Προς Έναν Νέο «Μεσοπόλεμο» Πολλών Ταχυτήτων ;

Η σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση παραλληλίζεται συχνά ως προς την έντασή της με το κραχ του ’29, ενώ, με τη σειρά της, γεωπολιτικά διαμορφώνει ένα σκηνικό ανάλογο του Μεσοπολέμου, το οποίο χαρακτηριζόταν από εθνική περιχαράκωση, διακρατικούς ανταγωνισμούς, εμπορικούς πολέμους και, κυρίως, σοβούσες κοινωνικές εντάσεις που οδήγησαν σε ριζικές πολιτικές ανακατατάξεις και ανατροπές στο εσωτερικό των κρατών
energia.gr
Πεμ, 3 Μαρτίου 2011 - 16:43

Η σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση παραλληλίζεται συχνά ως προς την έντασή της με το κραχ του ’29, ενώ, με τη σειρά της, γεωπολιτικά διαμορφώνει ένα σκηνικό ανάλογο του Μεσοπολέμου, το οποίο χαρακτηριζόταν από εθνική περιχαράκωση, διακρατικούς ανταγωνισμούς, εμπορικούς πολέμους και, κυρίως, σοβούσες κοινωνικές εντάσεις που οδήγησαν σε ριζικές πολιτικές ανακατατάξεις και ανατροπές στο εσωτερικό των κρατών.

Οι εξεγέρσεις που σαρώνουν σήμερα τα καθεστώτα της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής πυροδοτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική κρίση. Ιδίως στην Τυνησία και την Αίγυπτο, που αποτελούν τις πιο «ανοικτές» στον παγκόσμιο ανταγωνισμό χώρες της περιοχής, η κρίση οδήγησε μέρος της νεολαίας με ανώτατη μόρφωση στην προλεταριοποίηση, ενώ η παγκόσμια έκτασή της κατέστησε μη ρεαλιστική λύση για τα στρώματα αυτά την μετανάστευση. Σε συνδυασμό με την ύπαρξη μεγάλων εξαθλιωμένων μαζών, αλλά και ομάδων θρησκευτικού ριζοσπαστισμού, το σκηνικό αυτό οδήγησε στην απονομιμοποίηση των καθεστώτων της περιοχής και στην έκρηξη της οποίας είμαστε τώρα θεατές. Η κατάσταση θα μπορούσε να παραλληλιστεί με την κρίση νομιμοποίησης της δημοκρατίας στην Ευρώπη στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Μένει να δούμε την τελική πολιτική μορφή που θα λάβει η σημερινή αναταραχή.

Σήμερα, βέβαια, το «παιχνίδι» δεν παίζεται μόνο από κράτη, αλλά και από υπερεθνικές οντότητες, όπως η Ε.Ε. Επιπλέον, οι αλληλεπιδράσεις λαμβάνουν χώρα όχι μόνο εντός περιφερειών του πλανήτη, αλλά και ανάμεσα σε αυτές. Αναμφίβολα, μεγάλο ρόλο σε αυτό παίζει και η παγκόσμια διάδοση των «μέσων κοινωνικής δικτύωσης» ( Facebook, Twitter κλπ) και του Ίντερνετ, μιας και καθιστούν το πρότυπο της πολιτικής ελευθερίας και της ευμάρειας του δυτικού κόσμου αμεσότερα αντιληπτό στους πολίτες άλλων χωρών, ενώ επιταχύνουν τη δυνατότητα μαζικής κινητοποίησης.

Δεν θα έπρεπε, ωστόσο, να αποδίδεται σε αυτά ο πρωτεύων ρόλος, όσο στις παγκόσμιες οικονομικές συνέπειες της κρίσης. Αυτές επιτείνουν την οικονομική περιχαράκωση και τον εμπορικό πόλεμο που σήμερα βλέπουμε ιδιαίτερα να διεξάγεται ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα, θυμίζοντας τον ανταγωνισμό εμπορευμάτων και υποτιμήσεων του Μεσοπολέμου.

Την ίδια στιγμή, η κρίση χρέους που μαστίζει ιδιαίτερα την Ε.Ε. δεν λειτουργεί ως επιταχυντής της ενοποίησης, καθώς η Γερμανία δεν φαίνεται διατεθειμένη να αναλάβει το κόστος. Αντίθετα, επιμένει η κρίση να αντιμετωπιστεί από τα άλλα κράτη-μέλη με σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία, ώστε να μην χρειαστεί να θυσιάσει τα εμπορικά της πλεονάσματα, που αποτελούν το οπλοστάσιό της στο προαναφερθέντα παγκόσμιο «οικονομικό πόλεμο». Ωστόσο, η πολιτική αυτή αναμένεται να επιβαρύνει την κοινωνική ισορροπία σε όλη την Ευρώπη, η οποία ήδη νοσεί από χρόνιες παθογένειες που αφορούν την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Στις ευρωπαϊκές χώρες το κοινωνικό ρήγμα μπορεί να μην επηρεάσει την πολιτική ισορροπία κατά τον μεσοπολεμικό τρόπο ή τις σημερινές εξελίξεις στην Μέση Ανατολή. Η Ε.Ε. πιθανότατα να διατηρήσει την σημερινή της ενιαία μορφή, ωστόσο, το ρήγμα αυτό θα εσωτερικευθεί στις κοινωνίες, με θύμα την κοινωνική συνοχή και απόρροια την απόσυρση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού από την πολιτική διαδικασία.

Επιπλέον, η ραγδαία αύξηση των πετρελαϊκών τιμών, που πυροδοτεί η αναταραχή στην Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική πλήττει περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή του πλανήτη την ευρωζώνη, δημιουργώντας φαινόμενα στασιμοπληθωρισμού, ενώ τα φαινόμενα ανεργίας επιτείνονται από τις μεγάλες μεταναστευτικές ροές προς την «Γηραιά Ήπειρο».

Συμπερασματικά, κάθε περιοχή της Γης βιώνει διαφορετικά το νέο μετα-μοντέρνο  «μεσοπολεμικό» σκηνικό, συναρτήσει της οικονομικής της ζωτικότητας, αλλά και του επιπέδου ανάπτυξης του πολιτικού της συστήματος.