Τα ΜΜΕ μας λένε ότι η οικονομική κρίση «τελείωσε» και ότι η παγκόσμια οικονομία βαδίζει και πάλι στην συνηθισμένη οδό της ανάπτυξης και των κερδών. Στις 30 Δεκεμβρίου, η Le Monde συνόψισε τη διάθεση αυτή με άλλον έναν εκπληκτικό τίτλο: «Οι ΗΠΑ θέλουν να πιστέψουν στην οικονομική ανάκαμψη». Ακριβώς: Θέλουν να πιστέψουν και όχι μόνο εκείνοι. Είναι όμως έτσι;

Τα ΜΜΕ μας λένε ότι η οικονομική κρίση «τελείωσε» και ότι η παγκόσμια οικονομία βαδίζει και πάλι στην συνηθισμένη οδό της ανάπτυξης και των κερδών. Στις 30 Δεκεμβρίου, η Le Monde συνόψισε τη διάθεση αυτή με άλλον έναν εκπληκτικό τίτλο: «Οι ΗΠΑ θέλουν να πιστέψουν στην οικονομική ανάκαμψη». Ακριβώς: Θέλουν να πιστέψουν και όχι μόνο εκείνοι. Είναι όμως έτσι;

Πρώτα από όλα, όπως έχω επαναλάβει, δεν βρισκόμαστε σε μια ύφεση, αλλά σε μια κατάπτωση. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι έχουν επίσημους ορισμούς για αυτές της έννοιες, βασισμένες κυρίως στις τιμές των χρηματαγορών. Χρησιμοποιούν αυτά τα κριτήρια για να επιδείξουν την ανάπτυξη και τα κέρδη. Και οι πολιτικοί πρόθυμα χρησιμοποιούν τις ανοησίες αυτές, αλλά ούτε η ανάπτυξη, ούτε τα κέρδη δεν αποτελούν επαρκή μέτρα.

Υπάρχουν πάντα ορισμένοι άνθρωποι που θα έχουν κέρδη, ακόμα και στις χειρότερες εποχές. Το ερώτημα είναι πόσοι άνθρωποι και ποιοι άνθρωποι. Στις «καλές» εποχές, οι περισσότεροι βλέπουν μια βελτίωση της υλικής τους κατάστασης, έστω και αν υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα σε αυτούς στην κορυφή και εκείνους στον πάτο της πυραμίδας. Η πλημμυρίδα ανεβάζει όλα τα πλοία , όπως λέει η παροιμία .

Όμως, όταν η παγκόσμια οικονομία γίνεται στάσιμη, όπως δηλαδή είναι από τη δεκαετία του 1970, τότε συμβαίνουν ορισμένα πράγματα. Ο αριθμός των ανθρώπων που δεν εργάζονται ικανοποιητικά και δεν εξασφαλίζουν ένα επαρκές εισόδημα αυξάνεται σημαντικά. Και εξαιτίας αυτού, οι χώρες προσπαθούν να εξάγουν την ανεργία η μια στην άλλη. Επιπλέον, οι πολιτικοί τείνουν να προσπαθούν να μειώσουν το εισόδημα των συνταξιούχων και των νεαρών ανθρώπων ώστε να ικανοποιήσουν τις ηλικίες των ψηφοφόρων.

Για το λόγο αυτό, όταν εξετάζουμε την κατάσταση χώρα ανά χώρα, υπάρχουν πάντα κάποιες που εμφανίζονται πιο θετικές από άλλες. Ο προσδιορισμός αυτός όμως τείνει να αλλάζει πιο γρήγορα τα τελευταία 40 χρόνια.

Επίσης, καθώς συνεχίζεται η στασιμότητα, η αρνητική εικόνα διευρύνεται και τότε τα ΜΜΕ κάνουν λόγο για κρίση και οι πολιτικοί αναζητούν τις εύκολες λύσεις. Καλούν για «λιτότητα», η οποία σημαίνει μείωση των συντάξεων, των δαπανών της εκπαίδευσης και της παιδικής πρόνοιας. Επιχειρούν τη νομισματική υποτίμηση, ώστε να μειώσουν προσωρινά τον δείκτη ανεργίας, εις βάρος άλλων κρατών.

Πάρτε για παράδειγμα το ζήτημα των κυβερνητικών συντάξεων. Μια μικρή πόλη στην Αλαμπάμα εξάντλησε το συνταξιοδοτικό της ταμείο το 2009 και συνεπώς δήλωσε πτώχευση, έπαψε να πληρώνει και παραβίασε τους σχετικούς νόμους. Όπως επεσήμαναν οι New York Times, «δεν είναι μόνο οι συνταξιούχοι που υπέφεραν. Αν μια πόλη προσπαθούσε να υπακούσει στο νόμο και να πληρώσει με χρήματα του ετήσιου προϋπολογισμού, τότε θα αναγκαζόταν να αύξανε τους φόρους ή να μειώσει τις δαπάνες. Οπότε οι σημερινοί εργαζόμενοι θα αναγκάζονταν να πληρώνουν για ένα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα το οποίο μπορεί να μην υπάρχει όταν θα έρθει η ώρα».

