Το 2011 δεν είναι μια καλή χρονιά για την ΒΡ. Ένα χρόνο μετά το Μακόντο, ο ασθμαίνων πετρελαϊκός γίγαντας απέτυχε να ολοκληρώσει τη συμφωνία με τη Rosneft, η οποία θα έδινε ώθηση στα αποθέματα και στην μελλοντική παραγωγή πετρελαίου. Παραμένει προσκολλημένη στους παλιούς συνέταιρους της ΤΝΚ, ανήμπορη να προχωρήσει σε διαζύγιο ή να βρει μια πιο ελκυστική (και με καλύτερη προίκα) Ρωσίδα νύφη.

Το 2011 δεν είναι μια καλή χρονιά για την ΒΡ. Ένα χρόνο μετά το Μακόντο, ο ασθμαίνων πετρελαϊκός γίγαντας απέτυχε να ολοκληρώσει τη συμφωνία με τη Rosneft, η οποία θα έδινε ώθηση στα αποθέματα και στην μελλοντική παραγωγή πετρελαίου. Παραμένει προσκολλημένη στους παλιούς συνέταιρους της ΤΝΚ, ανήμπορη να προχωρήσει σε διαζύγιο ή να βρει μια πιο ελκυστική (και με καλύτερη προίκα) Ρωσίδα νύφη.

Για πολλούς αυτό δεν αποτελεί έκπληξη αν σκεφτούμε την περίπλοκη χορογραφία του σχεδιαζόμενου γάμου: Δύο χρόνια πριν, ο Μπομπ Ντάντλεϊ (διευθύνων της ΒΡ) εκδιώχθηκε από τη Ρωσία ως πρόεδρος της ΤΝΚ-ΒΡ διότι ενδιαφέρθηκε για μια αντίστοιχη συμφωνία με τη Gazprom. Τον φετινό Ιανουάριο κάθησε με τον Έντουαρντ Χουντενάτωφ, πρόεδρο της Rosneft, για να υπογράψει την πρώτη διεθνώς συμφωνία μεταξύ μιας κρατικής και μιας πολυεθνικής πετρελαϊκής. Οι ολιγάρχες πίσω από την ΤΝΚ-ΒΡ όχι μόνο σταμάτησαν τις δύο πλευρές, αλλά ανάγκασαν και τον αναπληρωτή πρωθυπουργό, Ιγκόρ Σέτσιν, σε αναδίπλωση. Καθώς πλέον έχει περάσει η προθεσμία ολοκλήρωσης της συμφωνίας, η σχέση της ΒΡ με τη Rosneft κρέμεται από μια κλωστή.

Η Ουάσιγκτον φυσικά έχει λόγους να χαίρεται για αυτό. Δεν της άρεσε ο διακανονισμός εξ αρχής. Οι Αμερικανοί πολιτικοί έκαναν λόγο για «Bolshoi Petroleum» (ΒΡ), ενθαρρυμένοι και από το ατύχημα στον Κόλπο του Μεξικού. Παρά όμως την ρητορική, ο τίτλος «Bolshoi» ήταν παραπλανητικός. Αυτό που πρότεινε ο Ντάντλεϊ ήταν ένα νέο μοντέλο πετρελαϊκής επιχείρησης που θα αποτελούσε ορόσημο για μια γενιά νέων συμφωνιών ανάμεσα στις πολυεθνικές και στις κρατικές εταιρείες.

Οι μεγάλες πετρελαϊκές έμαθαν «μεγάλα μαθήματα» από την περσινή καταστροφή στον Κόλπο: Οι επενδύσεις που θεωρούσαν μέχρι πρότινος επικίνδυνες, ξαφνικά θεωρούνται αυτονόητες, ενώ περιοχές που θεωρούνταν ασφαλείς, όπως ο Κόλπος, τώρα αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη. Η νέα όρεξη των πετρελαϊκών ομίλων για την ανάληψη ρίσκου δεν είναι απλά μια συγκατάβαση στην ιδιοσυγκρασία του Κρεμλίνου ή μια προσπάθεια αποφυγής των εταιρικών ευθυνών. Αντανακλά την πραγματικότητα ότι το πετρέλαιο είναι ένα πολιτικώς «τοξικό» εμπόρευμα που δεν απευθύνεται στους δειλούς.

