Οι Τέσσερις Προτάσεις του Γ. Στουρνάρα για την Υλοποίηση του Νέου Αναπτυξιακού Προτύπου

Οι Τέσσερις Προτάσεις του Γ. Στουρνάρα για την Υλοποίηση του Νέου Αναπτυξιακού Προτύπου
του Γιάννη Στουρνάρα, Γενικού Διευθυντή του ΙΟΒΕ
Δευ, 28 Φεβρουαρίου 2011 - 18:25
Η Συμφωνία της Ελληνικής κυβέρνησης με την τρόικα και τα μέτρα που έχουν ληφθεί και εφαρμόζονται είναι απαραίτητα για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής σταθερότητας και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Κατά ένα τρόπο, η Συμφωνία αυτή προσέφερε στην ελληνική οικονομία και κοινωνία την απαραίτητη θεραπεία, την οποία το πολιτικό σύστημα δεν ήταν σε θέση να προσφέρει λόγω των ποικίλων δεσμεύσεών του προς πολλές και διαφορετικές ομάδες συμφερόντων. Από αυτήν την άποψη, η σημερινή κρίση μπορεί να θεωρηθεί και ως ευκαιρία διόρθωσης σοβαρών λαθών του παρελθόντος, που σχετίζονται κυρίως με τη δημιουργία ενός μεγάλου, δυσκίνητου και αναποτελεσματικού δημόσιου τομέα.

Η Συμφωνία της Ελληνικής κυβέρνησης με την τρόικα και τα μέτρα που έχουν ληφθεί και εφαρμόζονται είναι απαραίτητα για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής σταθερότητας και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Κατά ένα τρόπο, η Συμφωνία αυτή προσέφερε στην ελληνική οικονομία και κοινωνία την απαραίτητη θεραπεία, την οποία το πολιτικό σύστημα δεν ήταν σε θέση να προσφέρει λόγω των ποικίλων δεσμεύσεών του προς πολλές και διαφορετικές ομάδες συμφερόντων. Από αυτήν την άποψη, η σημερινή κρίση μπορεί να θεωρηθεί και ως ευκαιρία διόρθωσης σοβαρών λαθών του παρελθόντος, που σχετίζονται κυρίως με τη δημιουργία ενός μεγάλου, δυσκίνητου και αναποτελεσματικού δημόσιου τομέα. 

Χωρίς τη Συμφωνία και το δάνειο των 110 δισ. ευρώ η Ελλάδα θα είχε ήδη κηρύξει στάση πληρωμών, με καταστρεπτικές συνέπειες για την οικονομία και την κοινωνική της συνοχή. Παρά τις πολιτικές αντιδράσεις που καταγράφονται εναντίον της Συμφωνίας με την τρόικα, εναλλακτική πρόταση αντιμετώπισης της κρίσης δεν έχει κατατεθεί.

 

Σήμερα η χώρα μας έχει τη δυνατότητα να μπορεί να αγωνίζεται για την οικονομική ανόρθωσή της, με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας. Ήδη, είναι πλέον πολύ πιθανό ότι αν η Ελλάδα επιτύχει τους στόχους στο τέλος της τριετίας και οι αγορές δεν παρέχουν επαρκή χρηματοδότηση, τότε η διάρκεια αποπληρωμής του δανείου των 110 δισ. ευρώ θα επιμηκυνθεί στα έντεκα αντί για πέντε χρόνια που ήταν στην αρχή. Επιπλέον, φαίνεται ότι οι ηγέτιδες δυνάμεις της Ευρωζώνης αντιλαμβάνονται, παρά τις γνωστές αντιστάσεις, ότι η επιβίωση της Ευρωζώνης απαιτεί ενισχυμένη οικονομική διακυβέρνηση, αν και είναι νωρίς να εξαχθούν συμπεράσματα για τη μορφή που αυτή θα λάβει. 

