Αναζητώντας μια Νέα Παγκόσμια Ισορροπία: Περιμένοντας τον Κωνσταντίνο

Αναζητώντας μια Νέα Παγκόσμια Ισορροπία: Περιμένοντας τον Κωνσταντίνο
των Αλεξάντερ Μίτσεφ και Νόρμαν Μπέιλι
Τρι, 5 Απριλίου 2011 - 08:28
Από τότε που υπήρξε συστηματική έκδοση νομίσματος, υπήρξαν και κυβερνήσεις που προσπαθούσαν να ελέγξουν τις νομισματικές ροές. Φυσικά, και στον τομέα αυτόν,ορισμένες πολιτικές υπήρξαν αποφασιστικά αποτελεσματικότερες από άλλες. Χαρακτηριστικά αποτυχημένη πολιτική είναι η απόπειρα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284-305) να επιλύσει τις κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις που αναστάτωναν την εποχή του

Από τότε που υπήρξε συστηματική έκδοση νομίσματος, υπήρξαν και κυβερνήσεις που προσπαθούσαν να ελέγξουν τις νομισματικές ροές. Φυσικά, και στον τομέα αυτόν,ορισμένες πολιτικές υπήρξαν αποφασιστικά αποτελεσματικότερες από άλλες.

Χαρακτηριστικά αποτυχημένη πολιτική είναι η απόπειρα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284-305) να επιλύσει τις κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις που αναστάτωναν την εποχή του.

Ευρισκόμενος αντιμέτωπος με επιδρομές βαρβάρων, εσωτερικές ταραχές, μείωση της παραγωγής και αύξηση των τιμών, ο αυτοκράτορας επέβαλε τον έλεγχο των τιμών και υποτίμησε το νόμισμά του, το αργυρό δηνάριο. Τα μέτρα αυτά οδήγησαν σε ελλείψεις, πυροδότησαν περαιτέρω τον τιμάριθμο, ευνόησαν την ανταλλακτική οικονομία, διόγκωσαν τη μαύρη αγορά και επιδείνωσαν τιςαναμενόμενες κοινωνικές δυσχέρειες και αναταραχές.

Ο διάδοχός του Διοκλητιανού Κωνσταντίνος (306-337), διάσημος για τον προσηλυτισμό του στο χριστιανισμό και για την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, στην εποχή του ήταν κατά πάσα πιθανότητα εξίσου διάσημος για τη νομισματική του μεταρρύθμιση.

Εφάρμοσε μια σειρά τολμηρών πολιτικών και μεταρρυθμίσεων, που πολλές θυμίζουν τη σημερινή «δημοσιονομική πειθάρχηση» που είχαν ως κορωνίδα την αντικατάσταση του δηναρίου από ένα χρυσό νόμισμα, που -σε μια πρόωρη επίδειξη επικοινωνιακήςεπιδεξιότητας κι αίσθησης δημοσίων σχέσεων- ονομάστηκε «solidus» (σταθερό).

Αυτό το νόμισμα παρέμεινε πράγματι «σταθερό» επί 700 έτη, ένα ρεκόρ που δεν πλησίασε έκτοτε κανένα άλλο νόμισμα στην ιστορία. Ακόμα και σήμερα, βρίσκουμε σωρούς από τα νομίσματα αυτά σε μέρη τόσοαπομακρυσμένα από τη Ρώμη όσοη... Κίνα.

Η ιστορία έχει την τάση να επαναλαμβάνεται: ευρισκόμενες αντιμέτωπες με την οικονομική κατάρρευση και προσπαθώντας να οδηγήσουν στην ανάκαμψη, οι κυβερνήσεις του σημερινού κόσμου υιοθετούν πολιτικές που θυμίζουν μάλλον εκείνες του Διοκλητιανού, παρά του Κωνσταντίνου.

Όταν ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση, οι κυβερνήσεις βρέθηκαν αντιμέτωπες με πολλαπλές προκλήσεις, αλλά υιοθέτησαν μια σειρά από «συνήθη» μέτρα, όπως π.χ. τη λεγομένη «ποσοτική χαλάρωση» (QE),ήτοι την αύξηση της παροχής νομίσματος για να εξασφαλισθεί η ρευστότητα.

