Τα τελευταία 50 χρόνια, η αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή στηρίζεται στους δεσμούς με τρεις χώρες: Το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία και το Πακιστάν. Πλέον, το 2011, βρίσκεται σε τριβή και με τις τρεις, με πολύ θεμελιώδεις τρόπους. Επίσης, υπάρχει ένταση στις σχέσεις με τη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Ρωσία, την Κίνα και τη Βραζιλία όσον αφορά τις σημερινές πολιτικές στην εν λόγω περιοχή. Φαίνεται πως σχεδόν κανείς δεν συμφωνεί και δεν ακολουθεί το παράδειγμα των ΗΠΑ. Μπορεί κάποιος να αισθανθεί την αγανάκτηση του προέδρου, του υπουργείου Εξωτερικών, του Πενταγώνου και της CIA, αφού όλοι τους βλέπουν την κατάσταση να ξεφεύγει από τον έλεγχο.

Τα τελευταία 50 χρόνια, η αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή στηρίζεται στους δεσμούς με τρεις χώρες: Το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία και το Πακιστάν. Πλέον, το 2011, βρίσκεται σε τριβή και με τις τρεις, με πολύ θεμελιώδεις τρόπους. Επίσης, υπάρχει ένταση στις σχέσεις με τη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Ρωσία, την Κίνα και τη Βραζιλία όσον αφορά τις σημερινές πολιτικές στην εν λόγω περιοχή. Φαίνεται πως σχεδόν κανείς δεν συμφωνεί και δεν ακολουθεί το παράδειγμα των ΗΠΑ. Μπορεί κάποιος να αισθανθεί την αγανάκτηση του προέδρου, του υπουργείου Εξωτερικών, του Πενταγώνου και της CIA, αφού όλοι τους βλέπουν την κατάσταση να ξεφεύγει από τον έλεγχο.

Το γιατί οι ΗΠΑ ανέπτυξαν μια τόσο στενή σχέση με το Ισραήλ είναι το αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Είναι πάντως ξεκάθαρο ότι εδώ και χρόνια, η σχέση αυτή συσφίγγεται ολοένα και περισσότερο σύμφωνα με τους όρους των Ισραηλινών. Το Ισραήλ με τον τρόπο αυτό στηρίχθηκε στην οικονομική και στρατιωτική βοήθεια, όπως και στο βέτο των ΗΠΑ στο Συμβούλιο Ασφαλείας.

Αυτό που συνέβη τώρα είναι ότι και οι Ισραηλινοί πολιτικοί και η αμερικανική υποστήριξη έχουν κινηθεί προς τα δεξιά. Το Ισραήλ κρατάει δύο πράγματα σφιχτά: Τις ατέλειωτες καθυστερήσεις στις διαπραγματεύσεις με τους Παλαιστίνιους, καθώς και την ελπίδα ότι κάποιος θα βομβαρδίσει τους Ιρανούς. Ο Ομπάμα έχει κινηθεί στην αντίθετη κατεύθυνση, τουλάχιστον όσο του επιτρέπει η αμερικανική πολιτική σκηνή. Υπάρχουν εντάσεις και ο Νετανιάχου προσεύχεται για μια νίκη των Ρεπουμπικάνων το 2012. Το κομβικό σημείο όμως μπορεί να έρθει πριν από αυτή τη στιγμή, όταν η γενική συνέλευση του ΟΗΕ ψηφίσει για το αν θα αναγνωρίσει την Παλαιστίνη ως μέλος ή όχι. Οι ΗΠΑ θα δώσουν έναν άνισο αγώνα αν επιλέξουν να ταχθούν ενάντια σε αυτό.

Η Σαουδική Αραβία από την άλλη, είχε μια άνετη σχέση με την Ουάσιγκτον από τότε που συναντήθηκε ο Ρούζβελτ με τον βασιλιά Αμπντούλ Αζίζ το 1943. Μεταξύ τους ήλεγξαν την παγκόσμια πολιτική του πετρελαίου. Συνεργάστηκαν σε στρατιωτικά ζητήματα και οι ΗΠΑ υπολόγισαν στους Σαουδάραβες για να συγκρατήσουν τα υπόλοιπα αραβικά καθεστώτα υπό έλεγχο. Σήμερα όμως, το καθεστώς νιώθει να απειλείται από την δεύτερη αραβική επανάσταση και είναι αναστατωμένο από την προθυμία των ΗΠΑ να αποκεφαλίσουν τον Μουμπάρακ, καθώς επίσης και από την επικριτική διάθεση της Ουάσιγκτον απέναντι στη επέμβαση του Ριάντ στο Μπαχρέιν. Οι προτεραιότητες των δύο συμμάχων είναι σήμερα αρκετά διαφορετικές.

Στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, όταν οι ΗΠΑ θεωρούσαν πως η Ινδία βρισκόταν πολύ κοντά στη Σοβιετική Ένωση, το Πακιστάν απήλαυσε την πλήρη υποστήριξή τους (και της Κίνας), ασχέτως από το καθεστώς του. Συνεργάστηκαν για να βοηθήσουν τους Μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν και για να διώξουν τους Σοβιετικούς. Επίσης, υποτίθεται πως εργάστηκαν μαζί για να εμποδίσουν την Αλ Κάιντα. Δύο πράγματα όμως άλλαξαν: Στην μεταψυχροπολεμική εποχή, οι ΗΠΑ ανέπτυξαν θερμές σχέσεις με την Ινδία, τον αντίπαλο του Πακιστάν. Και οι δύο σύμμαχοι διαφωνούν για το πώς να χειριστούν την Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν στο έδαφος τόσο του Πακιστάν, όσο και του Αφγανιστάν.

Ένας από τους βασικούς στόχους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν το να κρατήσουν τις ευρωπαϊκές χώρες από το να διαμορφώσουν αυτόνομες πολιτικές. Σήμερα όμως, οι τρεις μεγάλες χώρες, η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία, πράττουν ακριβώς αυτό. Ούτε η σκληρή γραμμή του Μπους, ούτε η απαλή διπλωματία του Ομπάμα δεν έχουν επιβραδύνει την διαμορφούμενη τάση. Το γεγονός ότι η Γαλλία και η Βρετανία ζητούν τώρα από τις ΗΠΑ να υιοθετήσουν μια πιο σκληρή στάση απέναντι στον Καντάφι και το ότι η Γερμανία υποστηρίζει το αντίθετο, δεν έχουν τόση σημασία μπροστά στον δυνατό τρόπο με τον οποίο εκφράζουν τις απόψεις αυτές.

Η Ρωσία, η Κίνα και η Βραζιλία παίζουν τα χαρτιά τους προσεκτικά όσον αφορά τις σχέσεις με την Αμερική. Και οι τρεις εναντιώνονται στις αμερικανικές θέσεις σχεδόν στα πάντα. Προσέχουν να μην τραβήξουν πολύ το σκοινί (π.χ. με την χρήση βέτο στον ΟΗΕ) διότι οι ΗΠΑ διαθέτουν ακόμη κάποια κοφτερά νύχια, αλλά σίγουρα δεν συνεργάζονται. Το πρόσφατο φιάσκο της επίσκεψης Ομπάμα στη Βραζιλία, όπου πίστευε πως θα μπορούσε να καλλιεργήσει μια νέα σχέση με την πρόεδρο Ντίλμα Ρουσέφ, δείχνει πόσο λίγη πειθώ διαθέτει η Ουάσιγκτον σήμερα.

Τέλος, η ίδια η εσωτερική αμερικανική πολιτική έχει αλλάξει. Η ομοφωνία των κομμάτων για την εξωτερική πολιτική έχει περάσει στο παρελθόν. Τώρα, όταν οι ΗΠΑ πηγαίνουν να πολεμήσουν στη Λιβύη, η κοινή γνώμη υποστηρίζει μόνο κατά 50% την προσπάθεια και οι πολιτικοί των δύο πλευρών επιτίθενται στον Ομπάμα και του καταλογίζουν είτε ότι είναι πολύ μαλθακός, είτε πολύ επιθετικός. Όλοι του την έχουν στημένη σε κάθε ευκαιρία και με κάθε αφορμή. Το πιθανό αποτέλεσμα είναι ότι θα αναγκαστεί να αυξήσει την αμερικανική παρουσία παντού, εντείνοντας τις αντιδράσεις των άλλοτε συμμάχων.

Η Μαντλίν Ολμπράιτ είχε χαρακτηρίσει παλαιότερα τις ΗΠΑ ως το «αναντικατάστατο έθνος» και είναι ακόμη ένας γίγαντας στην παγκόσμια σκηνή. Παράλληλα όμως, είναι ένας γίγαντας που κουτσαίνει, αβέβαιος για το που πηγαίνει ή το πώς θα πάει εκεί. Το μέτρο της αμερικανικής παρακμής είναι ο βαθμός στον οποίο οι άμεσοι σύμμαχοι είναι διατεθειμένοι να αψηφήσουν τις επιθυμίες των ΗΠΑ δημοσίως. Επίσης, είναι ο βαθμός στον οποίο δεν μπορεί να αρθρώσει δημοσίως το τι κάνει, ούτε να διαβεβαιώσει ότι όλα είναι υπό έλεγχο. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν να καταβάλουν ένα πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό για την απελευθέρωση ενός πράκτορα της CIA από φυλακή του Πακιστάν.

Ποιες είναι οι συνέπειες όλων αυτών; Περισσότερη διεθνής αναρχία. Ποιος θα κερδίσει από όλα αυτά; Προς το παρόν, αυτή είναι μια πολύ ανοικτή ερώτηση.