Το ελάχιστο που μπορούμε να αναμένουμε στην παρούσα φάση, είναι η δυνατότητα και της Ελλάδας να κάνει χρήση, εφόσον χρειαστεί, των ταμειακών διευκολύνσεων τόσο του τρέχοντος προσωρινού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), όσο και του μόνιμου Μηχανισμού (ESM) από το 2013 και μετά, εφ’ όσον βεβαίως επιτύχει τους στόχους της Συμφωνίας. Οι προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί για τη δημιουργία ενός μεγάλου και ευέλικτου Μηχανισμού που θα μπορούσε να προβαίνει σε επαναγορές ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά, φαίνεται ότι προσκρούουν στις γνωστές αντιρρήσεις των συντηρητικών κύκλων της Γερμανίας.

 

Σε κάθε περίπτωση, η υπέρβαση της κρίσης στη χώρα μας απαιτεί την αποκατάσταση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και την εφαρμογή σειράς μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Στο πλαίσιο αυτό, τα μέτρα της Συμφωνίας που ήδη εφαρμόζονται είναι απολύτως αναγκαία. Όμως δεν μπορούν να θεωρηθούν επαρκή για την οικονομική ανόρθωση της χώρας. 

Πρώτον, διότι η Συμφωνία δεν καλύπτει μέτρα με σημαντικές δυνητικές ωφέλειες για την ανάπτυξη, είτε σε βραχυπρόθεσμο είτε σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, όπως, για παράδειγμα, η ανακατανομή των πόρων του Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων, ενώ η αξιοποίηση της κρατικής ακίνητης περιουσίας προστέθηκε μόλις πρόσφατα στο διαθέσιμο σύνολο μέτρων, προκαλώντας ακατανόητες και παράλογες αντιδράσεις. 

Δεύτερον, διότι δεν ασχολείται με το βέλτιστο αναπτυξιακό πρότυπο, δηλαδή τη δομή της συνολικής ζήτησης και της συνολικής προσφοράς σε μια δεκαετία από σήμερα, και κυρίως με το πώς θα φτάσουμε σ’ αυτό. 

Τρίτον, διότι τα ήδη ληφθέντα σταθεροποιητικά και διαρθρωτικά μέτρα έχουν σημαντικά κενά (π.χ. το ασφαλιστικό) και πρέπει να συμπληρωθούν. 

Τέταρτον, διότι δεν έχει εξηγηθεί κατά πόσο το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής είναι επιτεύξιμο, τουλάχιστον με βάση την ελληνική εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος, και αυτό δημιουργεί έλλειμμα εμπιστοσύνης, ανασφάλεια για το αν η προσπάθεια μπορεί να επιτύχει αλλά και κερδοσκοπικές τοποθετήσεις. Πέμπτον, διότι ακόμα και τα πλέον επαρκή μέτρα χρειάζονται το κατάλληλο όραμα, αποτελεσματική οργάνωση και αποφασισμένη διοίκηση για να εφαρμοστούν και να επιτύχουν.

 

Α. Μακροοικονομικές επιπτώσεις από τις διαρθρωτικές αλλαγές και την αξιοποίηση της περιουσίας του Δημοσίου

 

Έρευνες του ΙΟΒΕ, αλλά και άλλων εγχώριων και διεθνών ερευνητικών οργανισμών, έχουν δείξει ότι το άνοιγμα των επαγγελμάτων και των αγορών και η κατάργηση των αναχρονιστικών εμποδίων στην επιχειρηματικότητα κατά τρόπον ώστε η Ελλάδα να συγκλίνει στο μέσο ρυθμιστικό επίπεδο της Ευρωζώνης, μπορούν να επιφέρουν (εφάπαξ) αύξηση του ΑΕΠ άνω του 17% μακροπρόθεσμα, και περίπου 10% σε ορίζοντα πενταετίας. Τα οφέλη αυτά δεν έχουν ληφθεί υπόψη από τις αγορές, διότι δεν συμπεριλαμβάνονται στα επίσημα σενάρια που δημοσιοποιεί η τρόικα στις επικαιροποιήσεις του Μνημονίου. Έτσι, οι αγορές παραμένουν εξαιρετικά δύσπιστες ως προς τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Ιδιαίτερα, όσον αφορά στα προσκόμματα στην επιχειρηματικότητα, η άμεση άρση των οποίων είναι sine qua non για την ανάπτυξη, το ΙΟΒΕ τα κατατάσσει στις ακόλουθες δέκα κατηγορίες:

