Έπειτα από τις σταθεροποιητικές τάσεις των προηγούμενων μηνών και την άνοδο του Μαρτίου, η ζήτηση ηλεκτρισμού παρουσίασε και πάλι πτώση τον Απρίλιο, σε μία εξέλιξη που ερμηνεύεται στο πλαίσιο της γενικότερης ύφεσης που χαρακτηρίζει την ελληνική οικονομία. Κάτω από το 50% ο λιγνίτης και πάνω από το 30% το φυσικό αέριο στο ενεργειακό ισοζύγιο, σε μια εξέλιξη σίγουρα όχι θετική για τα μεγέθη της ΔΕΗ

Έπειτα από τις σταθεροποιητικές τάσεις των προηγούμενων μηνών και την άνοδο του Μαρτίου, η ζήτηση ηλεκτρισμού παρουσίασε και πάλι πτώση τον Απρίλιο, σε μία εξέλιξη που ερμηνεύεται στο πλαίσιο της γενικότερης ύφεσης που χαρακτηρίζει την ελληνική οικονομία. Κάτω από το 50% ο λιγνίτης και πάνω από το 30% το φυσικό αέριο στο ενεργειακό ισοζύγιο, σε μια εξέλιξη σίγουρα όχι θετική για τα μεγέθη της ΔΕΗ.

Κατά 1,73% υποχώρησε τον Απρίλιο η καθαρή ζήτηση ηλεκτρισμού, φτάνοντας στο Διασυνδεδεμένο Σύστημα τα 3,725 εκατ. μεγαβατώρες. Με τη συγκεκριμένη επίδοση ανακόπτεται η τάση που είχε διαφανεί το προηγούμενο διάστημα και η οποία χαρακτηριζόταν από σταθεροποίηση στο ξεκίνημα της χρονιάς και από άνοδο κατανάλωσης στη διάρκεια του Μαρτίου.

Η εξέλιξη προφανώς απεικονίζει τη γενικότερη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ελληνική οικονομία, οι ρυθμοί ανάπτυξης της οποίας χαρακτηρίστηκαν από σταθεροποίηση στο πρώτο τρίμηνο της χρονιάς, εν σχέσει με το τελευταίο του 2010, ενώ και οι δείκτες οικονομικού κλίματος είχαν δείξει ανάλογη εικόνα.

Ωστόσο τον Απρίλιο υπήρξε νέα επί το δυσμενέστερο μεταβολή του οικονομικού κλίματος και νέα επιδείνωση στις προσδοκίες των νοικοκυριών. Και, προφανώς, δεν είναι τυχαίο το ότι η ακριβώς στη ζήτηση του δικτύου χαμηλής τάσης, μέσω του οποίου ηλεκτροδοτούνται νοικοκυριά και επιχειρήσεις, καταγράφεται πτώση που ξεπέρασε το 1,5% σε ετήσια βάση.

Επιπλέον, τον Απρίλιο κινήθηκε ελαφρά πτωτικά η ζήτηση από τις μεγάλες βιομηχανίες (ανακόπηκε και εδώ η ανοδική κίνηση, καθώς συμπληρώθηκε πλέον ένας χρόνος από την άνοδο της παραγωγής της ΛΑΡΚΟ και από την θέση σε λειτουργία των δύο νέων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής στη Βοιωτία), ενώ κατά 2,14% υποχώρησε η ζήτηση στα ορυχεία.

Συνολικά στο 4μηνο Ιανουαρίου – Απριλίου και πάντοτε με βάση τα στοιχεία του ΔΕΣΜΗΕ, η ζήτηση παραμένει σε οριακά θετικό πρόσημο.

Στα χαρακτηριστικά του Μηνιαίου Δελτίου Ενέργειας, το ότι το ποσοστό συμμετοχής του λιγνίτη στο ενεργειακό ισοζύγιο είναι κάτω από το 50% -49,68% για την ακρίβεια - καθώς και το ότι η συμμετοχή του φυσικού αερίου είναι πάνω από το 30%. Σε συνδυασμό με τη διατήρηση στα επίπεδα του 6% και κάτι της συμμετοχής της υδροηλεκτρικής παραγωγής – έναντι πάνω από 20% προ μηνών - η επίδραση στα οικονομικά μεγέθη της ΔΕΗ δεν είναι θετική.

Πάνω από 6% κινήθηκε τον Απρίλιο και η συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο (αυξημένη κατά 37% σε ετήσια βάση), ενώ περίπου το 7,3% της κατανάλωσης καλύφθηκε από εισαγωγές.