Τα προβλήματά μας είναι γνωστά. Τα βλέπουμε, τα αισθανόμαστε και τα υφιστάμεθα, άλλος λίγο, άλλος πολύ, εκτός από εκείνους που βιώνουν λάθρα και σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, που δυστυχώς το ποσοστό τους στη χώρα μας είναι υψηλό. Το καράβι το ρίξαμε στα βράχια με αποκλειστικά δική μας ευθύνη και σήμερα είμαστε αναγκασμένοι να πορευόμαστε στο πλαίσιο και με τους όρους του Μνημονίου

Τα προβλήματά μας είναι γνωστά. Τα βλέπουμε, τα αισθανόμαστε και τα υφιστάμεθα, άλλος λίγο, άλλος πολύ, εκτός από εκείνους που βιώνουν λάθρα και σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, που δυστυχώς το ποσοστό τους στη χώρα μας είναι υψηλό. Το καράβι το ρίξαμε στα βράχια με αποκλειστικά δική μας ευθύνη και σήμερα είμαστε αναγκασμένοι να πορευόμαστε στο πλαίσιο και με τους όρους του Μνημονίου. Ενός Μνημονίου που βάλλεται από πολλές πλευρές ως σκληρό, ταπεινωτικό και αντιαναπτυξιακό, ελάχιστο χρόνο μετά την υπογραφή του και ενώ είναι σαφές ότι χωρίς αυτό δεν θα είχαμε ελπίδα επιβίωσης. Γιατί το κράτος ούτε είχε ούτε έχει λεφτά, πέρα από τα δανεικά. Επομένως, αν διατηρούμε σαν χώρα, σαν κοινωνία και σαν πολιτικό σύστημα ίχνη λογικής και αισθήματος αυτοσυντήρησης, το Μνημόνιο χωρίς αποκλίσεις είναι ο μόνος δρόμος.

Αυτό δεν σημαίνει ότι με την πιστή εφαρμογή του Μνημονίου θα βγούμε οπωσδήποτε στην επιφάνεια, όταν μάλιστα το χρέος προβλέπεται να φτάσει στο 160% του ΑΕΠ το 2013. Πρέπει, όμως, να το εφαρμόσουμε, πρώτον για να εκλογικεύσουμε το Δημόσιο, την κοινωνία και την οικονομία μας και δεύτερον, για να προθυμοποιηθούν οι Ευρωπαίοι εταίροι να μας διευκολύνουν πάλι την κατάλληλη στιγμή, αφού θα έχουν διαπιστώσει την ειλικρινή και σκληρή προσπάθεια να ξεφύγουμε από το αμαρτωλό παρελθόν.

Αρα, πρώτη προϋπόθεση της διάσωσης είναι η εφαρμογή του Μνημονίου, δεύτερη προϋπόθεση είναι η βούληση των Ευρωπαίων να διευκολύνουν, αλλά υπάρχει και τρίτη προϋπόθεση. Είναι η ομαλοποίηση της κατάστασης στο πλαίσιο της Ευρωζώνης. Η πρώτη προϋπόθεση είναι στο χέρι μας, η δεύτερη πολύ λιγότερο και η τρίτη καθόλου. Γιατί με επίκεντρο τη Γερμανία, παίζεται ένα παιχνίδι με πολλούς παίκτες και παραμέτρους. Η έκβαση του παιχνιδιού θα κρίνει την τύχη του ευρώ, τη σχέση της Γερμανίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση και την Ευρωζώνη, αλλά και το μέλλον της τελευταίας. Από σπόντα, αλλά εξαιρετικά αποφασιστικά, θα κρίνει και το μέλλον της Ελλάδας.

Σήμερα κυριαρχεί το ερώτημα τι επιθυμεί η Γερμανία. Θέλει να μείνει ή να φύγει από την Ευρωπαϊκή Ενωση και την Ευρωζώνη; Θέλει μία διαφορετική Ευρωζώνη; Θέλει ή όχι να γίνουν βήματα προς την οικονομική και πολιτική ενοποίηση; Ή μήπως στο βάθος θέλει την όσμωση με τη Ρωσία, πιστή στο πατροπαράδοτο δόγμα της αναζήτησης «ζωτικού χώρου», με την οικονομική έννοια σήμερα, ανατολικά; Δύσκολο να απαντήσει κανείς με σιγουριά. Πάντως, το Βερολίνο δεν δείχνει να έχει κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο αποστασιοποίησης.