 

Εγκατάσταση Επιχείρησης

Εργασιακά – Ασφαλιστικά θέματα

Μεταφορές

Στρεβλώσεις στη λειτουργία των αγορών

Συναλλαγές με το Δημόσιο

Φορολογία

Μη ανταποδοτικές επιβαρύνσεις υπέρ τρίτων

Επέκταση και εκσυγχρονισμός Βιομηχανιών-Αποθηκών

Έρευνα - Καινοτομική Δραστηριότητα

Λύση – Εκκαθάριση Επιχείρησης

 

Στα επίσημα σενάρια δεν συμπεριλαμβάνονται ακόμα οι θετικές επιπτώσεις στον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης από την αξιοποίηση της κρατικής περιουσίας, ιδιαίτερα της ακίνητης, αν και οι πρόσφατες σχετικές εξελίξεις δημιουργούν νέα δεδομένα. Ωστόσο, η καταγραφή της νωρίτερα, μαζί με μια σαφή και συγκεκριμένη διαβεβαίωση από την Κυβέρνηση για την αξιοποίησή της σε συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα, θα είχε ήδη δημιουργήσει τελείως διαφορετικές προσδοκίες στις αγορές από τις μέχρι τώρα σε σχέση με την εξέλιξη του δημόσιου χρέους, και, επομένως, αντίστοιχες εξελίξεις στα επιτοκιακά περιθώρια δανεισμού (spreads). «Κάλλιο αργά παρά ποτέ» όμως! Συμπερασματικά λοιπόν, το πρώτο βήμα είναι να συμπεριληφθούν στα επίσημα μακροοικονομικά σενάρια της τρόικας οι επιπτώσεις από το άνοιγμα των αγορών και των επαγγελμάτων, από την άρση των εμποδίων στην επιχειρηματικότητα και από την αξιοποίηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου.

 

Β. Αναπτυξιακό Πρότυπο: Συνολική ζήτηση και προσφορά

 

Σήμερα, η δομή της συνολικής ζήτησης είναι στρεβλή: Η ιδιωτική κατανάλωση το 2009 ήταν το 75% και η δημόσια κατανάλωση το 18% του ΑΕΠ, όταν στην ΕΕ-27 τα αντίστοιχα ποσοστά φθάνουν το 60% και το 21%. Δηλαδή καταναλώνουμε περίπου το 93% του ΑΕΠ, έναντι 81% στην ΕΕ, ή, εναλλακτικά, αποταμιεύουμε μόλις το 7% του ΑΕΠ σε σύγκριση με 20% περίπου στην ΕΕ. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα εξάγει (αγαθά και υπηρεσίες) που δεν ξεπερνούν το 18,5% του ΑΕΠ, όταν, για παράδειγμα, η αμέσως επόμενη Πορτογαλία εξάγει το 30% του ΑΕΠ. 

Στο τέλος της δεκαετίας η συνολική κατανάλωση πρέπει, για την αποκατάσταση της ισορροπίας στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών χωρίς μείωση των επενδύσεων, να έχει μειωθεί τουλάχιστον κατά 10% του ΑΕΠ, οι εξαγωγές να έχουν αυξηθεί τουλάχιστον κατά 10% του ΑΕΠ, ενώ οι εισαγωγές πρέπει να έχουν μειωθεί και αυτές, ή στην χειρότερη περίπτωση, να έχουν μείνει οι ίδιες αλλά να έχει αυξηθεί το μερίδιο των εισαγωγών κεφαλαιουχικού εξοπλισμού εις βάρος του μεριδίου των εισαγωγών καταναλωτικών προϊόντων. Στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, το ΙΟΒΕ θα προσπαθήσει, με τη χρήση του κατάλληλου υποδείγματος, να διερευνήσει την εφικτότητα αυτής της προσαρμογής με ορίζοντα το 2020.