Επίσης, πρόκειται για ένα ασφαλές στοίχημα για μια εταιρεία η οποία δεν πιστεύει στην μείωση της σημασίας του αργού: Ασχέτως από τη συμφωνία με τη Rosneft, η ΒΡ και οι άλλοι μεγάλοι θα αναζητήσουν αντίστοιχες συμφωνίες με άλλους κρατικούς ομίλους ώστε να ενισχύσουν τους προϋπολογισμούς τους και να καλύψουν τη ζήτηση. Το πάρτι συνεχίζεται.

Η συμφωνία των 16 δις με τη Rosneft θα είχε πράγματι «σεισμικές» προεκτάσεις, αλλά δεν αποτελεί έκπληξη. Η ΒΡ γνωρίζει καλύτερα από όλους ότι η Ρωσία δεν είναι μια εύκολη υπόθεση και παρά τα ντροπιαστικά πρωτοσέλιδα, η εταιρεία θα ήταν ανόητη αν αγνοούσε το πολιτικό ρίσκο που σχετίζεται με μια συνεργασία με το Κρεμλίνο, σε αντίθεση με την πεπατημένη οδό της συνεργασίας με την ΤΝΚ-ΒΡ.

Η διοίκηση της ΒΡ έχει φανερώσει από καιρό ότι αντιμετωπίζει την μακροπρόθεσμη συνεργασία με τη Rosneft ως καλύτερη επιλογή από την προβληματική AAR, δηλαδή το κονσόρτιουμ πίσω από την ΤΝΚ-ΒΡ. Μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ενισχυμένη εξασφάλιση», αλλά το στοίχημα ήταν συγκεκριμένο: Η δραστηριοποίηση στις ΗΠΑ δεν είναι όπως ήταν στο παρελθόν, ενώ η κατάσταση στη Ρωσία μπορεί να αλλάξει.

Πράγματι, οι θεμελιώδεις παράμετροι υποδεικνύουν πως η Μόσχα έχει ανάγκη έναν εταίρο σαν την ΒΡ όσο χρειάζεται και εκείνος νέα κοιτάσματα για να συντηρηθεί.

Η Ρωσία κατέχει σήμερα το 13% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου, αλλά λιγότερο από το 6% των παγκόσμιων αποθεμάτων. Οι τάσεις εξάντλησης των κοιτασμάτων φανερώνουν ότι οι εγχώριοι παραγωγοί θα δυσκολευτούν να διατηρήσουν την παραγωγή πάνω από τα 10 εκατ. βαρέλια ανά ημέρα στα επόμενα χρόνια, πόσο μάλλον να την αυξήσουν πάνω από τα 11 εκατ. βαρέλια.

Για ένα κράτος που στηρίζεται στο αέριο και το πετρέλαιο για τα δύο τρίτα των εξαγωγών του, για το 20% του ΑΕΠ και για τον μισό δημόσιο προϋπολογισμό, αυτό θα έπρεπε να αποτελεί αιτία προβληματισμού, αν δεν υπήρχαν τα 100 δις βαρέλια πετρελαίου που κρύβονται στην ηπειρωτική της υφαλοκρηπίδα. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι οι κρατικοί όμιλοι που διαθέτουν πρόσβαση εκεί, δεν έχουν το κεφάλαιο, την τεχνολογία και την εμπειρία για να τα εκμεταλλευτούν. Η προσφορά ενός μεριδίου 33% στην ΒΡ για τα 12-15 δις βαρέλια των κοιτασμάτων στη Νότια Θάλασσα Κάρα θα ήταν μια εύκολη λύση και μια έξυπνη επένδυση, ενώ θα μάθαινε στις κρατικές εταιρείες και κάποια καινούρια κόλπα.

