Καθώς τελειώνει άλλη μια χρονιά, κοιτάμε πίσω και κάνουμε απολογισμό, πόσο μάλλον που ταυτόχρονα τελειώνει μια δεκαετία.Αλλά δε θα έπρεπε να μας απασχολεί μόνο η περσινή χρονιά, ούτε καν η τελευταία δεκαετία. Οι χειρότερες δεκαετίες της ζωής μας ήταν οι δύο τελευταίες: χρόνια γεμάταμεγάλες προσδοκίες που τις ακολούθησαν πικρές απογοητεύσεις.

Καθώς τελειώνει άλλη μια χρονιά, κοιτάμε πίσω και κάνουμε απολογισμό, πόσο μάλλον που ταυτόχρονα τελειώνει μια δεκαετία.Αλλά δε θα έπρεπε να μας απασχολεί μόνο η περσινή χρονιά, ούτε καν η τελευταία δεκαετία. Οι χειρότερες δεκαετίες της ζωής μας ήταν οι δύο τελευταίες: χρόνια γεμάταμεγάλες προσδοκίες που τις ακολούθησαν πικρές απογοητεύσεις.

 

Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, το Νοέμβριο του 1989, η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε, η ανατολική Ευρώπη απελευθερώθηκε, η Γερμανία ενοποιήθηκε και η δύση ανακηρύχτηκε νικήτρια του «ψυχρού πολέμου», χωρίς να χρειαστεί να ρίξει ούτε ντουφεκιά. Ο Φράνσις Φουκουγιάμα (Francis Fukuyama) διακήρυξε το «τέλος της ιστορίας»: δεν ήταν μόνο που ο κομμουνισμός είχε κατανικηθεί, ούτε πως η φιλελεύθερη δημοκρατία και η οικονομία της αγοράς είχαν επικρατήσει στην Ευρώπη, αλλά ήταν επιπλέον προορισμένες να κυριαρχήσουν σε ολόκληρο τον κόσμο, από τη Μέση Ανατολή ως την Ασία· ή τουλάχιστο έτσι μας έλεγαν.

 

Είκοσι χρόνια αργότερα,οι υβριστικοί κομπασμοί εκείνων των ημερών σήμερα φαίνονται εξοργιστικοί. Τι συνέβη στο αναμεταξύ; Η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε,με έναν τρόπο που οδήγησε σε μεγάλη αναξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Πολύ χειρότεροι πόλεμοι ξέσπασαν σε ολόκληρο τον κόσμο, από την κεντρική Αφρική στη δυτική Ασία και τη Σρι Λάνκα, με εκατομμύρια θύματα.

 

Ύστερα είχαμε την πολυετή απατηλή οικονομική ανάπτυξη. Σύμφωνα με την αξιομνημόνευτη ρήση του Μπέρτι Αχέρν (Bertie Ahern),του απαξιωμένου σήμερα πρώην πρωθυπουργού της Ιρλανδίας: «το οικονομικό μπουμ γίνεται μπουμέτερο!». Έτσι κι έγινε, μέχρι που έσκασε, και μάλιστα... σκασμέτερα από ότι συνήθως.

 

Οι δυτικές κυβερνήσεις δεν έφταιγαν για όλα, αλλά μερικά σοβαρά και ασυγχώρητα λάθη ήταν αποκλειστικά δικά τους: ξεκινάμε από την εγκληματική τους αμέλεια στο να ελέγξουν το χρηματοοικονομικό τομέα, και πάμε στη δογματική τους εμμονή να επιβάλλουν τον ανεξέλεγκτο καπιταλισμό στη Ρωσία, πράγμα που μετέτρεψε τη χώρααυτή σε μια ωμή, απελπιστική κλεπτοκρατία,την απερίσκεπτη επέκταση του ΝΑΤΟ και την περιττή, εγκληματική και αποκρουστικά αιματηρή εισβολή στο Ιράκ.