 

Η ίδια στρέβλωση παρατηρείται και στη συνολική προσφορά: Η παραγωγή είναι εσωστρεφής, προσανατολισμένη στην εσωτερική κατανάλωση και όχι στις εξαγωγές, οι οποίες περιλαμβάνουν προϊόντα και υπηρεσίες σχετικά χαμηλής ή μεσαίας ποιότητας και έντασης τεχνολογίας, όπου τα καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες είναι μικρό ποσοστό του συνόλου. Η Ελλάδα έχει μείνει πολύ πίσω στις επιδόσεις του «τριγώνου της γνώσης» (Παιδεία-‘Ερευνα-Καινοτομία) και αυτό αντανακλάται και στη δομή της παραγωγής και των εξαγωγών της.

 

Η μετάβαση από το τρέχον στο νέο αναπτυξιακό πρότυπο, δηλαδή στη νέα δομή της ζήτησης και της προσφοράς (με πιο ανταγωνιστικά και καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες) ασφαλώς και διευκολύνεται από τα σταθεροποιητικά και διαρθρωτικά μέτρα της Συμφωνίας. Αυτά όμως δεν είναι επαρκή: Η αγορά εργασίας πρέπει να «μεταφέρει» εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους (περίπου το 10% του εργατικού δυναμικού) από κλάδους μη εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών σε κλάδους εξωστρεφείς. 

Η υπερίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας έναντι των κλαδικών, αν αυτές δεν ακυρωθούν στην πράξη από αντίστροφους χειρισμούς της διοίκησης, προσδίδει στο σύστημα ευελιξία, αλλά αυτή δεν επαρκεί: Απαιτούνται και ενεργές πολιτικές απασχόλησης κατά το Σκανδιναβικό ή Γερμανικό πρότυπο, και, κυρίως, νέες επενδύσεις στους κλάδους που το νέο αναπτυξιακό πρότυπο ευνοεί. Στο δε επιχειρηματικό περιβάλλον, οι απαιτούμενες δράσεις για την αύξηση της ευελιξίας πρέπει, κατ’ ελάχιστον, να περιλαμβάνουν: 

α) την καθιέρωση συνοπτικών διαδικασιών και τον περιορισμό της απαιτούμενης γραφειοκρατίας, 

β) την αξιοποίηση των διαδικασιών, κυρίως των ελέγχων, που κάνει ο ιδιωτικός τομέας, 

γ) την καθιέρωση του τεκμηρίου της άπρακτης προθεσμίας στις συναλλαγές με το Δημόσιο, 

δ) τον συμψηφισμό οφειλών από και προς το Κράτος, 

ε) την εκ των υστέρων υποβολή δικαιολογητικών και 

στ) την αξιοποίηση των γνώσεων του ιδιωτικού τομέα (outsourcing).

 

Η λήψη μέτρων προς τις παραπάνω κατευθύνσεις που θα βελτιώσουν το επιχειρηματικό περιβάλλον, θα λειτουργήσει καταλυτικά στην πραγματοποίηση επενδύσεων τα επόμενα τρία χρόνια σε οδικούς άξονες, λιμάνια, μαρίνες, αεροδρόμια, ξενοδοχεία, λοιπές τουριστικές εγκαταστάσεις, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, συμβατικές πηγές ενέργειας, ενεργειακά δίκτυα, ορυκτό πλούτο, τηλεπικοινωνίες κλπ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι επενδύσεις αυτές μπορεί να φτάσουν τα 50 δισ. ευρώ. Αυτό όμως προϋποθέτει πρακτική και, κυρίως, νοοτροπία “fast track” από τις αρχές, σε συνδυασμό με πιο ευέλικτη χρήση των συμβάσεων παραχώρησης, περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, την αξιοποίηση της ακίνητης κρατικής περιουσίας χρησιμοποιώντας διαφορετικά κατά περίπτωση εργαλεία, την ανακατανομή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) προς τα πλέον ώριμα έργα, αύξηση του ΠΔΕ παράλληλα με χρονική ανακατανομή της κοινοτικής συγχρηματοδότησής του προς τα εμπρός, μεγαλύτερη εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των ελληνικών τραπεζών στα έργα των προαναφερόμενων τομέων. 