Ορισμένες κεντρικές τράπεζες, με πρώτη εκείνη των ΗΠΑ (FED), διατήρησαν την πολιτική της απ' ευθείας χρηματοδότησης των δημοσίων ελλειμμάτων (γνωστής και ως «ποσοτικής χαλάρωσης»), θεωρώντας την ως τον ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετώπισης της απειλής του αποπληθωρισμού, καθώς ο κίνδυνος ανάφλεξης του πληθωρισμού δε θεωρούνταν σημαντικός.

Το Νοέμβριο του 2010, η FED ενέκρινε ένα εξαμηνιαίο πρόγραμμα αγοράς ομολογιών ύψους 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ώστε να διατηρηθούν τα χαμηλά επιτόκια και άρα να πυροδοτηθεί η ανάκαμψη και η έξοδος από τη «μεγάλη ύφεση» -και να αρχίσει να μειώνεται η ανεργία. Η «τράπεζα της Αγγλίας» αγόρασε από τη μεριά της ανάλογα προϊόντα αξίας 200 δισεκατομμυρίων λιρών, παρά τις διαφωνίες που εξέφρασε για την κίνησή της αυτή η «επιτροπή νομισματικής πολιτικής» (MPC). Η «ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα» (ΕΚΤ) κάνει το ίδιο από το Μάιο του 2009.

Όπως όμως έγραψε ο 'Ανταμ Φέργκιουσον (Adam Fergusson) στο βιβλίο «όταν πέθανε το χρήμα» «n "ποιοτική χαλάρωση" θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας πρόσφατος ευφημισμός για τη χρηματοδότηση του ελλείμματος δια της πλαγίας οδού στη ηλεκτρονική μας εποχή... κι άρα ως μια παραβίαση της νομισματικής πειθαρχίας», που νομοτελειακά θα πυροδοτήσει πληθωριστικές πιέσεις.

Αλλά στην εποχή μετά την κρίση, μια σειρά από άλλες χώρες υπέκυψαν επίσης στον πειρασμό να ακολουθήσουν «εύκολες» οικονομικές πολιτικές -που είναι επίσης ευεπίφορες στον πληθωρισμό. Μερικές μάλιστα ανάμεσά τους, σαν την Κίνα, εφαρμόζουν μια στρεβλή πολιτική νομισματικών ισοτιμιών, που πλήττει την ρευστότητά τους. Η Ινδία κι η Τουρκία -αν και εφαρμόζουν ελεύθερα κυμαινόμενες ισοτιμίες- είναι ευάλωτες στην πολιτική της QE. Ορισμένες ταχέως αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Βραζιλία, συνοδεύουν τη μαζική είσοδο ρευστότητας στις οικονομίες τους με μέτρα περιορισμού των άμεσων ξένων επενδύσεων και άλλους ελέγχους του κεφαλαίου.

Χωρίς να προσπαθούμε να εξιδανικεύσουμε πολιτικές εκτιμήσεις που ελήφθησαν εδώ και πολλούς αιώνες, ο Κωνσταντίνος μάλλον θα αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό αυτές τις πολιτικές επιλογές.

Όπως και να 'ναι, η ανησυχία για την επανεμφάνιση του πληθωρισμού κερδίζει σήμερα έδαφος σεόλο τον κόσμο, από τη δύση ως τις χώρες BRIC, ανεξάρτητα από τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν. Αν και στις ΗΠΑ ο πληθωρισμός μοιάζει να συγκρατείται, η ανεργία, σε συνδυασμό με τη συγκράτηση της αμοιβής της εργασίας σε χαμηλά επίπεδα και την άνοδο των τιμών των προϊόντων και των αγορών λόγω της -έστω και λελογισμένης- ανάφλεξης του πληθωρισμού, ασκούν αντικρουόμενες πιέσεις. Τον Ιανουάριο του 2011, η πληθωρισμός της Βρετανίας έφτασε στο 4%, ξεπερνώντας κατά 100% τον κυβερνητικό στόχο. Οι προβλέψεις της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό, αν και πλέον αισιόδοξες από τις βρετανικές, δίνουν μολοταύτα αύξηση της τάξης του 2.3% -από 1.8%- λόγω εν πολλοίς της αύξησης της τιμής των καυσίμων. Αλλά σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, ο πληθωρισμός τους υπερβαίνει αυτό το μέσο όρο. Στο Βέλγιο, τον Ιανουάριο του 2011, καταγράφηκε στο 3.2%.