 

Μετά από μια σειρά ψευδεπίγραφων ελπίδων,οι Ηνωμένες Πολιτείες αποδείχτηκαν εντελώς ανίκανες να επιβάλουν μια δίκαιη και ειρηνική συμφωνία στους Αγίους Τόπους (ή τουλάχιστο να προσπαθήσουν σοβαρά να το κάνουν) παρά τον διαιωνιζόμενο μύθο πως η κυβέρνηση Κλίντον (Clinton) παραλίγο να το πετύχει. Ο επόμενος πρόεδρος πάντως ούτε καν μπήκε στον κόπο να το προσπαθήσει. ΟΤζορτζ Μπους (George Bush) προτίμησε να ασχοληθεί με την τιμωρία των εχθρών της χώρας του και τη δια της βίας επιβολή των υποτιθέμενων αξιών της, με την πρόθυμη συμπαράσταση κάποιου Βρετανού πρωθυπουργού, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

 

Όσο για μας, εκείνο το αξιοθαύμαστο πρωινό του Μαΐου του 1997 το διαδέχτηκε μια πρωτοφανώς αιχμηρή διάψευση. Στα παράξενα και μάλλον τρομερά του απομνημονεύματα, οΤόνι Μπλερ(Tony Blair) γράφει για τα πλήθη που τον λάτρευαν εκείνη τη μέρα, πως «έδιναν σε ό,τι άγγιζα κάτι μαγικό», και για το πώς η εκλογή του σηματοδότησε «μια μεγάλη ανακούφιση, τη γέννηση κάτι νέου». Το χειρότερο είναι πως έχει δίκιο. Έτσι ακριβώς νιώθαμε εκείνη τη μέρα.

 

Ποιος συνεχίζει να νιώθει έτσι και σήμερα; Από τότε ήταν ήδη διακριτό πως ενστικτωδώς ο Μπλερ ανήκε μάλλον στην αυταρχική δεξιά, αν και ήταν πολύ πιο δύσκολο να φανταστεί κανείς πως κάποια μέρα θα κήρυττε έναν απηνή πόλεμο ενάντια στο κράτος δικαίου και τις ατομικές ελευθερίες. Λίγες προορατικές ψυχές έβλεπαν νωρίτερα από όλους μας πως το «οικονομικό θαύμα» για το οποίο άλλοτε κοκορεύονταν οι Μπλερ και Γκόρντον Μπράουν (Gordon Brown) δεν ήταν παρά μια σειρά από δάνεια και φούσκες -που αργά ή γρήγορα σκάζουν. Αλλά πώς ήταν δυνατό να προβλέψουμε πως ο Μπλερ θα έσερνε τη χώρα σε περισσότερους πολέμους από κάθε άλλον στην πρόσφατη ιστορία μας, με αποκορύφωμα τον όλεθρο του πολέμου στο Ιράκ;

 

Όταν ξεκινούσε ο πόλεμος εκείνος, ο Μπλερ δήλωσε στον «γκάρντιαν» πως ήταν «έτοιμος να υποστεί την ετυμηγορία της ιστορίας». Μερικές εβδομάδες αργότερα στην Ουάσιγκτον, κατά τη διάρκεια μιας γεμάτης κολακείες ομιλίας του στο Κογκρέσο, δήλωσε πως ακόμα και αν οι προφάσεις που είχαν προβληθεί τότε ως αιτία του πολέμου αποδεικνύονταν ψευδείς, «είμαι βέβαιος πως η ιστορία θα μας το συγχωρήσει».

 

Ό,τι κι αν κάνει η άμορφη έννοια της «ιστορίας»,το βέβαιο είναι πως υπάρχουν ήδη λαμπροί ιστορικοί πως έχουν βγάλει την ετυμηγορία τους για τον Μπλερ και τους πολέμους του. Μετά τη δεύτερη εκλογική του νίκη, το 2001, ο αξέχαστοςΤόνι Τζουντ (Tony Judt) -που η αποδημία του το περσινό καλοκαίρι προκάλεσε μια αναντικατάστατη απώλεια- δημοσίευσε ένα φαρμακερό δοκίμιο για την μπλερική Βρετανία, και το πώς η χώρα είχε μεταβληθεί, χάρη στον ηγέτη της, σε μια «μετα-πολιτική κοινωνία». Επτά χρόνια αργότερα στο έργο του «επανεκτιμήσεις», ο Τζουντ πρόσθεσε πως τίποτα στα πεπραγμένα του ανδρός (πόσο μάλλον το Ιράκ) δεν τον είχε οδηγήσει «να αναθεωρήσει την αρνητική εικόνα που είχε για εκείνον ή το έργο του».