Οι ελληνικές τράπεζες πρέπει, στο πλαίσιο αυτό, να μη διστάσουν να κάνουν χρήση των 10 δισ. ευρώ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας προκειμένου να θωρακίσουν ακόμα περισσότερο την κεφαλαιακή τους βάση και να μπορέσουν έτσι να βγουν στο εξωτερικό προς αναζήτηση ρευστότητας με σημαντικά μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας.

 

Τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, οι επενδύσεις, (δημόσιες και ιδιωτικές) και οι εξαγωγές μπορούν να γίνουν το αναπτυξιακό αντίβαρο στη μείωση της κατανάλωσης, δημόσιας και ιδιωτικής, που αναπόφευκτα προκαλείται από τη δημοσιονομική προσαρμογή. Οι ιδιωτικές επενδύσεις όμως, για να υλοποιηθούν, απαιτούν την επίλυση του οξύτατου προβλήματος της χωροθέτησης και των σχετικών αδειών, καθώς και συνεχή διαβούλευση και συντονισμό μεταξύ κυβέρνησης, τραπεζών και του ιδιωτικού τομέα, δεδομένης της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας και των ποικίλων αβεβαιοτήτων. Λύσεις για τα προβλήματα υλοποίησης επενδυτικών σχεδίων υπάρχουν, όπως:

 

Η θέσπιση γενικών πολεοδομικών και περιβαλλοντικών κανονισμών για τους όρους και τις προϋποθέσεις χωροθέτησης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων με ισχύ στο σύνολο της χώρας, η συγχώνευση των ειδικών χωροθετικών αδειών σε μια ενιαία περιβαλλοντική άδεια, και η θέσπιση αποκλειστικών προθεσμιών για τη χορήγηση των αιτουμένων αδειών και εγκρίσεων, μετά την άπρακτη πάροδο των οποίων να θεωρούνται σιωπηρώς εκδοθείσες.

 

Η περισσότερο ευέλικτη χρήση των συμβάσεων παραχώρησης υποδομών (οδικοί άξονες, αεροδρόμια, λιμένες, μαρίνες), π.χ. με χρονική επέκταση των υπαρχουσών συμβάσεων, με τη δυνατότητα να μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι υποχρεώσεις του Δημοσίου προς κατασκευαστικές εταιρείες ως τίμημα για την απαίτηση νέων παραχωρήσεων, με την κατάργηση έργων μικρής αποτελεσματικότητας και την ενίσχυση άλλων, κ.λ.π.

 

Η εισαγωγή συστημάτων ανταγωνισμού σε τομείς που δεν έχουν ακόμα απελευθερωθεί, όπως η παροχή υπηρεσιών από ιδιωτικές επιχειρήσεις με συμβάσεις παραχώρησης και με υπεργολαβίες εκτέλεσης συγκεκριμένου μεταφορικού έργου (αστικές συγκοινωνίες, σιδηρόδρομος κλπ). Πρέπει να σημειωθεί ότι στον τομέα των μεταφορών το ελληνικό δημόσιο διατηρεί την απόλυτη κυριαρχία, αποθαρρύνοντας έτσι την είσοδο ιδιωτών και την πραγματοποίηση επενδύσεων, σε αντίθεση με δοκιμασμένες λύσεις που εφαρμόζονται σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Στο πλαίσιο της βέλτιστης (μακροχρονίως) αρχιτεκτονικής των αγορών, το Δημόσιο θα πρέπει να αποχωρήσει πλήρως από τομείς και αγορές που λειτουργούν υπό καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού (πχ. τηλεπικοινωνίες, τράπεζες, ενέργεια, κ.ά.). Παρεμπιπτόντως, στην περίπτωση της ΔΕΗ, και στο πλαίσιο αφενός της προσπάθειας σύγκλισης διαφορετικών προσεγγίσεων και αφετέρου των ήδη εξεταζόμενων εναλλακτικών τρόπων για την ικανοποίηση των οδηγιών της ΕΕ, θα μπορούσε να εξεταστεί και η περίπτωση δημιουργίας μιας ή περισσοτέρων θυγατρικών εταιριών, αρχικά με μοναδικό μέτοχο τη ΔΕΗ, στις οποίες θα περιέλθουν το 40% των λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών σταθμών. Οι εταιρείες αυτές θα λειτουργούν ανεξάρτητα από τη ΔΕΗ. Σταδιακά, στο μετοχικό σχήμα τους μπορούν να εισέλθουν και ιδιώτες.