Αυτό είναι το πρόβλημα κάθε πολιτείας των ΗΠΑ, η οποία επιβάλλεται βάσει νόμου να έχει ισοσκελισμένο προϋπολογισμό και άρα δεν μπορεί να δανειστεί. Υπάρχει επίσης και ένα παράλληλο πρόβλημα για κάθε κράτος της ευρωζώνης, το οποίο δεν μπορεί να υποτιμήσει το νόμισμά του για δημοσιονομικούς λόγους, πράγμα που σημαίνει μια υπερβολική επιβάρυνση μέσω του δανεισμού.

Αλλά τι γίνεται για εκείνες τις χώρες που η οικονομία τους «ανθίζει», όπως η Γερμανία και συγκεκριμένα η Βαυαρία, την οποία αρκετοί αποκαλούν «χώρα της ευτυχίας»; Γιατί οι Βαυαροί δηλώνουν ευτυχείς και ήρεμοι για την οικονομική τους κατάσταση; Οι ΝΥΤ γράφουν πως «η καλή τύχη της Γερμανίας αντιμετωπίζεται στη Βαυαρία ως το αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης των εργατών, οι οποίοι την τελευταία δεκαετία θυσίασαν τους μισθούς και τα επιδόματά τους ώστε να γίνουν οι εργοδότες τους πιο ανταγωνιστικοί. Στην πραγματικότητα, μέρος της ευμάρειας προέρχεται από την στέρηση των κοινωνικών δαπανών».

Τουλάχιστον υπάρχει το καλό παράδειγμα των «αναδυόμενων οικονομιών», οι οποίες έχουν επιδείξει σταθερή ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια – ειδικά οι χώρες του BRIC. Ας τις επανεξετάσουμε όμως: Η κινεζική κυβέρνηση ανησυχεί πολύ για τις χαλαρές δανειοδοτικές πρακτικές των τραπεζών της χώρας, οι οποίες μοιάζουν να βρίσκονται σε μια φούσκα, απειλώντας με πληθωρισμό. Ένα αποτέλεσμα είναι η αύξηση των απολύσεων σε ένα κράτος δίχως προστατευτικό δίχτυ για τους ανέργους. Εντωμεταξύ, η νέα πρόεδρος της Βραζιλίας, Ντίλμα Ρούσεφ, φέρεται να ενοχλείται από το υπερτιμημένο εθνικό νόμισμα, τη στιγμή που το δολάριο και το γιουάν κινούνται αντίθετα και υπονομεύουν τις βραζιλιάνικες εξαγωγές. Επιπλέον, οι κυβερνήσεις της Ρωσίας, της Ινδίας και της Νοτίου Αφρικής αντιμετωπίζουν όλες τη δυσαρέσκεια των λαών τους, οι οποίοι δεν απολαμβάνουν τους καρπούς της υποτιθέμενης ανάπτυξης.

Τέλος, παρατηρούνται απότομες αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας, των τροφίμων και του νερού. Αυτό είναι το αποτέλεσμα του υπερπληθυσμού και της ολοένα και μεγαλύτερης μερίδας που ζητά πρόσβαση σε αυτά. Παρουσιάζεται έτσι ένας αγώνας για τις βασικές ανάγκες, ο οποίος μπορεί να αποβεί μοιραίος. Υπάρχουν δύο πιθανά αποτελέσματα. Το πρώτο είναι να μειώσουν οι μάζες αυτές τις ανάγκες τους – πράγμα δύσκολο. Το δεύτερο είναι να οδηγήσει ο αγώνας αυτός σε έναν μειωμένο πληθυσμό και συνεπώς σε μικρότερες ελλείψεις – μια άσχημη Μαλθαισιανή λύση.

Καθώς μπαίνουμε στη δεύτερη δεκαετία του αιώνα, μοιάζει δύσκολο να κοιτάμε πίσω στο χρόνο από το 2020 και να θεωρούμε τη δεκαετία αυτή ως την εποχή που η λέξη «κρίση» εξαφανίστηκε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Δεν είναι χρήσιμο το να «θέλουμε να πιστέψουμε» σε μια απομακρυσμένη ιδέα. Δεν βοηθά στο να κρίνουμε τι χρειάζεται να κάνουμε.