Να επέμβει κανείς ή να μην επέμβει; Αυτό είναι το ερώτημα. Η προθυμία με την οποία ο παραληρηματικός δικτάτορας Μοαμάρ Καντάφι σκοτώνει τους Λίβυους, οι οποίοι όπως λέει τον «αγαπούν»- αν και έχουν ασυνήθιστους τρόπους να το δείχνουν-, φέρνει ξανά στην επιφάνεια ένα κρίσιμο ζήτημα της εποχής μας. Οποιος παρακολουθεί τα μαχητικά αεροπλάνα του Καντάφι να βομβαρδίζουν πολιορκημένες πόλεις μπορεί να δεχτεί ότι ξένες στρατιωτικές δυνάμεις θα πρέπει να επέμβουν για να τον εμποδίσουν να σκοτώσει περισσότερους ανθρώπους.

Να επέμβει κανείς ή να μην επέμβει; Αυτό είναι το ερώτημα. Η προθυμία με την οποία ο παραληρηματικός δικτάτορας Μοαμάρ Καντάφι σκοτώνει τους Λίβυους, οι οποίοι όπως λέει τον «αγαπούν»- αν και έχουν ασυνήθιστους τρόπους να το δείχνουν-, φέρνει ξανά στην επιφάνεια ένα κρίσιμο ζήτημα της εποχής μας. Οποιος παρακολουθεί τα μαχητικά αεροπλάνα του Καντάφι να βομβαρδίζουν πολιορκημένες πόλεις μπορεί να δεχτεί ότι ξένες στρατιωτικές δυνάμεις θα πρέπει να επέμβουν για να τον εμποδίσουν να σκοτώσει περισσότερους ανθρώπους.
Ολόκληρη όμως η διαμάχη για τον λεγόμενο «φιλελεύθερο παρεμβατισμό» ταλανίζεται από δύο μεγάλες στρεβλώσεις.
Πρώτον, η επιχείρηση εξαντλείται συνήθως στην ένοπλη επέμβαση, κάτι που αγνοεί την πλειάδα των τρόπων με τους οποίους μπορούν τα κράτη να επέμβουν στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών. Ακόμη και η προσφορά ανθρωπιστικής βοήθειας στα θύματα τού υπό εξέλιξη εμφυλίου πολέμου στη Λιβύη είναι κατά μείζονα λόγο μια επέμβαση. Αρχίζοντας από αυτή την παγκοσμίως αναγνωρισμένη δράση των οργανώσεων ανθρωπιστικής βοήθειας, υπάρχει μετά ένα ολόκληρο φάσμα από μορφές επέμβασης- από οικονομικά «καρότα και μαστίγια» και διπλωματικές πιέσεις μέχρι ανοιχτή ή μυστική βοήθεια σε ανεξάρτητα ΜΜΕ και οργανώσεις της αντιπολίτευσης, εκπαίδευση σε μορφές μη βίαιης δράσης, κτλ. Πολλές από τις πιο γνήσια φιλελεύθερες μορφές διεθνούς επέμβασης- αυτές που βοηθούν τους ανθρώπους να παλέψουν για την ελευθερία - βρίσκονται κάπου μέσα σε αυτό το φάσμα, αλλά μακριά από τη χρήση ένοπλης βίας.
Τις έχουμε χρησιμοποιήσει ελάχιστα στη Μέση Ανατολή τα τελευταία 30 χρόνια.
Δεύτερον, η στρατιωτική δράση του φιλελεύθερου παρεμβατισμού που έρχεται στον νου μας (π.χ. στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ) δεν ήταν καθόλου φιλελεύθερη- ή τουλάχιστον δεν ήταν πρωταρχικώς και κυρίως φιλελεύθερη. Κάποιες από τις δικαιολογίες χρησιμοποίησαν φιλελεύθερα επιχειρήματα και κάποιοι φιλελεύθεροι τη στήριξαν, αλλά ο πυρήνας της λογικής της δεν ήταν φιλελεύθερος με τον τρόπο που ήταν οι στρατιωτικές επεμβάσεις της Δύσης στη Βοσνία (πολύ αργά), στη Σιέρα Λεόνε και στο Κοσσυφοπέδιο. Τα κίνητρα είναι πάντοτε ανάμεικτα, αλλά ο κύριος λόγος για τον οποίον εισέβαλαν στο Αφγανιστάν οι δυτικές δυνάμεις ήταν επειδή η Αλ Κάιντα, η οποία είχε τότε τη βάση της στο Αφγανιστάν, είχε επιτεθεί στις ΗΠΑ.