 

 

Ώθηση στις επενδύσεις θα προέλθει και από την κινητοποίηση του αναπτυξιακού μηχανισμού που έχει στη διάθεσή της η ελληνική κυβέρνηση, μέσω κυρίως του Υπουργείου Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. Το «οπλοστάσιο» του είναι ευρύ, καθώς περιλαμβάνονται σε αυτό πολλά εργαλεία, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν:

 

α) Ο νέος επενδυτικός νόμος

β) Το προσαρμοζόμενο στις τρέχουσες ανάγκες, επιταχυνόμενο ΕΣΠΑ 2007-2013

γ) Το Εθνικό Ταμείο για την Επιχειρηματικότητα και την Ανάπτυξη (Ε.Τ.Ε.ΑΝ.)

δ) Το σχέδιο δράσης «Business Friendly Greece» για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος

ε) Το εκκολαπτόμενο σχέδιο για τη στήριξη της νεανικής επιχειρηματικότητας

 

Σημαντικός αρωγός στην αναπτυξιακή προσπάθεια της πολιτείας μπορεί να αποδειχθεί και το πλαίσιο για την Επιτάχυνση Στρατηγικών Επενδύσεων, του Υπουργείου Επικρατείας.

 

Τέλος, η ενίσχυση της καινοτομικής προσπάθειας απαιτεί: (α) συντονισμό δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων με πανεπιστήμια (ιδιαιτέρως με τα μεταπτυχιακά τμήματα) και ερευνητικά κέντρα, (β) προσανατολισμό της εφαρμοσμένης έρευνας προς το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας (βιολογικές καλλιέργειες, γεωπονική, τεχνολογίες πράσινης ενέργειας, ορυκτός πλούτος, διαχείριση υδάτινων πόρων, αφαλάτωση θαλασσινού νερού, διαχείριση απορριμμάτων, ψηφιακή τεχνολογία, τηλεπικοινωνίες, δημόσια υγεία, τεχνολογία τροφίμων, εφαρμοσμένη οικονομική και κοινωνική έρευνα, έρευνα πολιτιστικής κληρονομιάς), (γ) κατάλληλη «δικτύωση» της ερευνητικής και επιχειρηματικής κοινότητας, (δ) ενίσχυση των συνθηκών ανταγωνισμού και της υγιούς επιχειρηματικότητας αντί για προσπάθεια δημιουργίας «εθνικών πρωταθλητών», (ε) εισαγωγή της καινοτομίας (τεχνολογικής και μη) σε κάθε πτυχή της δραστηριότητας κάθε ιδιωτικής και δημόσιας επιχείρησης: στο management, στην έρευνα και ανάπτυξη νέων προϊόντων και υπηρεσιών ανταγωνιστικών στην αγορά (εγχώρια και διεθνή), στη βελτίωση των δεξιοτήτων των εργαζομένων στις επενδύσεις σε νέα συστήματα παραγωγής, διανομής και λειτουργίας.

 

 

Γ. Συμπλήρωση των σταθεροποιητικών και διαρθρωτικών μέτρων της Συμφωνίας

 

Στο πλαίσιο αυτό προτείνονται, πέραν των διαλαμβανομένων στην προηγούμενη ενότητα, τα εξής:

 

α) Κατάργηση όλων των φορολογικών απαλλαγών και εκπτώσεων που αφορούν πολίτες και αντικατάστασή τους με στοχευμένες άμεσες δαπάνες.