Στη βάση της λογικής, η Γερμανία πρέπει να θέλει την επιβίωση της Ευρωζώνης και του ευρώ γιατί το επιτάσσει κατ’ αρχήν το οικονομικό συμφέρον της. Αυτό είναι προφανές και χιλιοειπωμένο. Δεν το αρνούνται ούτε η Μέρκελ και ο Σόιμπλε, το αντίθετο, μάλιστα. Ταυτόχρονα, δεν αντέχει ούτε πολιτικά να «αυτονομηθεί» και να ξαναγυρίσει στο μάρκο. Οι ανταγωνιστικές δυνάμεις που υπάρχουν σήμερα και αυτές που προβλέπεται να διαμορφωθούν είναι πολύ μεγάλες για τα δόντια της, αν μείνει μόνη.

Το κυριότερο, όμως, είναι ότι αν φύγει η Γερμανία από την ομπρέλα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Ευρωζώνης, θα μπει στο στόχαστρο πολλών, καθώς θα αναβιώσουν φόβοι και ανασφάλειες, όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο πρόδρομος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η ΕΚΑΧ, ιδρύθηκε το 1951 για να εντάξει τη Γερμανία και να εξασφαλίσει ένα καθεστώς ειρήνης και ασφάλειας στην Ευρώπη, μεταξύ άλλων… Κανονικά, ακόμη και τη μεγαλύτερη στροφή προς τα ανατολικά, το Βερολίνο θα την κάνει στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Ευρωζώνης.

Με την υπόθεση ότι η παραπάνω εκτίμηση είναι σωστή, η Γερμανία θέλει τη διατήρηση της Ευρωζώνης. Ταυτόχρονα, όμως, αντιλαμβάνεται πλέον ότι πρέπει να γίνουν βήματα οικονομικής ένωσης, όπως απέδειξε η κρίση. Ωστόσο, για να γίνουν αυτά τα βήματα, ο όρος είναι να εξυγιανθούν τα δημοσιονομικά των χωρών της Ευρωζώνης, ώστε να μην είναι αναγκασμένη να πληρώνει συνεχώς τον λογαριασμό «άτακτων» χωρών, όπως η Ελλάδα. Θέλει να επιβάλει πειθαρχία και γι’ αυτό εμφανίζεται σκληρή και άτεγκτη και λέει τόσα «όχι» στις πιέσεις για επιμήκυνση, ευρωομόλογο ή προσπαθεί να βάλει και ιδιώτες στον μηχανισμό σωτηρίας. Να μην ξεχνάμε ακόμη ότι στη Γερμανία υπάρχει επίσης μια κοινή γνώμη που πρέπει να πεισθεί και ένα Συνταγματικό Δικαστήριο, φοβερό και τρομερό.

Αν η Γερμανία ήθελε τη διάλυση της Ευρωζώνης, δεν θα έδειχνε τόσο πείσμα στις απόψεις της ούτε θα προωθούσε μέτρα κεντρικού ελέγχου των προϋπολογισμών των χωρών της Ευρωζώνης και άλλα που οδηγούν στην οικονομική ένωση. Θα κάνει σταδιακά τους συμβιβασμούς της γιατί στο βάθος ξέρει ότι θα πιει το «πικρό ποτήρι», αναλαμβάνοντας με διάφορες μορφές μεγαλύτερα οικονομικά βάρη για να προστατευθεί το ευρώ. Απλά προσπαθεί να μην είναι τόσο μεγάλο το ποτήρι και τόσο πικρό το περιεχόμενο. Το ερώτημα είναι αν η συνταγή της λιτότητας που επιβάλλει είναι η σωστή. Θα το διαπιστώσουμε στο τέλος, ας ελπίσουμε όχι με τη διαδικασία της νεκροψίας. Προς το παρόν, πάντως, ο μόνος δρόμος για την Ελλάδα είναι η προσαρμογή στο Μνημόνιο. Το είπε και ο Ολι Ρεν που είναι Φινλανδός, όχι Γερμανός…

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 10/12/2010)