Το Ιράκ είναι μια πιο περίπλοκη ιστορία. Εδώ κίνητρα όπως η αποτυχία σύλληψης του Οσάμα μπιν Λάντεν, η επιθυμία χρήσης της στρατιωτικής υπεροχής των ΗΠΑ για ένα συγκλονιστικό αποτέλεσμα (το διαβόητο «σοκ και δέος») και το ενδιαφέρον για τα ιρακινά πετρέλαια συνδυάστηκαν από την αρχή με τη νεοσυντηρητική ατζέντα της εξάπλωσης της δημοκρατίας ως παράδειγμα για όλη την περιοχή.
Ακόμη και το ψεύτικο επιχείρημα για τα όπλα μαζικής καταστροφής ήταν συνδεμένο με προηγούμενες περιπτώσεις φιλελεύθερου παρεμβατισμού, στον βαθμό που άφηνε να εννοηθεί ότι ένας Σαντάμ Χουσεΐν με πυρηνικά, χημικά και βιολογικά όπλα θα γινόταν ένας άλλος Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. (Στην πραγματικότητα είχε ήδη γίνει - προς τους Κούρδους του Ιράκ - ένας Μιλόσεβιτς πριν από τον Μιλόσεβιτς, εν όσω η Δύση τον στήριζε εναντίον του Ιράν.)
Μόνον ένας ανόητος δεν θα ομολογούσε ότι η εισβολή στο Ιράκ δυσφήμισε τον φιλελεύθερο παρεμβατισμό. Και κανένας δεν συνεισέφερε περισσότερο σε αυτό από τον Τόνι Μπλερ, ο οποίος αφού εισέβαλε κατά του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ αγκάλιασε στη συνέχεια τον Καντάφι, τον Σαντάμ της Βόρειας Αφρικής.
Δεν έχουμε λοιπόν κάποια ευθύνη να προστατεύσουμε τον λαό της Λιβύης ο οποίος έχει ξεσηκωθεί εναντίον του δυνάστη έστω και με τη μορφή μιας ζώνης απαγόρευσης πτήσεων, ιδίως αν θα τους προστατεύσει από τα όπλα που πουλήσαμε στον δικτάτορά τους;
Πριν από μία δεκαετία μια ανεξάρτητη διεθνής επιτροπή που επεξεργάστηκε την ιδέα «της ευθύνης μας να παρέχουμε προστασία» κατέληξε σε έξι κριτήρια για το κατά πόσον είναι δικαιολογημένη η χρήση στρατιωτικής βίας. Αυτά τα κριτήρια είναι: νομιμοποίηση της εντολής, δίκαιη αιτία, σωστές προθέσεις, τελευταία επιλογή, αναλογικά μέσα και λογικές πιθανότητες επιτυχίας. Η πικρή εμπειρία από το Κοσσυφοπέδιο μέχρι το Αφγανιστάν μάς έχει διδάξει ότι οι λογικές πιθανότητες επιτυχίας είναι το πιο δύσκολο κριτήριο.
Με βάση αυτά τα κριτήρια δεν έχω πειστεί ακόμη ότι μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων επάνω από τη Λιβύη είναι δικαιολογημένη. Αν όμως αποδειχθεί ότι ο Καντάφι διαθέτει ακόμη μυστικό οπλοστάσιο από χημικά όπλα και μπορεί να τα ρίξει από τον ουρανό, αυτή η άποψη μπορεί να αλλάξει.
Πάνω απ΄ όλα, κάθε μορφή ένοπλης επέμβασης από τη Δύση θα κατέστρεφε τον μύθο ότι γενναίοι άνδρες και γυναίκες πολεμάνε μόνοι τους για να κερδίσουν την ελευθερία τους. Και ήδη το αμερικανικό Πεντάγωνο λέει ότι η επιβολή και η διατήρηση μιας ζώνης απαγόρευσης πτήσεων θα προϋπέθετε μαζικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς στα ραντάρ και στην αντιαεροπορική άμυνα της Λιβύης.

Ο κ.Τίμοθι Γκάρτον Ας είναι καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

(από το «Βήμα»)