Το πολιτικό στοίχημα της ΒΡ ήταν ελαφρώς πιο τολμηρό: Το σχέδιο του Κρεμλίνου να βρει μια διεθνή νύφη για την Rosneft εξυπηρετούσε όχι μόνο την παραγωγή και την οικονομία, αλλά και για να δείξει ότι διατηρεί την ικανότητα να δομεί τον ενεργειακό κλάδο με τους δικούς του όρους.

Με το φάντασμα της διάσπασης της Yukos να εξαφανίζεται σιγά-σιγά, ο Σέτσιν, ο οποίος διαμόρφωσε το ενεργειακό τοπίο στη Ρωσία, επιχειρούσε να θυμίσει στην AAR ότι το Κρεμλίνο μπορούσε ακόμα να κατανείμει τον πλούτο και την επιρροή σε όσους θεωρεί κατάλληλους. Η Μόσχα είχε φανερώσει ήδη ότι η ΒΡ θα έπρεπε να εργαστεί πέρα από την ΤΝΚ-ΒΡ. Από την πλευρά τη δική της, η προοπτική εξασφάλισης ενός μεριδίου στη Rosneft και πρόσβασης στην Αρκτική, καθιστούσε την προσφορά ακαταμάχητη.

Ήταν λοιπόν ένα καλό σχέδιο, αλλά μια κακή εκτέλεση. Η AAR όπως αναμενόταν, αρνήθηκε να πουλήσει τη μισή ΤΝΚ-ΒΡ με τους όρους της Μόσχας, παρόλο που βρέθηκε στο στόχαστρο του Κρεμλίνου. Το γεγονός ότι ο Μιχαήλ Φρίντμαν και ο Τζέρμαν Χαν αναγκάστηκαν να προσφύγουν στο ανώτατο δικαστήριο του Λονδίνου για να ακυρώσουν τη συμφωνία υποδεικνύει ότι η AAR γνώριζε πως έμπαινε στα μονοπάτια των «μεγάλων».

Αποδείχτηκε όμως ικανός παίκτης. Παρά τις δηλώσεις του Σέτσιν ότι θα λάμβανε «δράση ενάντια σε όποια πλευρά καθυστερούσε τη συμφωνία με την ΒΡ», τελικά οι ολιγάρχες χτύπησαν εκείνον. Σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ίντριγκες στην πρόσφατη ρωσική πολιτική ιστορία, η κυβέρνηση στράφηκε ενάντια στον άνθρωπο του Πούτιν. Στα τέλη Μαρτίου, ο Μεντβέντεφ διέταξε τους υπουργούς να εγκαταλείψουν τα διοικητικά συμβούλια των κρατικών επιχειρήσεων, τονίζοντας ότι η παρέμβαση του κράτους πλήττει την ρωσική οικονομία. Το γεγονός όμως ότι το Κρεμλίνο δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε να χτυπήσει την AAR αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για την ΒΡ.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η άρνηση της Rosneft να επεκτείνει την προθεσμία της 16ης Μαΐου είναι επίσης ένα πρόβλημα για την ΒΡ. Αλλά όπως γνωρίζουν τα στελέχη της αγοράς, έτσι είναι οι προθεσμίες και η βρετανική εταιρεία έχει στη διάθεσή της λίγο χρόνο πλέον, προτού η Rosneft να στραφεί σε άλλους υποψήφιους. Αν μη τι άλλο, το παιχνίδι έχει σοβαρέψει πολύ. Το κατά πόσο θα συνεχίσει η ΒΡ να προσπαθεί, εξαρτάται από το αν πιστεύει ότι αξίζει τον κόπο ή αν θα προτιμήσει να κάνει έναν απολογισμό της ζημιάς. Αν όμως συνεχίσει, τότε πρέπει να είναι έτοιμη να πληρώσει το κόστος της μάχης με την AAR.