 

β) Δημιουργία ηλεκτρονικού συστήματος για τον εντοπισμό της φοροδιαφυγής, με ενοποίηση των εισπρακτικών μηχανισμών φορολογικών εσόδων και ασφαλιστικών εισφορών, που αξιοποιεί συνδυαστικά όλα τα δεδομένα (business intelligence system).

 

γ) Επανεξέταση όλων των κοινωνικών μεταβιβάσεων/επιδομάτων χρησιμοποιώντας εισοδηματικά και κοινωνικά κριτήρια. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται τόσο οι πόροι υπέρ τρίτων, ιδιαίτερα όσοι αφορούν στα λεγόμενα ειδικά και ευγενή ασφαλιστικά ταμεία, τα οποία ο τελευταίος ασφαλιστικός νόμος (3863/10) ατυχώς εξαίρεσε, όσο και οι πόροι που δημόσιοι οργανισμοί, τράπεζες και επιχειρήσεις αφιερώνουν για την κάλυψη των ελλειμμάτων των ταμείων κύριας και επικουρικής ασφάλισης (οι πόροι αυτοί δεν πρέπει να συγχέονται με την εργοδοτική εισφορά).

 

δ) Συγχώνευση κρατικών νοσοκομείων και εξειδίκευσή τους ανάλογα με τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα. Ιδιωτικοποίηση νοσοκομείων που περισσεύουν. Κατάργηση νομοθετικών ρυθμίσεων τύπου «βασικού μετόχου», που εμποδίζουν τη δημιουργία ιδιωτικών κλινικών και, ιδιαίτερα, διαγνωστικών κέντρων.

 

ε) Συγχώνευση και κατάργηση στρατιωτικών μονάδων. Αξιοποίηση στρατοπέδων που περισσεύουν για την αποπληρωμή στρατιωτικών δανείων.

 

στ) Συγχώνευση Πανεπιστημίων και ΤΕΙ.

 

ζ) Σχεδιασμός της επόμενης μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος με μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και ανάληψη του σχετικού κόστους από τον προϋπολογισμό με μείωση δαπανών ή/και αύξηση της φορολογίας, καθώς και δημιουργία κεφαλαιοποιητικού «δεύτερου» πυλώνα για όσους επιθυμούν πρόσθετη σύνταξη και ασφάλιση υγείας πέραν αυτών που εξασφαλίζει το διανεμητικό σύστημα. (Η μείωση των εισφορών βελτιώνει την εξωστρέφεια και την ανταγωνιστικότητα).

 

η) Κωδικοποίηση και απλοποίηση της νομοθεσίας.

 

θ) Θέσπιση ποσοτικών στόχων αναβάθμισης των θεσμών: Επιδίωξη βελτίωσης της θέσης της Ελλάδας στις διεθνείς κατατάξεις που μετρούν τις σχετικές επιδόσεις κατά χ θέσεις μέσα στην επόμενη τριετία στους τομείς της διαφάνειας, της διαφθοράς, της παιδείας, της καινοτομίας, της ανταγωνιστικότητας, της επιχειρηματικότητας, της ταχύτητας απονομής δικαιοσύνης κ.λ.π.

 

ι) Σύνδεση των στόχων της ενεργειακής πολιτικής (20-20-20) με τις πολιτικές στήριξης της έρευνας και της καινοτομίας, με σκοπό την ενίσχυση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας των «πράσινων» τεχνολογιών και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.

 

ια) Χρησιμοποίηση καταξιωμένων managers για την υλοποίηση των πράγματι δύσκολων στόχων στους βασικούς τομείς του κυβερνητικού έργου.

