Η Ελλάδα εξακολουθεί να ζει ξοδεύοντας 24 δις ευρώ περισσότερο απ' ό,τι παράγει. Τα επί πλέον χρήματα τα ξοδεύει το κράτος που δαπανά 114 δι­­ς, ενώ εισπράττει 90 δις από τα 230 που παράγει ή χώρα. Έχει επίσης ένα τεράστιο μη εξυπηρετούμενο χρέος, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για μισθούς, συντάξεις, επιδό­ματα και ιατροφαρμακευτική σπατάλη και αυτοί πού ωφελήθηκαν (σχεδόν όλοι, λόγω της διάχυσης της ψεύ­τικης ευμάρειας), το μετέτρεψαν κυρίως σε σπίτια, αυτοκίνητα και κάθε είδους εισαγόμενα
Η Ελλάδα εξακολουθεί να ζει ξοδεύοντας 24 δις ευρώ περισσότερο απ' ό,τι παράγει. Τα επί πλέον χρήματα τα ξοδεύει το κράτος που δαπανά 114 δι­­ς, ενώ εισπράττει 90 δις από τα 230 που παράγει ή χώρα. Έχει επίσης ένα τεράστιο μη εξυπηρετούμενο χρέος, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για μισθούς, συντάξεις, επιδό­ματα και ιατροφαρμακευτική σπατάλη και αυτοί πού ωφελήθηκαν (σχεδόν όλοι, λόγω της διάχυσης της ψεύ­τικης ευμάρειας), το μετέτρεψαν κυρίως σε σπίτια, αυτοκίνητα και κάθε είδους εισαγόμενα. 

Η οικονομία «δούλευε» προσαρμοσμένη στο παρασι­τικό αυτό πρότυπο, με διπλάσιους δημόσιους υπαλλήλους απ' ό,τι χρειαζόταν, σε σχέση με τις προσφερόμενες υπη­ρεσίες και προσανατολισμένη στην κατανάλωση, τα δα­νεικά και τις στρεβλώσεις. Για αυτό και έχει πολύ περισ­σότερα εμπορικά καταστήματα, γιατρούς, φαρμακοποι­ούς, δικηγόρους, καφενεία, εστιατόρια, ξενυχτάδικα, δη­μοσιογράφους και μέσα ενημέρωσης, πολιτικά και κομμα­τικά στελέχη κ.λπ., απ' ό,τι δικαιολογεί ή παραγωγική της ικανότητα. Έχει επίσης πολύ περισσότερα σπίτια απ' ό,τι χρειάζεται (τουλάχιστον για Έλληνες).

Όταν το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα έφτασαν στον ουρανό, σταμάτησαν να μας δανείζουν. Οπότε έπρεπε να κά­νουμε δύο πράγματα. Πρώτον, να μειώσουμε το έλλειμμα δραστικά και ταυτόχρονα να αναδιατάξουμε την οικονομία μετακινώντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους από τους υπερτροφικούς καταναλωτικούς κλάδους, στους ατροφι­κούς εξωστρεφείς (βιομηχανία, τουρισμός, γεωργία, τουρι­στική κατοικία κ.λπ.). Δηλαδή και μια εφάπαξ μόνιμη συρρί­κνωση της οικονομίας (αφού τέρμα τα δανεικά) και μια προ­σωρινή συρρίκνωση, καθώς οι άνθρωποι και οι πόροι θα έπρε­πε να μετακινηθούν μαζικά από τους υπερτροφικούς κατα­ναλωτικούς κλάδους στους ατροφικούς εξωστρεφείς.

Αν δεν προηγηθεί η δραστική μείωση του ελλείμματος και η τακτοποίηση του χρέους, δεν μπορεί να αρχίσει η άνοδος της οικονομίας, καθώς όσο δεν λύνονται αυτά τα δύο, κανείς (πλην μνημονίου), δεν βάζει χρήματα στην Ελλάδα. Χωρίς χρήματα δεν υπάρχουν οι επενδύσεις για να ολοκληρωθεί ή μετακίνηση από τους καταναλωτικούς στους εξωστρεφείς κλάδους της οικονομίας και οι άνθρωποι μένουν άνεργοι.

Η διπλή αυτή συρρίκνωση δεν είναι ύφεση, η οποία συνδέεται με τον οικονομικό κύκλο. Είναι αναπόφευκτη. Το μόνο ερώτημα πού τίθεται είναι αν θα είναι σκληρή και επώδυνη ή ολέθρια και καταστροφική (χρεωκοπία, έξο­δος από το ευρώ, μακρά περίοδος πολιτικής και κοινω­νικής αβεβαιότητας). Όσο το σύστημα ηγεσίας της χώρας αρνείται την πρώτη εκδοχή, τόσο με βεβαιότητα πλέον οδηγούμεθα στη δεύτερη.

