Φαίνεται ότι τα αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας έχουν αμβλυνθή πολύ τις τελευταίες δεκαετίες. Αφήσαμε να αναπτυχθή ο κρατισμός, ο οποίος μάς οδήγησε στην σημερινή οικονομική κατάρρευση. Απαιτήσαμε από το Κράτος μας να αναδειχθή σε μια ιδιότυπη «θεία πρόνοια» που εις βάρος των φορολογουμένων ανελάμβανε τα βάρη των πάντων. Οι ίδιες οι κυβερνήσεις μάς καλλιέργησαν την θεωρία ότι η συμμετοχή μας σε διεθνείς οργανισμούς δεν γίνεται προς εξυπηρέτηση των γεωστρατηγικών μας συμφερόντων, αλλά διότι έχουμε να αποκομίσουμε κέρδη από αυτούς.

Φαίνεται ότι τα αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας έχουν αμβλυνθή πολύ τις τελευταίες δεκαετίες. Αφήσαμε να αναπτυχθή ο κρατισμός, ο οποίος μάς οδήγησε στην σημερινή οικονομική κατάρρευση. Απαιτήσαμε από το Κράτος μας να αναδειχθή σε μια ιδιότυπη «θεία πρόνοια» που εις βάρος των φορολογουμένων ανελάμβανε τα βάρη των πάντων. Οι ίδιες οι κυβερνήσεις μάς καλλιέργησαν την θεωρία ότι η συμμετοχή μας σε διεθνείς οργανισμούς δεν γίνεται προς εξυπηρέτηση των γεωστρατηγικών μας συμφερόντων, αλλά διότι έχουμε να αποκομίσουμε κέρδη από αυτούς.

Τέλος, σήμερα καθώς διανύουμε μια περίοδο οικονομικής κρίσεως, οι μερίδες της κοινωνίας που ευθύνονται πρωταρχικώς για την κατάσταση, είναι αυτές που διαμαρτύρονται για τις επιπτώσεις, δηλώνουν «κουρασμένες» από τα αλλεπάλληλα μέτρα και αναμένουν μια ως δια μαγείας λύση, η οποία θα μας ξαναφέρη στην προηγουμένη κατάσταση.

Οι μόνοι που δεν ευθύνονται για την οικονομική κρίση είναι οι επιχειρηματίες και κυρίως οι μικρομεσαίοι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Αυτοί που κατά τις προηγούμενες δεκαετίες επλήρωναν -κυριολεκτικώς- την «γενναιοδωρία» των κυβερνήσεων προς τους δημοσίους υπαλλήλους, προς τις ΔΕΚΟ, ακόμη και προς τους μετανάστες νομίμους και παρανόμους.

Επειδή δε αυτοί αποτελούν το κατ’ εξοχήν παραγωγικό και προοδευτικό τμήμα της κοινωνίας, σε αυτούς θα έπρεπε να στηρίζεται η προσπάθεια εξόδου από την κρίση. Απεναντίας όμως, το Κράτος, αντί να τους ενισχύση και να δημιουργήση τις προϋποθέσεις για την αύξηση της παραγωγικότητος, κάνει ό,τι μπορεί για να τους εξαφανίση τελείως. Διότι νομοτελειακώς εκεί οδηγούν οι αλλεπάλληλες αυξήσεις του ΦΠΑ, η διατήρησις της γραφειοκρατίας εις πείσμα των περί του αντιθέτου διακηρύξεων και το κυνήγι μαγισσών υπό το πρόσχημα της πατάξεως της φοροδιαφυγής. Και μαζί με αυτά αντιμετωπίζουν και το «χαράτσι» της περαιώσεως!

Η αλήθεια είναι ότι η μόνη απάντησις στην κρίση είναι η εργασία, η παραγωγικότης και η πλήρης απαγκίστρωσις από το φαύλο (πλην εύδαιμον) παρελθόν. Αυτό φαίνεται ότι ενοχλεί υπερβολικά τους στυλοβάτες αυτών των νοσηρών καταστάσεων. Που αντιδρούν κατά συμπλεγματικό τρόπο σε οποιαδήποτε προσπάθεια περισσότερης εργασίας.

Πώς αλλιώς να εξηγήση κανείς την χθεσινή απεργία των αστικών συγκοινωνιών στην Αθήνα; Για πρώτη φορά, από καταβολής ελληνικού Κράτους τέτοια απεργία έγινε ημέρα Κυριακή και μάλιστα τις ώρες εκείνες που τα καταστήματα του δεινοπαθούντος κέντρου των Αθηνών θέλησαν αλλά δεν μπόρεσαν τελικώς να ανοίξουν, προκειμένου να ισοσκελίσουν -όσο αυτό θα ήταν δυνατόν- τις καθημερινές απώλειες από την υποβάθμιση, τις διαδηλώσεις, τους αποκλεισμούς των οδών και βεβαίως τις απρόκλητες επιθέσεις των ταραχοποιών στοιχείων, τα οποία η Αστυνομία μας αδυνατεί να ελέγξη! 

Ούτε οι εργαζόμενοι στις συγκοινωνίες, ούτε όμως και οι συνδικαλιστές τους οι οποίοι αυταρχικώς αποφασίζουν τις κινητοποιήσεις, έχουν να κερδίσουν το παραμικρό από αυτήν την απεργία. Ο ζημιογόνος Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών θα είχε να ωφεληθή από την αύξηση του τζίρου που θα έφερνε η ενδεχομένως αυξημένη κίνησις της Κυριακής. Αλλά αυτό βεβαίως ουδόλως ενδιαφέρει εκείνους που περιμένουν από το «κράτος-θεία πρόνοια» να εγγυάται την μισθοδοσία τους.

Απ’ εναντίας, φαίνεται ότι το μοναδικό τους μέλημα είναι η αντίδρασις σε κάθε προσπάθεια να αποστούμε από το φαύλο παρελθόν και να υιοθετήσουμε την οδό της αναπτύξεως που θα μας βγάλη από την κρίση. Χωρίς να υπολογίζουν ούτε την ανεργία στον ιδιωτικό τομέα ούτε τις ευρύτερες επιπτώσεις που έχει η συμπεριφορά τους. Απλώς πρόκειται για κοινωνικώς ανευθύνους.

Αντιδρούν στις υγιείς προσπάθειες του επιχειρηματικού κόσμου, διότι η επιτυχία τους θα αποδείξη την κενότητα και την αναποτελεσματικότητα του ελληνικού «μεταπολιτευτικού μοντέλου», το οποίο στηρίχθηκε σε ό,τι πιο αναχρονιστικό, διεφθαρμένο και αντιπαραγωγικό έχει να επιδείξη η νεώτερη ευρωπαϊκή ιστορία. Περαιτέρω υποστήριξίς του συνεπάγεται ευθεία υπονόμευση της εθνικής προσπαθείας που πρέπει να αναληφθή προκειμένου να ξεπεράσουμε την κρίση.

Η προσπάθεια δε αυτή, απαιτεί τόλμη και απαιτεί έργα. Οι άτολμες μεγαλοστομίες της Κυβερνήσεως και η ανοχή την οποία επιδεικνύει απέναντι στους προνομιούχους του «ευρυτέρου δημοσίου τομέως» απλώς χειροτερεύουν την κατάσταση