Και το ΤΕΕ στον Κατάλογο των Επικριτών για τα Swaps

Μεγάλες φωτιές φαίνεται να ανάβουν τα swaps ενέργειας. Στον κατάλογο όσων διάκεινται αρνητικά απέναντι στην ελληνική πρόταση, τώρα προστίθεται και το ΤΕΕ Δυτικής Μακεδονίας, ένας φορέας ιδιαίτερα ευαίσθητος για τα ενεργειακά ζητήματα και δη του λιγνίτη, καθώς στην περιοχή αυτή χτυπά η «ενεργειακή καρδιά» της χώρας. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, το ΤΕΕ/ΔΜ λέει απερίφραστα ότι οι Συμβάσεις Ανταλλαγής Ενέργειας προτάθηκαν χωρίς καμία τεκμηρίωση από το ΥΠΕΚΑ, στη βιασύνη του να υποβάλει οπωσδήποτε μία πρόταση, καθώς είναι πιεστικές οι ημερομηνίες για την απελευθέρωση της εγχώριας αγοράς ενέργειας.
energia.gr
Παρ, 21 Ιανουαρίου 2011 - 08:02

Μεγάλες φωτιές φαίνεται να ανάβουν τα swaps ενέργειας. Στον κατάλογο όσων διάκεινται αρνητικά απέναντι στην ελληνική πρόταση, τώρα προστίθεται και το ΤΕΕ Δυτικής Μακεδονίας, ένας φορέας ιδιαίτερα ευαίσθητος για τα ενεργειακά ζητήματα και δη του λιγνίτη, καθώς στην περιοχή αυτή χτυπά η «ενεργειακή καρδιά» της χώρας. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, το ΤΕΕ/ΔΜ λέει απερίφραστα ότι οι Συμβάσεις Ανταλλαγής Ενέργειας προτάθηκαν χωρίς καμία τεκμηρίωση από το ΥΠΕΚΑ, στη βιασύνη του να υποβάλει οπωσδήποτε μία πρόταση, καθώς είναι πιεστικές οι ημερομηνίες για την απελευθέρωση της εγχώριας αγοράς ενέργειας. Και σαν να μην έφτανε αυτό, το ΤΕΕ/ΔΜ εκτιμά ότι, συνολικά, η πράσινη ανάπτυξη, σημαία της σημερινής κυβέρνησης, υλοποιείται χωρίς καμία στρατηγική, με άμεσο κίνδυνο την υποβάθμιση μιας ολόκληρης περιφέρειας, αυτής, της Δυτικής Μακεδονίας, η οποία στήριξε την όποια ανάπτυξη της στο λιγνίτη, δεχόμενη ακόμη και την περιβαλλοντική υποβάθμιση της.

Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τις απόψεις που αναπτύσσει το ΤΕΕ/ΔΜ, οφείλει να αναγνωρίσει ότι μια ολόκληρη περιοχή υποτάχθηκε στο μοντέλο εξηλεκτρισμού που επιβλήθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, με, σχεδόν, αποκλειστικό καύσιμο το λιγνίτη, δεν είχε τη δυνατότητα να αναπτύξει άλλο αναπτυξιακό προσανατολισμό, ούτε βιώσιμη προοπτική, επωμίσθηκε τα σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα εις βάρος της υγείας των κατοίκων της και βάσισε μια ολόκληρη αγορά εργασίας στα εργοστάσια της ΔΕΗ. Τώρα, αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο όλα αυτά να ανατραπούν και, όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά το ΤΕΕ/ΔΜ, να πεταχτεί στην άκρη, ως στυμμένη λεμονόκουπα.

Ιδού μερικά αποκαλυπτικά νούμερα. Σήμερα εξορύσσονται στον ενεργειακό άξονα Δυτικής Μακεδονίας πάνω από 300 εκατ. κ.μ. αγόνων και λιγνίτη. Περί τα 4400 θερμικά MW τροφοδοτούν την ελληνική οικονομία με ηλεκτρική ενέργεια χαμηλού και προβλέψιμου κόστους. Πλέον των 9.000 εργαζομένων απασχολούνται στη βιομηχανία λιγνίτη. Το 25% του ΑΕΠ Δυτικής Μακεδονίας διαμορφώνεται από τον επιχειρησιακό κύκλο της εξόρυξης, διακίνησης και καύσης του λιγνίτη. Σε ένα συνολικό ΑΕΠ 4,1 δισ. ευρώ, το 1,1 δισ. ευρώ προέρχεται από τη λιγνιτική βιομηχανία.

