Κάποτε, σε ένα όχι και τόσο µακρινό παρελθόν, κανείς πολιτικός σε όποιον
χώρο κι αν ανήκε δεν τολµούσε να παραδεχθεί δηµόσια πως δεν είναι
κάπως σοσιαλιστής. Τη δεκαετίατου ‘80 ο όρος σοσιαλιστής ήταν συνώνυµο του
προοδευτικός και επειδή κανείς δεν ήθελε να µην είναι προοδευτικός σε µια
Ελλάδα πουπροόδευε όλοι ήταν λιγότερο ή περισσότερο σοσιαλιστές.
Τη
δεκαετίατου ‘90, τότε που τοχρηµατιστήριο µπήκε στοκάθε ελληνικό σπίτι,
στη φαντασία της πολιτικής µας ζωής άρχισε να φυσάει ο άνεµοςτου
φιλελευθερισµού. Μπορεί κατά βάθος κανένας να µην εγκατέλειψε τη γοητεία
του σοσιαλισµού, όµως όλοι ήθελαν να γίνουν και λίγο φιλελεύθεροι,
ακόµη κι αν δεν το οµολογούσαν. Στο κάτω κάτω, ο φιλελευθερισµός
επέτρεπε µια πιο ελεύθερη χρήση των επιδοτήσεων, των δανείων και των
πιστωτικών καρτών. Ας µην ξεχνάµε επίσης πως στις αρχές της δεκαετίας
του 2000 όλοι, ακόµη και όσοι για να κάνουν δυο βήµατα έπαιρναν
αυτοκίνητο, εµφανίζονταν λίγο ώς πολύ εµπνευσµένοι από την Ολυµπιακή Ιδέα
και από ό,τι αυτή αντιπροσώπευε. Στη φαντασία των περισσοτέρων µας,
για να µην ξεχνιόµαστε, δεν ήταν τίποτε παραπάνω από ακόµη έναν άθλο
του Ηρακλέους που έφερε εις πέρας ο Ελληνισµός, αυτήν τη φορά για να
αποδείξει πως η νίκη και η πρωτιά είναι εγγεγραµµένη στο DNA του.
Τώρα που το οικοδόµηµα γκρεµίζεται στα κεφάλια µας και επειδή όλοι
γνωρίζουν πως ο κόσµος χωρίζεται σε λαίµαργους και λιτοδίαιτους – σε
πείσµα τού «µαζί τα φάγαµε» κυρίου Πάγκαλου – και κανένας δεν θέλει να
τον λένε λαίµαργο όλοι έχουµε γίνει «αντιεξουσιαστές». Ακόµη και ο
Πρωθυπουργός δήλωσε αντιεξουσιαστής, προφανώς εννοώντας πως έρχονται
στιγµές που, όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι κι αυτός δεν αντέχει να σηκώνει
το βάρος της εξουσίας του.
Κατά τα άλλα, δενµπορείς να µη
σκεφτείς πως σε ένα πολιτικό σύστηµα στοοποίο η∆εξιά, η Κεντροδεξιά, η
Κεντροαριστερά και η Αριστερά δεν σηµαίνουν τίποτε παραπάνω από το ποιος
τρώει µε ποιον, ποιος τηλεφωνεί σε ποιον και ποιος κρατάει µούτρα σε
ποιαν, δεν δικαιούσαι να ζητάς περισσότερη σηµασιολογική αξία από µια
λέξη όπως η λέξη αντιεξουσιαστής.
Εξάλλου όλοι είµαστε λίγο ώς
πολύ αντιεξουσιαστές.Ο αχρείος πουκαβαλάει µε το µηχανάκι το
πεζοδρόµιο γιατί βιάζεται είναι εναντίον της εξουσίας της µητέρας που
παλεύει να σώσει το παιδί της στο καροτσάκι. Ο καθηµερινός απεργός
πουδεν διεκδικεί τίποτε παραπάνω από το δικαίωµα στην απεργία είναι
εναντίον της εξουσίας της κοινής λογικής και ο αρχισυνδικαλιστής που
µας απειλεί πως «θα µατώσουµε» είναι κι αυτός πολέµιος της
φρικτήςαυτής εξουσίας που λέγεται κοινωνία. Ο αυτόχειρας είναι εναντίον
της εξουσίας του ίδιουτου τού εαυτού και αν µάλιστα αποφασίσει να το
αποδείξειπηδώντας από τον πέµπτο όροφο µπορείς κάλλιστα ναπεις πωςείναι
καιεναντίον της καταπιεστικήςεξουσίαςτου νόµου της βαρύτητας.
Χωρίς αυτό να σηµαίνει πως δεν υπάρχουν ανάµεσά µας και ορισµένοι που
είναι περισσότερο αντιεξουσιαστές απότους υπόλοιπους αντιεξουσιαστές.
Αυτοί συρρέουν κατά οµάδες εκεί όπου συγκεντρώνονται οι υπόλοιποι λίγο
ώς πολύ αντιεξουσιαστές και για να αποδείξουν τη γνησιότητά τουςπετάνε
πέτρες, σπάνε υαλοπίνακες, κεφάλια και λοιπά εύθραυστα αντικείµενα.
Ενίοτε παίζουν και µε εκρηκτικά και µε ανθρώπινες ζωές.
Τι
ακριβώςσηµαίνει ηλέξη αντιεξουσιαστής καισε τι διαφέρει απότον
µπαχαλάκια, τον κοινό κουκουλοφόρο ή τον χουλιγκάνο ουδείς ενδιαφέρεται
να µάθει. ∆ηλώνει σίγουρα κάποιου είδους αγανάκτηση, ένα άχτι, το
ατίθασο του ήθους αυτού που δεν µασάει ό,τι όλοι οι υπόλοιποι
καταπίνουν σαν κουτόχορτο.
∆ηλώνει και κάτι ακόµη. Μπορεί οι
λέξεις να έχουν χάσει τη σηµασία τους και οι έννοιες τηναξία τους,όµως
εµείς δεν έχουµε χάσει την ικανότητα να προβιβάζουµε τον εαυτό µας και
τον µικρόκοσµο της ζωής µας, τον κοινότατο θυµό και την ακόµη κοινότερη
δυστροπία µας σε κοινωνικό φαινόµενο, σε στάση ζωής. Η ελληνική
γλώσσα εξάλλου προσφέρεται για αφαιρέσεις. Κάποτε βοήθησε όσους την
µιλούσαν να κάνουν φιλοσοφία. Τώρα µας βοηθάει να αποκαλούµε
τη φορολογική αµνηστία περαίωση και τη γενικευµένη δυστροπία της ανοµίας
αντιεξουσιαστική στάση.
(από την εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ", 10/12/2010)