφορά πολυάριθμων συντεχνιών, πρόθυμων να εμποδίσουν την εκ βάθους διάγνωση των αιτίων που μας οδήγησαν έως εδώ, από τον φόβο απώλειας των κεκτημένων τους.

Εμφανείς μέχρι σήμερα είναι οι ενέργειες που έχουν γίνει κυρίως στην κατεύθυνση μείωσης των αποδοχών των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Κι αυτό, όχι γιατί οι μισθοί των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα είναι υψηλοί σε σχέση με τους ομολόγους τους στις χώρες της Ευρώπης των «δεκαπέντε», αλλά κυρίως για τη χαμηλή παραγωγικότητα του δημόσιου τομέα, παρά το γεγονός ότι αμείβονται πολύ περισσότερο από τους ομολόγους τους στον ιδιωτικό τομέα και είναι δύο με τρεις φορές αναλογικά περισσότεροι από ό,τι στις άλλες χώρες. Δεδομένης όμως της καθοριστικής σημασίας του δημόσιου τομέα στην εύρυθμη λειτουργία και οικονομική ανάπτυξη της χώρας, αυτά που γίνονται δεν είναι αρκετά για την αύξηση της αποτελεσματικότητάς του.

Πώς θα επιτύχουμε την πολυπόθητη οικονομική ανάπτυξη εάν δεν έχουμε ευέλικτες και αποτελεσματικές δημόσιες υπηρεσίες; Αρκούν οι μειώσεις των αποδοχών των εργαζομένων και η δραστική μείωση του αριθμού τους για να έχουμε πιο αποτελεσματικές δημόσιες υπηρεσίες;

Φοβάμαι ότι αποσπασματικές ενέργειες όπως αυτές, παρά τα όποια προσωρινά οφέλη, δεν θα συντελέσουν στη δημιουργία ενός καλού επιχειρηματικού κλίματος. Ενδέχεται μάλιστα να το επιδεινώσουν.

Γι’ αυτό, η μόνη ενδεδειγμένη λύση είναι να πορευτούμε με συναίνεση και με ταχύτητα και στις τρεις παραπάνω κατευθύνσεις για τη βελτίωση του εθνικού προτύπου διακυβέρνησης, το οποίο, στοχεύοντας στην ευημερία του ανθρώπου και με ιδιαίτερο σεβασμό στις μελλοντικές γενιές, στον 21ο αιώνα που ζούμε, είναι βέβαιο ότι θα ικανοποιεί όλες τις πολιτικές / οικονομικές / ιδεολογικές παραλλαγές.

* Ο κ. Τάκης Αθανασόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιά.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 05/12/2010)