Ο φθηνός λιγνίτης μπορεί να διατήρησε σε χαμηλά επίπεδα για αρκετά χρόνια τα τιμολόγια ηλεκτρισμού, τώρα, όμως, φαίνεται ότι δεν συμβαδίζει με την ευρωπαϊκή πολιτική, που προωθεί μια οικονομία βασισμένη σε συνεχώς μειούμενες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Αυτό είναι σαφώς αποδεκτό και κανείς δεν μπορεί να έχει αντίρρηση. Τι γίνεται όμως από κει και πέρα; Πώς η ελληνική κυβέρνηση υλοποιεί την πράσινη ενεργειακή πολιτική; Στην ουσία, λέει το ΤΕΕ/ΔΜ, δεν υπάρχει κανένας συμφωνημένος σχεδιασμός για τη μετάβαση στη μετά-λιγνιτική εποχή. Προβλέπεται μεν η απόσυρση παλαιών και ρυπογόνων λιγνιτικών μονάδων, χωρίς, όμως, να υπάρχει σχεδιασμός ανάπτυξης ισόρροπων πράσινων επενδύσεων, ώστε να μην περιοριστούν οι θέσεις εργασίας στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας. Το αποκορύφωμα, μάλιστα, είναι, όπως επισημαίνει, στην πορεία μετάβασης προς το 20-20-20, η μεν Ε.Ε. θέτει ως στόχο τη μείωση των εισαγωγών φυσικού αερίου, ενώ η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται να επιδιώκει την αύξηση τους, εις βάρος της εγχώριας παραγωγής ενέργειας.

Με βάση τις απόψεις αυτές το ΤΕΕ/ΔΜ ζητά από την πολιτεία, την απόσυρση των υπέργηρων και μη αποδοτικών ενεργειακά μονάδων και την αντικατάσταση τους με νέες, σύγχρονες, μονάδες, την υιοθέτηση Βέλτιστων Διαθέσιμων Τεχνικών σε όλο το φάσμα της λιγνιτικής δραστηριότητας, την κατασκευή μονάδων αποκεντρωμένης συμπαραγωγής θερμότητας και ηλεκτρισμού, με καύσιμο κονιοποιημένο λιγνίτη, την κατασκευή μονάδας ρευστοποιημένης κλίνης, για την ενεργειακή αξιοποίηση χαμηλού κόστους βιομαζικών καυσίμων, σε συνδυασμένη καύση με λιγνίτη, την ενθάρρυνση, στήριξη και δημιουργία εξειδικευμένων εταιρειών συλλογής, διαχείρισης και διάθεσης της απορριπτόμενης ξυλείας αλλά και όλων των εναλλακτικών καυσίμων βιομαζικής προέλευσης και την ουσιαστική αποκατάσταση του περιβάλλοντος της περιοχής. Επίσης, προτείνει τη διαπραγμάτευση των Δικαιωμάτων Εκπομπών Ρύπων και την ένταξη τουλάχιστον για μια δεκαετία της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας σε «εσωτερικό» καθεστώς εφαρμογής δράσεων «Καθαρού Μηχανισμού Ανάπτυξης», στο πλαίσιο των ευέλικτων μηχανισμών του Πρωτοκόλλου του Κιότο. Ένα ποσοστό 25% των δικαιωμάτων να χρηματοδοτεί δράσεις βιώσιμης, ομαλής και αποτελεσματικής μετάβασης της Δυτικής Μακεδονίας σε καθεστώς σταδιακού και μεσομακροπρόθεσμου περιορισμού της συμμετοχής του λιγνίτη στο ενεργειακό ισοζύγιο.

Ο λιγνίτης θα μας απασχολεί, όπως φαίνεται, για πολλά χρόνια ακόμη, παρά τις περί αντιθέτου υποστηριζόμενες πράσινες πολιτικές.

 

.