Φέτος συµπληρώνονται τριάντα χρόνια από την προσχώρηση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση (Ε.Ε., τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα), την 1η Ιανουαρίου 1981. Συµπληρώνονται επίσης πενήντα χρόνιααπό την υπογραφή της Συµφωνίας Σύνδεσης (Συµφωνία των Αθηνών), το 1961, µε την οποία η Ελλάδα κατέστη το πρώτο «συνδεδεµένο µέλος» µετην τότε νεοπαγή Κοινότητα. Η Συµφωνία Σύνδεσης άνοιξε ουσιαστικά τη διαδικασία για τη µελλοντική προσχώρηση της χώρας στην Ε.Ε., ως πλήρες µέλος
Φέτος συµπληρώνονται τριάντα χρόνια από την προσχώρηση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση (Ε.Ε., τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα), την 1η Ιανουαρίου 1981. Συµπληρώνονται επίσης πενήντα χρόνιααπό την υπογραφή της Συµφωνίας Σύνδεσης (Συµφωνία των Αθηνών), το 1961, µε την οποία η Ελλάδα κατέστη το πρώτο «συνδεδεµένο µέλος» µετην τότε νεοπαγή Κοινότητα. Η Συµφωνία Σύνδεσης άνοιξε ουσιαστικά τη διαδικασία για τη µελλοντική προσχώρηση της χώρας στην Ε.Ε., ως πλήρες µέλος. Το 1961,ένα από τααιτήµατα της χώραςµε την υπογραφή της Συµφωνίας Σύνδεσηςήταν η διασφάλιση χρηµατικής ενίσχυσης για την υποβοήθηση της ανάπτυξης. Η Ελλάδα, δηλαδή, ζητούσεαπό την τότε ΕΟΚ οικονοµική ενίσχυση, πόρους για να επιταχύνει την οικονοµική της ανάπτυξη(ενίσχυση την οποία τελικά πήρε µεχρηµατοδοτικό πρωτόκολλο ύψους125 εκατ. δολαρίων).

Πενήντα χρόνιαµετά – φέτος, το 2011 –, η Ελλάδα ζητάει οικονοµική ενίσχυση από την Ευρωπαϊκή Ενωση για να µην πτωχεύσει οικονοµικά. Βοήθεια αιτούµασταντο 1961, βοήθεια αιτούµαστε πενήντα χρόνια µετά, το 2011. Εύκολαθα µπορούσε κάποιος να βγάλει το συµπέρασµα από το γεγονός αυτό ότι η «σύµπραξη» της Ελλάδας µε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα/ Ενωση απέτυχε – ή τουλάχιστοννα διερωτηθεί: «Είναι δυνατόν, πενήντα χρόνια µετά, η Ελλάδα να βρίσκεται περίπου στο ίδιο σηµείο, να ζητάει δηλαδή βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ενωση έστω και για κάπως διαφορετικούς λόγους;». Οπως φαίνεται, είναι. Αλλά η «σύµπραξη» της Ελλάδας µε την Ευρωπαϊκή Ενωσηκάθε άλλο παρά θα µπορούσε ναχαρακτηριστεί αποτυχηµένη. Η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση επέλυσε ορισµένα από τα υπαρξιακά προβλήµατά της. Απάντησε πρώτα απ’ όλα στο υπαρξιακό ερώτηµα: «Πού ανήκοµεν, πούανήκει η Ελλάδα, στη Δύση ή την Ανατολή;» – ερώτηµα που προσδιόρισε σε σηµαντικό βαθµό την ιστορική διαδροµήτου νεοελληνικού κράτους, την εσωτερική του µορφολογία, την εξωτερική του αναζήτηση (απ’ όπου απορρέει και η Μεγάλη Ιδέα κ.λπ.). Σύµφωνα µε την απάντηση αυτή, η Ελλάδα ανήκει στηνΕυρώπη µε ό,τι αυτό µπορεί νασηµαίνει – αν και κατάλοιπα του ερωτήµατος εξακολουθούν να επιβιώνουν και να εκφράζονται από πολιτικές και κοινωνικές οµάδες. Παράλληλα, η συµµετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση (όπως ολοκληρώθηκε µε την ένταξη της χώρας στην Οικονοµική και Νοµισµατική Ενωση – ΟΝΕ – το 2000) συνέβαλε καθοριστικά στην πολιτική, οικονοµική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας. Γιατί, παρά τη δεινή κρίση που βιώνει η χώρα, δεν θα πρέπει να παραγνωριστεί ότι ως αποτέλεσµα της συµµετοχής της στην Ευρωπαϊκή Ενωση η Ελλάδα αναδείχτηκε ανάµεσα στις πρώτες τριάντα περισσότερο αναπτυγµένες χώρες της υφηλίου. Ειδικότερα, η συµµετοχή στην Ενωση συνέβαλε αποφασιστικά στην εδραίωση του δηµοκρατικού συστήµατος, θεσµών και διαδικασιών στη χώρα (και ας µη µαςδιαφεύγει ότι ο κύριος λόγος για τον οποίο η Ελλάδα επεδίωξε το 1975 την ένταξή της στην Ε.Ε. ήταν η ανάγκη σταθεροποίησης του τότε νεοπαγούς δηµοκρατικού συστήµατος).