Η ΤΝΚ-ΒΡ ελέγχει το ένα πέμπτο των διαθέσιμων αποθεμάτων της ΒΡ και το ένα τέταρτο της παραγωγής της. Από το 2003, η εταιρεία εξασφάλισε κέρδη 16 δις δολαρίων από μια επένδυση που στοίχισε 9 δις δολάρια. Αναλόγως με τα κριτήρια που εξετάζει κανείς την παραγωγή, τα αποθέματα, τις ροές και τα κέρδη, αυτό μεταφράζεται σε ένα πιθανό κόστος 32-68 δις δολαρίων, δηλαδή ανώτερο από τα 32 δις που προσέφερε η ΒΡ. Είναι ένα σημαντικό ποσό για κάθε πετρελαϊκή, πόσο μάλλον για μια που υποφέρει ακόμα από την περσινή καταστροφή στον Κόλπο. Η ΒΡ πρέπει να αποφασίσει αν η ελεύθερη δραστηριοποίηση στη Ρωσία αντισταθμίζει τους περιορισμούς που θα συνοδέψουν τα χρήματα της Μόσχας ή άλλων πιθανών επενδυτών.

Το σπάσιμο των δεσμών της ΤΝΚ θα στοιχίσει, αλλά οι πολιτικές δυνάμεις σημαίνουν ότι το κόστος ίσως να αξίζει τελικά. Η Rosneft έχει ήδη υποδείξει ότι θα εξετάσει μια ανταλλαγή μετοχών πέραν του αρχικού 5%, ενώ δεν αποκλείεται να συμμετάσχει τελικά και η Gazprom σε κάποιο σημείο.

Η προοπτική της εισόδου της ΒΡ στην ρωσική «αγκαλιά» θα πρέπει να απασχολεί το αμερικανικό Κογκρέσο και ίσως το αναγκάσει να επιτρέψει περισσότερες γεωτρήσεις στον Κόλπο. Σε αντίθεση με τους ολιγάρχες, οι διεθνείς εταιρείες έχουν λίγους λόγους να ανησυχούν για το Κρεμλίνο. Η ΒΡ θα ήταν υποψήφια για πολιτικά κέρδη αν ανακαλύψει εκ νέου το «αγγλο-ιρανικό» της παρελθόν και στραφεί στο νέο επιχειρηματικό μοντέλο.

Αν η ΒΡ κάνει τελικά αυτό το άλμα, φυσικά ισχύουν οι συνηθισμένοι περιορισμοί. Ακόμα και αν ολοκληρωθεί η συμφωνία, το πολιτικό ρίσκο του να συμμετέχει κανείς στη Ρωσία παραμένει σημαντικό. Όσο πιο γρήγορα λειτουργήσουν τα κοιτάσματα της Αρκτικής στην επόμενη δεκαετία και όσο πιο πολλά μάθει η Rosneft για την τεχνολογία εξόρυξης, τόσο πιο αναλώσιμη θα είναι η ΒΡ. Η εμπειρία φανερώνει ότι δεν αποκλείεται ο αποκλεισμός των ξένων επιχειρήσεων μόλις αρχίσει να ρέει το πετρέλαιο και να αυξάνονται τα κέρδη.

Ιδού όμως το κρίσιμο θέμα: Το μεγαλύτερο ρίσκο δεν είναι κατά την είσοδο. Μετά από χρόνια επενδύσεων στο downstream και στις ΑΠΕ, οι μεγάλες πετρελαϊκές πρέπει να επιστρέψουν σε αυτό που γνωρίζουν καλά: Την παραγωγή πετρελαίου.