 

Δ. Σύγχρονο όραμα, σχέδιο, οργάνωση και διοίκηση

 

Η προσπάθεια που έχει αναληφθεί για την αποφυγή της στάσης πληρωμών και την έξοδο της χώρας από την κρίση έχει σημαντικές πιθανότητες επιτυχίας με δεδομένα (α) το «λίπος» που υπάρχει στο σώμα της ελληνικής οικονομίας και τις αναξιοποίητες ευκαιρίες και δυνατότητες της, (β) την εμπειρία της δεκαετίας του ’90, (γ) τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη, έστω και με τις γνωστές Γερμανικές αντιδράσεις, τάση για μία Ευρωζώνη περισσότερο ομοσπονδιακή από τη σημερινή. Η διασφάλιση της επιτυχίας προϋποθέτει επιπλέον:

 

· Τη διαμόρφωση, επεξήγηση και επικοινωνία ενός σύγχρονου αναπτυξιακού οράματος για την επόμενη δεκαετία, δηλαδή ενός νέου αναπτυξιακού και κοινωνικού προτύπου, απαλλαγμένου από τις ιδεολογικές αγκυλώσεις του παρελθόντος. Βασικό συστατικό στοιχείο αυτού του οράματος πρέπει να είναι η σύγκλιση της απόδοσης των θεσμών της χώρας με αυτήν του μέσου όρου της Ευρωζώνης («θεσμική» σύγκλιση).

· Την ενίσχυση της διοικητικής επάρκειας των μηχανισμών εφαρμογής και παρακολούθησης, με την αναβάθμιση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης, τη διευρυμένη χρήση έμπειρων εξωτερικών συμβούλων και τη δημιουργία ειδικού γραφείου διοίκησης των αλλαγών (Project Management Office) στο γραφείο του Πρωθυπουργού. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να διερευνηθεί: Πρώτον, η δυνατότητα και η προθυμία ιδιωτικών επιχειρήσεων να χορηγήσουν άδεια με κανονικές αποδοχές σε έμπειρα στελέχη τους για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην προσπάθεια οικονομικής ανόρθωσης της χώρας. Δεύτερον, η δυνατότητα χρησιμοποίησης έμπειρων και καταξιωμένων κρατικών λειτουργών που έχουν αφυπηρετήσει για την αναμόρφωση της Δημόσιας Διοίκησης.

Τη μέγιστη δυνατή κινητοποίηση, τη μέγιστη δυνατή κοινωνική και πολιτική συναίνεση και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης.

 

Ιστορικό Προηγούμενο Σταθεροποιητικής Προσπάθειας: Η εμπειρία της δεκαετίας του ’90

 

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 η Ελλάδα πέτυχε δημοσιονομική προσαρμογή περίπου παρόμοια με αυτή που απαιτείται σήμερα από τη Συμφωνία, στο ίδιο περίπου χρονικό διάστημα: Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης έφτασε το 14,5% του ΑΕΠ το 1993 και μειώθηκε στο 3,1% το 1999. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής ανατιμήθηκε (δηλαδή η ανταγωνιστικότητα μειώθηκε) κατά 15% περίπου ως αποτέλεσμα της ακολουθούμενης τότε αντιπληθωριστικής συναλλαγματικής πολιτικής, εξουδετερώνοντας το επιχείρημα εκείνων που θεωρούν ότι το πρόβλημα σήμερα είναι η μη δυνατότητα ονομαστικής υποτίμησης του νομίσματος. Ωστόσο η μεταβολή του ΑΕΠ προοδευτικά επιταχύνθηκε, κυρίως ως αποτέλεσμα τριών παραγόντων: 

Πρώτον, της απελευθέρωσης του τραπεζικού συστήματος. Δεύτερον, της μείωσης των επιτοκίων της αγοράς λόγω ονομαστικής σύγκλισης. Τρίτον, της συγχρηματοδότησης των έργων υποδομής από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο βασικός παράγοντας ανάπτυξης στη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν οι επιχειρηματικές επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, αντανακλώντας κυρίως τη βελτίωση της εμπιστοσύνης.

 

Παρόμοιες δυνάμεις θα μπορούσαν να αναδειχθούν και σήμερα με μια και μόνο διαφορά: Τα επιτόκια δεν μπορούν να έχουν την πορεία της δεκαετίας του ’90, όμως σήμερα μπορούμε να έχουμε σημαντική βελτίωση, αντί χειροτέρευση, της ανταγωνιστικότητας με τις προωθούμενες μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων, υπηρεσιών και εργασίας καθώς και με την αυστηρότερη εισοδηματική πολιτική.