Μετά τη μεγάλη ύφεση, η Ευρώπη οδεύει προς τη μεγάλη οπισθοδρόμηση. Μισθοί, συντάξεις, επιδόματα ανεργίας και πρόνοιας και συλλογικές συμβάσεις δέχονται επίθεση σε πολλές χώρες, καθώς οι κυβερνήσεις αγωνίζονται να μειώσουν τα χρέη, τα οποία διογκώθηκαν εν μέρει λόγω του κόστους διάσωσης των τραπεζών κατά την κρίση. Η Ευρωπαϊκή Ενωση -επί μακρόν υπέρμαχη ενός κοινωνικού μοντέλου με γενναιόδωρο κράτος πρόνοιας, συνεταιρισμό συνδικάτων και εργαζομένων και μια εργασιακή ισορροπία με περιορισμένες ώρες απασχόλησης και μακροσκελείς, πληρωμένες διακοπές- έχει χάσει τα επιχειρήματά της

Μετά τη μεγάλη ύφεση, η Ευρώπη οδεύει προς τη μεγάλη οπισθοδρόμηση. Μισθοί, συντάξεις, επιδόματα ανεργίας και πρόνοιας και συλλογικές συμβάσεις δέχονται επίθεση σε πολλές χώρες, καθώς οι κυβερνήσεις αγωνίζονται να μειώσουν τα χρέη, τα οποία διογκώθηκαν εν μέρει λόγω του κόστους διάσωσης των τραπεζών κατά την κρίση.

Η Ευρωπαϊκή Ενωση -επί μακρόν υπέρμαχη ενός κοινωνικού μοντέλου με γενναιόδωρο κράτος πρόνοιας, συνεταιρισμό συνδικάτων και εργαζομένων και μια εργασιακή ισορροπία με περιορισμένες ώρες απασχόλησης και μακροσκελείς, πληρωμένες διακοπές- έχει χάσει τα επιχειρήματά της. «Κυρίαρχη φιλοσοφία είναι πως οι άνθρωποι πληρώθηκαν πάρα πολύ σε ορισμένες χώρες και θα πρέπει να γίνουμε περισσότερο σαν τη Γερμανία, όπου πραγματική αύξηση μισθών δεν υπήρξε επί 10ετία», τονίζει ο Τζον Μονκς, επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Εργατικών Συνδικάτων.

Σε αντίθεση με τους τραπεζίτες και τους κατόχους ομολόγων, το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο υφίσταται «κούρεμα» - ελαφρύ στις βόρειες χώρες, αλλά σφοδρό σε άλλες. Η περικοπή μισθών και επιδομάτων είναι σοβαρότερη στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, τη Ρουμανία και τη Λετονία, που εφαρμόζουν προγράμματα στήριξης του ΔΝΤ και της Ε. Ε. Με σύνθημα τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, οι κυριως κεντροδεξιές κυβερνήσεις της Ευρώπης ακυρώνουν κάποια πολύτιμα κεκτημένα από την εποχή της κοινωνικής προόδου που ξεκίνησε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τίμημα την αύξηση της ανισότητας. Το «σύμφωνο ανταγωνιστικότητας» που ζητεί η καγκελάριος της Γερμανίας, Αγκελα Μέρκελ, φέρεται να περιλαμβάνει μεγαλύτερη εναρμόνιση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και κατάργηση της τιμαριθμοποίησης των μισθών.

Παρότι πολλά από τα μέτρα δεν επιβλήθηκαν απευθείας από το ΔΝΤ και την Ε. Ε., υιοθετούνται από τον φόβο ότι θα χρειαστεί να καταφύγουν τα κράτη στον μηχανισμό στήριξης ή ότι θα χάσουν την υψηλή πιστοληπτική τους βαθμολογία. Ο Γάλλος πρόεδρος, Νικολά Σαρκοζί, επέβαλε πέρυσι αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 60 στα 62 έτη, παρακάμπτοντας τις αντιδράσεις των συνδικάτων. Ισπανία και Πορτογαλία, υπό πολύ σφοδρότερες πιέσεις από τις αγορές, απέφυγαν την αντιπαράθεση διαπραγματευόμενες κοινωνικές συμφωνίες.

Με λόγια που θυμίζουν την πρώην πρωθυπουργό της Βρετανίας, Μάργκαρετ Θάτσερ, η κ. Μέρκελ υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση από τις περικοπές, παρότι οι Γερμανοί θα γλιτώσουν από τα αυστηρότερα μέτρα που επιβάλλονται αλλού. Ωστόσο, ο κ. Μονκς επιμένει ότι το ίδιο το παράδειγμα του Βερολίνου υποδεικνύει την ύπαρξη εναλλακτικής. Η εκρηκτική ανάπτυξη της Γερμανίας, σε συνδυασμό με την παράλληλη ανάκαμψη στην Ολλανδία και την Αυστρία, των οποίων οι οικονομίες είναι συνδεδεμένες με τη γερμανική, βασίζεται σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε υψηλής ποιότητας μεταποίηση. «Δεν είναι χώρες με φθηνά εργατικά χέρια», τονίζει ο κ. Μονκς. «Εχουν προνομιούχους δημοσίους υπαλλήλους, ισχυρή εργατική νομοθεσία, ισχυρές συλλογικές συμβάσεις». Επιπλέον, η γερμανική κυβέρνηση επιδότησε τις επιχειρήσεις για να διατηρήσουν το προσωπικό τους με λιγότερες ώρες εργασίας όταν οι παραγγελίες ήταν ελάχιστες, δίνοντάς τους το περιθώριο διατήρησης ειδικευμένου προσωπικού εν αναμονή της ανάκαμψης.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 10/02/2011)