Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιχειρεί σημαντικές αλλαγές στη φορολογία της ενέργειας, μέσω της τροποποίησης της οδηγίας 2003/96/ΕΚ. Σκοπός είναι η πιο ορθολογική φορολόγηση, η οποία θα οδηγήσει με ουδέτερο τρόπο σε πιο καθαρές και αποδοτικές μορφές, εξασφαλίζοντας την αειφορία και τους ευρωπαϊκούς στόχους.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιχειρεί σημαντικές αλλαγές στη φορολογία της ενέργειας, μέσω της τροποποίησης της οδηγίας 2003/96/ΕΚ. Σκοπός είναι η πιο ορθολογική φορολόγηση, η οποία θα οδηγήσει με ουδέτερο τρόπο σε πιο καθαρές και αποδοτικές μορφές, εξασφαλίζοντας την αειφορία και τους ευρωπαϊκούς στόχους.

Πιο συγκεκριμένα, η πρόταση αποσκοπεί:

* στην επανεξισορρόπηση της χρέωσης μεταξύ των διαφόρων καυσίμων, συμπεριλαμβανομένων των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, με αντικειμενικό τρόπο και με βάση το ενεργειακό περιεχόμενο και τις εκπομπές ρύπων.

* στη δημιουργία ενός πλαισίου για τη φορολογία του CO2 στην εσωτερική αγορά και με αυτόν τον τρόπο στον καθορισμό μιας τιμής για τις εκπομπές CO2 που δεν καλύπτονται από το σύστημα εμπορίας εκπομπών της ΕΕ.


Η πρόταση αναθεώρησης εκσυγχρονίζει τους υφιστάμενους φόρους επί της ενέργειας και εισάγει κανόνες-πλαίσιο για τη φορολογία του CO2 εντός της ενιαίας αγοράς, ώστε οι φόροι για τις εκπομπές να μπορούν να συμπληρώσουν αποτελεσματικά το σύστημα εμπορίας εκπομπών. Ο ελάχιστος φορολογικός συντελεστής ενεργειακών προϊόντων χωρίζεται σε δύο μέρη:

* Φορολογία που αφορά το CO2 βάσει των εκπομπών CO2 του ενεργειακού προϊόντος, η οποία καθορίζεται σε 20 ευρώ ανά τόνο CO2. Το μέρος του φόρου που αφορά το CO2 θα είναι μηδενικό για όλα τα βιοκαύσιμα τα οποία πληρούν τα κριτήρια βιωσιμότητας που καθορίζονται στο άρθρο 17 της οδηγίας 2009/28/ΕΚ. Η φορολογία αυτή θα παρέχει ένα τεχνολογικά ουδέτερο πλεονέκτημα για όλες τις ενεργειακές πηγές χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Η εισαγωγή μιας συνιστώσας που συνδέεται με το CO2 θα καταστήσει δυνατή την καλύτερη ευθυγράμμιση της ΟΦΕ με το ΣΕΕ της ΕΕ. Η φορολογία θα εφαρμόζεται σε όλες τις πηγές εκπομπών που δεν περιλαμβάνονται στο ΣΕΕ της Ε.Ε., σε εκείνες που φορολογούνται ήδη από τώρα, καθώς και σε όλες τις μικρές εγκαταστάσεις που εξαιρούνται από το ΣΕΕ της Ε.Ε., ακόμη και αν χρησιμοποιούν ενέργεια για σκοπούς άλλους από τη θέρμανση. Παράλληλα, πηγές εκπομπών που περιλαμβάνονται στο ΣΕΕ της Ε.Ε. θα πρέπει να απαλλάσσονται από τη φορολογία επί του CO2, ανεξάρτητα από το πραγματικό πεδίο εφαρμογής του ΣΕΕ της ΕΕ.

* Γενική φορολογία της κατανάλωσης ενέργειας, με βάση το περιεχόμενο της ενέργειας που μετράται σε GJ, ανεξαρτήτως του ενεργειακού προϊόντος, παρέχοντας κατ' αυτόν τον τρόπο κίνητρο για την εξοικονόμηση ενέργειας. Ο φόρος θα αντικατοπτρίζει την πραγματική ενέργεια που παράγει ένα προϊόν και η ενεργειακά αποδοτική κατανάλωση θα ανταμείβεται αυτόματα.

Αναφορικά με τα καύσιμα, το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας ορίζεται σε 9,6 ευρώ ανά Gigajoule, το οποίο αντιστοιχεί στο σημερινό ελάχιστο συντελεστή που εφαρμόζεται για τη βενζίνη μείον το αντίστοιχο τμήμα του ελάχιστου συντελεστή που αφορά το CO2. Για τα καύσιμα θέρμανσης, το σημερινό ελάχιστο επίπεδο για την ηλεκτρική ενέργεια των 0,15 ευρώ ανά Gigajoule (που αντιστοιχεί σε περίπου 0,5 ευρώ ανά MWh) εφαρμόζεται σε όλα τα ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για σκοπούς θέρμανσης, λαμβάνοντας υπόψη το ενεργειακό περιεχόμενο του αντίστοιχου προϊόντος.

Το πεδίο εφαρμογής της φορολογίας της ενέργειας παραμένει αμετάβλητο και περιλαμβάνει την χρήση για σκοπούς θέρμανσης και καυσίμων κίνησης, καθώς και την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας σε παρόμοιες καταστάσεις. Επίσης, τονίζεται ότι προκειμένου να διατηρήσει η οδηγία το χαρακτήρα κινήτρου, θα πρέπει να διατηρείται διαχρονικά η πραγματική αξία των ελάχιστων επιπέδων φορολογίας. Οι ελάχιστοι συντελεστές που εφαρμόζονται στη γενική φορολογία της κατανάλωσης ενέργειας θα πρέπει να προσαρμόζονται αυτόματα σε τακτά χρονικά διαστήματα, προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η εξέλιξη της πραγματικής αξίας τους, ώστε να διατηρείται το σημερινό επίπεδο της εναρμόνισης συντελεστών.