Στις ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες του κόσμου η κατάσταση μπορεί να είναι διαφορετική, αλλά η κατάληξή της είναι παρόμοια. Η επιστροφή της Κίνας στη θυελλώδη ανάπτυξη συνοδεύτηκε από αύξηση της κατανάλωσης και των μισθολογικών πιέσεων. Σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη υποτίμηση του κινεζικού νομίσματος, δεν προκαλεί κατάπληξη πως σύμφωνα με τις κυβερνητικές ανακοινώσεις, ο ετήσιος πληθωρισμός της χώρας έφτασε το 4.9% τον Ιανουάριο του 2011. Εντωμεταξύ στη Ρωσία, ο δείκτης τιμών καταναλωτή έφτασε το 2010 στο 8.8%, πολύ παραπάνω από το 5.5% που η κυβέρνηση θεωρούσε «εφικτό» στο τέλος του καλοκαιριού, και σήμερα κινείται με ρυθμούς άνω του 10%. Η Βραζιλία μπορεί να έχει επίζηλους ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά ο πληθωρισμός της αναμένεται φέτος να φθάσει στο 5.8%, πολύ παραπάνω από τις προβλέψεις της κεντρικής της τράπεζας, πουήταν της τάξης του 4.5%.

Ενώ η «μεγάλη ύφεση» πολύ απέχει από το να έχει τελειώσει, και μια νέα «βουτιά» δε θα πρέπει να αποκλείεται, οι τιμές των πρώτων υλών παίρνουν την ανιούσα, υποβοηθούμενες από την ξηρασία (Κίνα), τις πλημμύρες (Αυστραλία), την πολιτική αναταραχή (Μέση Ανατολή) και μια σειρά από άλλους παράγοντες.

Τι διάστημα Φεβρουαρίου 2010-Φεβρουαρίου 2011, οι τιμές των πρώτων υλών (εκφρασμένες σε δολάρια) αυξήθηκαν κατά 50%. Επιχειρήσεις κάθε είδους, που παράγουν από σνακ ως αλουμίνιο, πάσχουν από το όλο και μεγαλύτερο κόστος των πρώτων υλών. Αυτή η τάση κινδυνεύει να αυτονομηθεί και να αποκτήσει μια δυναμική που θα υπερακοντίσει τα ισχύοντα μέτρα αναχαίτισής της.

Οι κυβερνήσεις παντού απαντούν υποτιμώντας τα νομίσματά τους, εφαρμόζοντας ελέγχους τιμών, αυξάνοντας τα επιτόκια ή επιβάλλοντας συναλλαγματικούς περιορισμούς, ακολουθώντας, εδώ που τα λέμε, κατά πόδαςτο Διοκλητιανό. Μερικές φορές επιχειρούν απλά να καλύψουν την ανάκαμψη του πληθωρισμού αλλάζοντας τους σχετικούς ορισμούς, τροποποιώντας τη σύνθεση των ειδών που προσδιορίζουν το μέγεθος του πληθωρισμού ή εφαρμόζοντας «δημιουργικές» στατιστικές προσεγγίσεις.

Αλλά λίγοι αυταπατώνται: οι πολίτες γνωρίζουν από πρώτο χέρι τι πληρώνουν για διατροφή, καύσιμα, είδη νοικοκυριού κ.λπ κ.λπ.

Οι αντιδράσεις σε αυτή την κατάσταση είναι οι αναμενόμενες: αυξανόμενη αβεβαιότητα, δυσαρέσκεια, αύξηση των κοινωνικών εντάσεων. Η επίτευξη του σωστού πολιτικού μείγματος αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες, με κυριότερη τις πολιτικές και οικονομικές εντάσεις που προκαλούν οι συνδυαζόμενες τεκτονικές κινήσεις της σύγχρονης ιστορίας.

