Ο Μαρκ Ριτς, ιδρυτής της ελβετικής
εταιρείας εμπορίας που μετεξελίχθηκε στην πανίσχυρη
Glencore, μίλησε για την είσοδό της στο χρηματιστήριο, μια απόφαση
που ελήφθη παρόλο που η μυστικότητα αποτελεί μια απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε
εταιρεία του συγκεκριμένου κλάδου. Ο κ. Ριτς δεν δίνει συχνά συνεντεύξεις και
το 1993 πούλησε την εταιρεία του, όμως παραμένει ένας γνώστης του εμπορίου
πετρελαίου και πλέον σκοπεύει να αγοράσει και πάλι μετοχές στην
Glencore.
Μιλώντας σε ελβετική εφημερίδα, υπογραμμίζει
ότι μια επιχείρηση όπως αυτή, «είναι πολύ πιο βολικό να μην είναι εισηγμένη». «Η
εχεμύθεια είναι παράγων επιτυχίας στην αγορά εμπορευμάτων», συμπληρώνει. Συνεπώς,
η στροφή αυτή της
Glencore αποτελεί μια αλλαγή
στρατηγικής, στην οποία ανταλλάζει ορισμένα πλεονεκτήματα με κάποια άλλα. Για
παράδειγμα, θα αποκτήσει πρόσβαση σε πολύ περισσότερα κεφάλαια.
Η αξία της
Glencore
σήμερα
εκτιμάται κοντά στα 60 δις δολάρια, ενώ αρχικά ο κ. Ριτς την ίδρυσε με την
επωνυμία
Marc
Rich &
Co και την πούλησε το 1993 έναντι 600 εκατ. δολαρίων. Ο ίδιος
δεν είχε πρόβλημα στο παρελθόν να εμπορεύεται με κράτη και καθεστώτα τα οποία
απέφευγαν άλλες εταιρείες, όπως το Άπαρτχαϊντ και το Ιράν.
Χαρακτηριστικός της νοοτροπίας
του κ. Ριτς είναι ο αγώνας που έδωσε στα δικαστήρια με τον Ρούντολφ Τζουλιάνι
(μετέπειτα δήμαρχο της Νέας Υόρκης), ο οποίος οδήγησε στην καταδίκη του για
φοροδιαφυγή. Ο κ. Ριτς φρόντισε να φύγει εγκαίρως από τη χώρα και να βρει καταφύγιο
στην Ελβετία. Στη συνέχεια, το 2001, ο Μπιλ Κλίντον φρόντισε να του δώσει άφεση
αμαρτιών κατά την τελευταία του ημέρα στην προεδρία, μετά από την προτροπή της πρώην
συζύγου του κ. Ριτς.
Για τον σημερινό διευθύνοντα της
Glencore, ο κ. Ριτς έχει θετική άποψη: «Ο κ. Γκλάσενμπεργκ προσελήφθη
από εμένα το 1984 και θεωρώ πως είναι έξυπνος, καλός αναλυτής και σκληρά εργαζόμενος».