Οι διεθνείς όμιλοι που είναι υπερβολικά προσεκτικοί θα αφανιστούν. Αν μη τι άλλο, το Μακόντο αποτελεί κώδωνα του κινδύνου για το συγκεκριμένο ζήτημα. Η απαγόρευση των θαλάσσιων γεωτρήσεων στις ΗΠΑ και η αντικατάσταση της παραγωγής της ΒΡ με την μεγέθυνση του τομέα της διΰλισης σημαίνουν ότι θα πρέπει να σταματήσει η κάθετη ενσωμάτωση στις ανεπτυγμένες αγορές και να επιστρέψουν οι εταιρείες στις αφιλόξενες μακρινές περιοχές.

Η ΒΡ ήδη έχει ξεφορτωθεί τα δύο από τα τέσσερα διϋλιστήριά της στις ΗΠΑ και η προσοχή που δίνεται στην ανάπτυξη του σχεδίου Liberty στη Θάλασσα Μποφώρ είναι ένα ισχυρό κίνητρο για να αφήσει τα πράγματα να ησυχάσουν. Η Shell αποφάσισε να καθυστερήσει τις έρευνές της στην Αλάσκα, αναμένοντας τις ρυθμιστικές αποφάσεις, ενώ η ExxonMobil και η Conoco χτυπούν τις ξένες πόρτες, αναζητώντας κοιτάσματα.

Όλοι τους ξέρουν ότι θα πρέπει να συνεργαστούν με τις κρατικές εταιρείες ώστε να βρουν πιο «ζουμερά» κοιτάσματα, υψηλότερα κέρδη και πολιτική επιρροή. Το πεδίο των κρατικών ομίλων όμως είναι επίσης ο χώρος όπου θα ισορροπήσει το πολιτικό ρίσκο με την παλιά και τη νέα παραγωγή.

Το μεγαλύτερο λάθος της ΒΡ ήταν πως κινήθηκε πολύ πρόθυμα για να αποκηρύξει το παρελθόν της με την ΤΝΚ-ΒΡ, προς όφελος μιας συνεργασίας με τη Rosneft. Αυτό σίγουρα θα είχε ένα κόστος από τη στιγμή που το Κρεμλίνο απέτυχε να πλήξει την AAR. Κανείς δεν περίμενε την πτώση του Σέτσιν, αλλά ειδικά ο Ντάντλεϊ θα έπρεπε να ξέρει πως οι άνθρωποι της AAR είναι αυθεντίες στο παιχνίδι αυτό. Στην αγορά για το upstream, εκείνοι που διαθέτουν εισιτήρια έχουν την πολυτέλεια να περιμένουν.

Η «αραβική άνοιξη» υπενθυμίζει ότι τα στοιχήματα γίνονται όλο και πιο ακριβά για τους παίκτες του upstream. Προκειμένου να διατηρήσουν εφοδιασμένη την παγκόσμια αγορά, οι διεθνείς πετρελαϊκές πρέπει να προσθέσουν στην παραγωγή τους. Το περιθώριο των 6 εκατ. βαρελιών ανά ημέρα του OPEC απλά δεν θα είναι αρκετό στην περίπτωση που ένας μεγάλος παραγωγός τεθεί εκτός λειτουργίας (βλέπε Λιβύη).

Εν ολίγοις, δεν υπήρχε ποτέ καλύτερη στιγμή για επένδυση στην παραγωγή, αλλά η πραγματοποίησή της δεν είναι για τους δειλούς. Η ΒΡ υπήρξε στρατηγικά σωστή, αλλά τακτικά ανόητη. Δεν έχει τελειώσει ακόμα το παιχνίδι με την Rosneft, αλλά ακόμα και αν τελειώσει, αυτό δεν θα την σταματήσει.

Το κομμάτι του παζλ, το οποίο έχουν αντιληφθεί πλήρως εδώ και χρόνια οι ασιατικοί όμιλοι είναι ότι η έμφαση στην παραγωγή και η έμφαση στις κρατικές εταιρείες είναι ο δρόμος για το μέλλον. Η Κίνα μπορεί κάλλιστα να είναι η επόμενη νύφη για τη Ρωσία. Ίσως μάλιστα να αποφασίσει η PetroChina να πάρει μαζί της και την ΒΡ.