Πώς θα κάνουμε τον Μοαμάρ Καντάφι να φύγει; Αυτή είναι η ερώτηση που κυριαρχεί στη διεθνή σκηνή από τότε που άρχισαν οι μάχες ανάμεσα σε εκείνους που επιχειρούν να τον «εκθρονίσουν» και στα στρατεύματα που παραμένουν πιστά στον ηγέτη της Λιβύης ή, όπως στην περίπτωση των πολιτών από το Τσαντ, λειτουργούν ως μισθοφόροι του. Με αφετηρία αυτό το επιτακτικό ερώτημα, πώς μπορεί η Ευρώπη να βοηθήσει τις χώρες που βρίσκονται στην άλλη πλευρά της Μεσογείου να επιτύχουν μια πραγματική μετάβαση προς τη δημοκρατία;
Πώς θα κάνουμε τον Μοαμάρ Καντάφι να φύγει; Αυτή είναι η ερώτηση που κυριαρχεί στη διεθνή σκηνή από τότε που άρχισαν οι μάχες ανάμεσα σε εκείνους που επιχειρούν να τον «εκθρονίσουν» και στα στρατεύματα που παραμένουν πιστά στον ηγέτη της Λιβύης ή, όπως στην περίπτωση των πολιτών από το Τσαντ, λειτουργούν ως μισθοφόροι του. Με αφετηρία αυτό το επιτακτικό ερώτημα, πώς μπορεί η Ευρώπη να βοηθήσει τις χώρες που βρίσκονται στην άλλη πλευρά της Μεσογείου να επιτύχουν μια πραγματική μετάβαση προς τη δημοκρατία;

Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει άμεσα αφορά τη στρατιωτική επέμβαση. Πρόκειται για ένα από τα παράδοξα της κατάστασης: ξαναβρίσκουμε τον δρόμο του δικαίου, ή του καθήκοντος, στην ανάμειξη. Με άλλα λόγια, πώς να περάσουμε, μια και μιλάμε για τους Ευρωπαίους, από μια ρεαλιστική διπλωματία σε μια διπλωματία που να εμπεριέχει και ένα μέρος ιδεαλισμού; Οι πρώτες ενέργειες εναντίον του Καντάφι ήταν άμεσες και συνίσταντο, κυρίως από την πλευρά του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, στην επιβολή οικονομικών κυρώσεων. Οσο όμως οι αντικαθεστωτικοί φαίνονταν να ωθούν τον δικτάτορα προς την έξοδο, όπως έγινε με τον Χόσνι Μουμπάρακ στην Αίγυπτο και τον Ζινέ Αμπιντίν μπεν Αλί στην Τυνησία, ήταν σχετικά εύκολο να υπάρξει συναίνεση για τα μέτρα.
Ωστόσο από τη στιγμή που οι δυνάμεις του Καντάφι άρχισαν να αντεπιτίθενται, από τη στιγμή που δεν δίστασαν να σφαγιάσουν- να ρίξουν στο «ψαχνό», όπως λέμε-, η κοινή γνώμη διερωτάται: Μπορούμε να παραμείνουμε αδρανείς και να αρκεστούμε στις οικονομικές κυρώσεις; Οι οικονομικές κυρώσεις δεν εμπόδισαν τον Λόρεντ Γκμπάμπο, μαθητευόμενο δικτάτορα χωρίς φραγμούς, να γαντζωθεί από την εξουσία στην Ακτή Ελεφαντοστού και μάλιστα με ακόμη πιο αιματηρό τρόπο.

Στρατιωτική λύση όμως σημαίνει ταυτόχρονα και σημαντικά εμπόδια. Το πρώτο είναι ότι δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει χωρίς τη νομική κάλυψη του διεθνούς δικαίου, δηλαδή του ΟΗΕ. Και φαίνεται δύσκολο να συναινέσουν η Κίνα ή η Ρωσία.