Ταυτόχρονα, η ελληνική συµµετοχή στην Ε.Ε. συνέβαλε στην ενίσχυση της διαπραγµατευτικής θέσης της χώρας στο περιφερειακό καιτο παγκόσµιοσύστηµα, καθώςκαι στην οικονοµική ανάπτυξή µας – ανάµεσα σε άλλα. Αυτό σήµαινε τη σηµαντική µεταφορά πόρων από τον προϋπολο γισµό (Διαρθρωτικά Ταµεία, ΚΑΠ), που έφτασαν στο κολοσσιαίοκαθαρό ποσό των περίπου 4 δισ. ευρώ ετησίως. Ετσι, το κατά κεφαλήν εισόδηµα της Ελλάδας, που τριάντα χρόνια πριν αντιστοιχούσε σε ποσοστό περίπου 52%του µέσου εισοδήµατος της Ενωσης,«συνέκλινε» προς τον µέσο όρο της Ε.Ε. (100%) – βεβαίως, πριν από την έκρηξη της οικονοµικής κρίσης και την ύφεση που ακολούθησε, ηοποία αναπόφευκτα πλέον οδηγεί σε απόκλιση (divergence).

Το κρίσιµο ερώτηµα, σε αυτήν τη συγκυρία, είναι το εξής:

γιατί, κάτω από αυτές τις ευνοϊκές συνθήκες, η Ελλάδα έφτασε στη δεινή κρίση (χρέους, ελλειµµάτων κ.λπ.) – κρίση που έθεσε σε δοκιµασία τη λειτουργία, ακόµα και τη βιωσιµότητα της ΟΝΕ; Η απάντηση συνοψίζεται στη φράση: «Τεράστια αποτυχία προσαρµογής». Με άλλα λόγια, η Ελλάδα,ως χώρα - µέλος της Ε.Ε., απέτυχε δραµατικά να αξιοποιήσει ευρηµατικά τις συνθήκες αυτές (πόρους, εσωτερική αγορά,εξωτερική στήριξη κ.ά.) για να προσαρµόσει το οικονοµικό και κοινωνικό της σύστηµα στις απαιτήσεις, τη δυναµική και τους όρους συµµετοχής στην Ευρωπαϊκή Ενωση και ειδικότερα στην Οικονοµική και Νοµισµατική Ενωση (δηλαδή στην ευρωζώνη). Με εξαίρεση την περίοδο 1996-2004, όπου έγινε συστηµατική προπάθεια προσαρµογής / εξευρωπαϊσµού / εκσυχρονισµού, το υπόλοιπο χρονικό διάστηµα η Ελλάδα ακολούθησε πολιτικές και πρακτικές, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό πεδίο, οι οποίες ελάχιστα συµβιβάζονταν µε το αίτηµα προσαρµογής στην εσωτερική λογική της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Το αποτέλεσµα είναι η κρίση που βιώνουµε σήµερα.

Ο Π. Κ. Ιωακειµίδης είναι καθηγητής στο πανεπιστήµιο Αθηνών και µέλος του ∆.Σ. του ΕΛΙΑΜΕΠ

(από την εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ", 12/04/2011)