 

Σε ανάλογο ύφος,στο τελευταίο του βιβλίο «ο νέος παλιός κόσμος», ο Πέρι 'Αντερσον(Perry Anderson) αναφέρει την πρόσφατη έκλειψη των κεντροαριστερών κομμάτων από όλη την Ευρώπη, πριν προσθέσει πως «το βάραθρο της περιφρόνησης στην οποία βυθίστηκαν οι "νέοι εργατικοί" στην τελευταία φάση της πιο φανταχτερής μεταπολεμικής κυβέρνησης, αποτελεί ακραία περίπτωση». Στην αρχή του βιβλίου του, ο' Αντερσον γράφει πως θα ήθελε να είχε την ευκαιρία να γράψει για πολύ περισσότερες χώρες από όσες τελικά ανέφερε στο έργο του, αλλά «δεν μετανιώνω για την απουσία της Βρετανίας, που η ιστορία της μετά την πτώση της Θάτσερ (Thatcher) ήταν μάλλον ασήμαντη».

 

Δεν αρκούν αυτά για ετυμηγορία; Δεν είναι σαφές πως τα λάθη, οι χαμένες ευκαιρίες, οι παραλείψεις της τελευταίας εικοσαετίας είναι ασυγχώρητες; Δεν εκκρεμεί μια εξήγηση; Σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις που έδωσε ο Τζουντ πριν πεθάνει, έκανε μια παρατήρηση που συνεχίζει να με στοιχειώνει: «η γενιά μου ήταν καταστροφική. Γεννήθηκα το 1948, και άρα είμαι συνομήλικος των Τζορτζ  Μπους,Μπιλ Κλίντον,Χίλαρι Κλίντον (Hillary Clinton), Γκέρχαρντ Σρέντερ(Gerhard Schröder),Τόνι Μπλερ και Γκόρντον Μπράουν. Είμαστε μια μάλλον σκάρτη γενιά, αν το καλοσκεφτείτε. Μια γενιά που μεγάλωσε στην Αμερική και τη δυτική Ευρώπη τη δεκαετία του '60, σε έναν κόσμο που δεν απαιτούσε δύσκολες αποφάσεις».

 

Λοιπόν, αυτή είναι η γενιά μου, και το «χωρίς δύσκολες αποφάσεις» είναι ακριβέστατο. Ήμαστε απίστευτα τυχεροί.Μεγαλώσαμε την περίοδο που οι Γάλλοι ονομάζουν «η ένδοξη τριακονταετία» («les trentes glorieuses»), τα εκπληκτικά τριάντα χρόνια που ακολούθησαν το 1945, με αφάνταστη ευημερία και με ένα γενναιόδωρο κράτος που μας παρείχε υγεία και παιδεία. Το «κερασάκι στην τούρτα» -που μας έκανε πιο μαλθακούς- ήταν πως απολαύσαμε ανεπανάληπτες ατομικές ελευθερίες.

 

Κι ύστερα ήρθε η υποτιθέμενη πλήρης επικράτηση της δύσης. Είχαμε πια αναλάβει τα ηνία, αλλά τι απίστευτο χάλι προκαλέσαμε! Αν υπάρχει κάποια ελάχιστη ελπίδα, είναι η γενιά μας να αποσυρθεί στα μουλωχτά από το προσκήνιο ντροπιασμένη -και να παραδώσουμε την εξουσία στη νέα γενιά, μπας κι αυτοί τα καταφέρουνε καλύτερα. Πάντως, δύσκολα θα τα κάνουν χειρότερα.


Ο Geoffrey Wheatcroft είναι συγγραφέας και πολιτικός