Αυτές οι δύο χώρες είναι υπερπροστατευτικές όσον αφορά την υπεράσπιση της επικράτειάς τους και έχουν αυταρχικά καθεστώτα που φοβούνται σαν την πανούκλα ένα φαινόμενο ντόμινο. Συνεπώς, δεν πρόκειται να έχουμε αποτέλεσμα από αυτή την πλευρά. Το δεύτερο εμπόδιο αφορά την επιφυλακτικότητα των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών να πάρουν τα όπλα. Για παράδειγμα, στη Γαλλία ο υπουργός Εξωτερικών Αλέν Ζιπέ έσπευσε να εξηγήσει ότι η «αραβική οδός» δεν περιλαμβάνει «δυτική» παρέμβαση. Μόνο που η λεγόμενη «αραβική οδός», εφόσον μιλάμε για τη Λιβύη, ζητεί αυτή την παρέμβαση που θα στερήσει τον Καντάφι από τα στρατιωτικά του μέσα. Επανέρχεται λοιπόν η ιδέα της επιβολής απαγόρευσης πτήσεων επάνω από τη Λιβύη. Μετά τον Πόλεμο του Κόλπου αυτό το μέτρο είχε εφαρμοστεί στο Ιράκ από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία και τη Γαλλία, χωρίς τη ρητή στήριξη του ΟΗΕ. Ηταν ένα μέτρο που αποδείχθηκε αρκετά αποτελεσματικό, παρ΄ ότι αργότερα ο Τζορτζ Μπους αποφάσισε να υιοθετήσει μια πολύ πιο βίαιη στρατηγική.

Σε κάθε περίπτωση, η επιβολή απαγόρευσης πτήσεων θα είχε ως άμεση συνέπεια να «καρφωθούν» στο έδαφος τα λιβυκά πολεμικά αεροσκάφη, εμποδίζοντάς τα έτσι να βομβαρδίζουν τις πόλεις και τα λιμάνια που βρίσκονται στα χέρια της αντιπολίτευσης. Αυτή τη φορά η Βρετανία και η Γαλλία είναι υπέρμαχοι αυτού του σχεδίου, με μοναδικό ζήτημα προς επίλυση αν το μέτρο θα μπορέσει να εφαρμοστεί εγκαίρως, προτού ο Καντάφι ανακτήσει τον έλεγχο των εδαφών που τώρα κατέχουν οι αντικαθεστωτικοί. Στην πραγματικότητα πρόκειται για κούρσα με τον χρόνο, την οποία πρέπει να ευχόμαστε ότι θα κερδίσουμε.

Ενα άλλο ερώτημα που τίθεται άμεσα στους Ευρωπαίους αφορά τη μελλοντική εξέλιξη της κατάστασης στην Αίγυπτο και στην Τυνησία. Στην Τυνησία ισλαμιστικές ομάδες εμποδίζουν τη δρομολόγηση μιας διαδικασίας με στόχο τη μετάβαση προς τη δημοκρατία, τη στιγμή που στην Αίγυπτο ο στρατός βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, γεγονός που δεν προοιωνίζεται υποχρεωτικά μια ευτυχή δημοκρατική εξέλιξη.
Πρέπει λοιπόν να ενθαρρύνουμε και να βοηθήσουμε αυτή τη μετάβαση και ταυτόχρονα να προνοήσουμε για τη μελλοντική οργάνωση. Υπήρξαν κάποιοι που πρότειναν τη μελλοντική ένταξη της Τυνησίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αυτή η ευχή μοιάζει ελάχιστα ρεαλιστική. Η Τουρκία, η οποία είναι δημοκρατία, είδε τη Γερμανία και τη Γαλλία να της αρνούνται την είσοδο στην ΕΕ παρ΄ ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις ένταξης. Δύσκολα βλέπει κανείς πώς θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε κατ΄ αυτή την έννοια.
Αντιθέτως, η γαλλική ιδέα για μια Ενωση για τη Μεσόγειο, η οποία επικρίθηκε τόσο έντονα όταν εκφράστηκε για πρώτη φορά και θα μπορούσε κανείς να τη θεωρήσει θνησιγενή- ο γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί είχε συλλάβει αυτή την ιδέα στηριζόμενος κυρίως στον Μουμπάρακ και στον Μπεν Αλί-, παραμένει μια σύλληψη που θα μπορούσε να έχει μέλλον. Διότι μέσω της ενισχυμένης συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των χωρών της Μεσογείου, συνεργασίας ολοένα πιο απαραίτητης, θα γίνουν οι χώρες αυτές πιο δημοκρατικές. Πρέπει να προσπαθήσουμε να οικοδομήσουμε το μέλλον.

(Ο κ.Ζαν-Μαρί Κολομπανί είναι ένας από τους εγκυρότερους ευρωπαίους δημοσιογράφους, πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Le Μonde». Το τακτικό,ανά Κυριακή,άρθρο του είναι γραμμένο αποκλειστικά για «Το Βήμα».)