Οι παράλληλες τάσεις θρυμματισμού και ενοποίησης που αναπτύχθηκαν στην μεταψυχροπολεμική παγκοσμιοποίηση κι επλήγησαν από την ύφεση, δεν προκάλεσαν απλά σύγχυση στις κυβερνήσεις, αλλά και περιορίζουν τις δυνατότητέςτους να συνεργαστούν προς αμοιβαίο όφελος.

Πράγματι, οι «διοκλητιανές» πολιτικές που εφαρμόζονται προκαλούν οικονομικές «εξωτερικότητες» και αυξάνουν την πολιτική ένταση. Ενοχοποιούν ιδίως τα αναπτυγμένα κράτη, που βρίσκονται σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τις υπό ανάπτυξη χώρες ή εκείνες του «τρίτου κόσμου», όπου κυρίως γίνονται αισθητές οι συνέπειες της κρίσης.

Είναι νόμιμη μεν η άποψη της FED πως η απειλή του πληθωρισμού που προκάλεσε η QE είναι λελογισμένη -αλλά αυτή είναι η μία μόνο πλευρά του νομίσματος. Η άλλη είναιπως η πολιτική αυτή επιλογή θα μπορούσε να έχει μακροπρόθεσμες και ανεξέλεγκτες επιπτώσεις, όπως προκύπτει από σχόλια σαν εκείνα του ιστορικού Χ. Τζ. Χάσκελ (H. J. Haskell) που συνέκρινε τη Ρώμη του Διοκλητιανού με τις Ηνωμένες Πολιτείες του Φραγκλίνου Ρούσβελτ (Franklin Roosevelt), για να καταλήξει πως οι πληθωριστικές πιέσεις που προκαλούν πολιτικές σαν την «ποιοτική χαλάρωση» έχουν κατακλυσμιαίες και διαρθρωτικές επιπτώσεις: «η ηθική παρακμή που συνόδεψε την ξαφνική πλημμυρίδα πλούτου υπονόμευσε τη (ρωμαϊκή) δημοκρατία... Αργότερα, σε μια κοινωνία αποσταθεροποιημένη από το φθόνο, η υπερβολική κρατική δαπάνη αποδείχθηκε μοιραία... Οι δαπάνες για μη-παραγωγικά δημόσια έργα, για τη γραφειοκρατία, για το στρατό, οδήγησαν σε υπερβολική φορολόγηση, πληθωρισμό κι εντέλει την καταστροφή της μεσαίας τάξης και των ηγετών της».

Παρόμοιες ανησυχίες εγείρονται όσον αφορά τις σημερινές τάσεις στην αντιμετώπιση της κρίσης και των επιπτώσεών της. Κι αν και δεν υπάρχει σύγκριση με την κατάσταση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης της δεκαετίας του 1920, ο πληθωρισμός για μια ακόμα φορά παίρνει την ανιούσα.

Αξίζει να σημειωθεί πως ως οικονομικός παράγων, ο πληθωρισμός έχει την εγγενή ικανότητα να αποδιαρθρώνει και τα πιο καλοσχεδιασμένα οικονομικά προγράμματα και να επιδεινώνει την αστάθεια, ιδίως στο βαθμό που προκαλεί οικονομικές δυσχέρειες που ελάχιστες χώρες μπορούν να αντιμετωπίσουν βασισμένες στα εθνικά τους μέσα. Ιδού ο απροσδιόριστος παράγων πίσω από την αναταραχή στη Μέση Ανατολή και τη βόρειο Αφρική.

Με δεδομένες τις υπέρμετρες προσδοκίες για την επερχόμενη ανάκαμψη, το φάσμα του πληθωρισμού γίνεται ακόμα πιο ανησυχητικό. Υπό τις παρούσες συνθήκες, οι συνήθεις πολιτικές απλά δεν αρκούν.

Πρέπει να αναμένουμε τον επόμενο Κωνσταντίνο; Προς το παρόν, κανείς υποψήφιος δεν φαίνεται στον ορίζοντα.

Ο Alexander Mirtchev είναι πρόεδρος του «βασιλικού ινστιτούτου ηνωμένων υπηρεσιών» (RUSI). O Norman Baile yείναι οικονομολόγος, πρόεδρος του «ινστιτούτου για παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη» (IGEG)

 

(από The Globalist / www.ppol.gr)