Η κυβέρνηση δεν κάνει τη δουλειά της. Το «μεσοπρό­θεσμο πρόγραμμα» ήταν ευχολόγιο, πού δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Ο δε πρόεδρος της Νέας Δημοκρα­τίας κ. Σαμαράς υιοθετεί το ευχολόγιο αυτό κατά το 70% (χωρίς να λέει πως θα επιτευχθούν οι ευχές) και υπόσχεται άλλα 10 περίπου δις επί πλέον δαπάνες (ή μείωση εσόδων). Τα «προγράμματα» αυτά απέχουν από την πραγματικότητα (από το ελάχιστο δηλαδή αναγκαίο για να αποφευχθεί η χρεωκοπία), κατά 15 και 25 δις αντιστοίχως. Το ποσό είναι εφιαλτικό. Ισοδυναμεί με 1 .200 ευρώ τον μήνα από 1 εκατ. ανθρώπους. Για να μην αναλάβουν το πολιτικό κόστος οι κ.κ. Παπανδρέου και Σαμαράς αρνούνται να συνεννοηθούν και παίζουν ένα κομματικό παιχνίδι τακτικής, την ώρα που η καταστροφή μας κτυπά την πόρτα.

Τα μέτρα για τα όποια συμφωνούν ακούγονται καλά, αλλά δεν αντέχουν σε εξέταση εις βάθος. Παράδειγμα η προσδοκία εσόδων από φοροδιαφυγή 3,5 και 4,5 δις ευρώ αντιστοίχως, όταν υπόσχονται ταυτόχρονα κατάργηση του πόθεν έσχες για αγορά κατοικίας, ευνοώντας τους φοροφυγάδες και τους διε­φθαρμένους δημόσιους υπαλλήλους.

Δεύτερο παράδειγμα η επιδότηση του επιτοκίου της πρώτης κατοικίας με δισεκατομμύρια (όπως προτείνει ο κ. Σαμαράς), όταν η Ελλάδα είχε ήδη από το 2004 το μεγαλύ­τερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ευρώπη (84%) και πρό­σθεσε έκτοτε 700.000 σπίτια (μέσου όρου 3 δωματίων), στο οικιστικό της απόθεμα. Πρόκειται για εκτός τόπου και χρό­νου στερεότυπα της δεκαετίας του '60, του τύπου «η οικο­δομή ατμομηχανή της οικονομίας». Σήμερα, με την εξαίρε­ση της εξωστρεφούς τουριστικής κατοικίας, που ελάχιστα επηρεάζεται από τέτοια μέτρα, δεν χρειαζόμαστε σπίτια αλλά παραγωγικές επενδύσεις. Αν ξοδέψουμε χρήματα (που δεν έχουμε), για να φτιάξουμε κι άλλα «ντουβάρια», που δεν χρειαζόμαστε, σε λίγα χρόνια πάλι θα χτυπάμε το κεφάλι μας σ' αυτά.

Συμφωνούν επίσης και οι δύο στην παραμονή στο κρά­τος ειδικά του ΟΠΑΠ, τη νομιμότητα των μεγάλων συμβά­σεων του οποίου διερευνά ή ελληνική δικαιοσύνη και ή Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στις λοιπές προτάσεις του κ. Σαμαρά, υπάρχουν παραδείγματα ισχυρισμών του τύπου: αν ξοδέψουμε 1 δις επιπλέον σε δημόσιες επενδύσεις θα λά­βουμε 800 εκατ. ευρώ πίσω τον ίδιο χρόνο σε έσοδα του κράτους! Δεν θα τα αναλύσω, απλώς θα επισημάνω ότι θετικά επί μέρους στοιχεία (χαμηλός ενιαίος συντελεστής για τις επιχειρήσεις και στροφή προς αποκρατικοποιήσεις) και οι διακηρύξεις για τους συνδικαλιστές των ΔΕΚΟ (αυτοαναιρούμενες από δηλώσεις του τύπου «τα εργασιακά τους δικαιώματα είναι Ιερά»), λειτουργούν ως πρόσχημα για να καλύψουν την έλλειψη σοβαρής πρότασης για το δύσκολο, που είναι ή δραστική περικοπή των δαπανών για την απο­τροπή της χρεωκοπίας.

Είναι αναγκαίο λοιπόν όσοι μετέχουν στον δημόσιο διά­λογο και γνωρίζουν την πραγματικότητα, να μην αναδει­κνύουν τα προσχήματα κυβέρνησης ή αντιπολίτευσης, αλλά τα πραγματικά προβλήματα. Γιατί υπάρχει ακόμα μια τελευταία πιθανότητα αποτροπής της χρεωκοπίας.

* Ευρωβουλευτής και μέλος της "Δημοκρατικής Συμμαχίας".

(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ", 18/05/2011)