ΑΠΕ: Άκαιρη η Συζήτηση για Μείωση των Εγγυημένων Τιμών Παραγωγών

Το ατύχημα της Φουκουσίμα αφύπνισε ήδη την Ευρώπη σε ό,τι έχει να κάνει με τα πυρηνικά εργοστάσια. Η Γερμανία στις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας έγινε η πρώτη μεγάλη οικονομική δύναμη που «γύρισε τις πλάτες» στην πυρηνική ενέργεια και το κενό που θα δημιουργηθεί για το 17% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας θα καλυφθεί με ΑΠΕ. Ήδη, η Γερμανία έχει να παρουσιάσει ένα αξιοζήλευτο ποσοστό παραγωγής ηλεκτρισμού από ΑΠΕ, κυρίως αιολικά και φωτοβολταϊκά, που φθάνουν το 13% του συνολικού δυναμικού της χώρας
energia.gr
Δευ, 6 Ιουνίου 2011 - 08:42

Το ατύχημα της Φουκουσίμα αφύπνισε ήδη την Ευρώπη σε ό,τι έχει να κάνει με τα πυρηνικά εργοστάσια. Η Γερμανία στις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας έγινε η πρώτη μεγάλη οικονομική δύναμη που «γύρισε τις πλάτες» στην πυρηνική ενέργεια και το κενό που θα δημιουργηθεί για το 17% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας θα καλυφθεί με ΑΠΕ. Ήδη, η Γερμανία έχει να παρουσιάσει ένα αξιοζήλευτο ποσοστό παραγωγής ηλεκτρισμού από ΑΠΕ, κυρίως αιολικά και φωτοβολταϊκά, που φθάνουν το 13% του συνολικού δυναμικού της χώρας.

Από κοντά και η Ελβετία ανακοίνωσε πρόσφατα τη σταδιακή απεμπλοκή της από την πυρηνική ενέργεια, η οποία μάλιστα αντιπροσωπεύει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, φθάνοντας το 40%.

Βέβαια, υπάρχουν ακόμη αρκετές χώρες στην Ευρώπη που διαθέτουν πυρηνικά εργοστάσια. Όπως, η Γαλλία, με 58 πυρηνικά εργοστάσια , η Αγγλία με 19, η Σουηδία με 10, η Ισπανία με 8, το Βέλγιο με 7, η Τσεχία με 6, η Σουηδία με 5, η Φινλανδία, η Σλοβακία και η Ουγγαρία, με 4 και με μικρότερο αριθμό η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Ολλανδία.

Μπορεί να απέχουμε από μια συνολική από-πυρηνικοποίηση της Ευρώπης, ωστόσο, η κίνηση της Γερμανίας και της Ελβετίας δεν μπορεί να περάσουν απαρατήρητες. Έτσι κι αλλιώς η Ε.Ε. αποφάσισε πρόσφατα να εφαρμοσθούν πολύ αυστηροί έλεγχοι για τη λειτουργία των πυρηνικών εργοστασίων στο έδαφος της και αρχίζει πλέον να παγιώνεται η φιλοσοφία υπέρ των ΑΠΕ, συνδυαστικά με το φυσικό αέριο.

Σε αυτό το νέο σκηνικό που διαμορφώνεται, στην Ελλάδα του ήλιου και του ανέμου, ξεκίνησε μια συζήτηση για το αν είναι ακριβές οι ΑΠΕ, αν πληρώνονται απλόχερα οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και αν πρέπει να μειώσουμε τον εθνικό στόχο του 20%, που άλλωστε δεν είναι ακριβώς εθνικός, αλλά συμφωνήθηκε σε επίπεδο Ε.Ε. Το επιχείρημα που προβάλλεται από μερίδα της ενεργειακής αγοράς είναι ότι η χώρα, εν μέσω οικονομικής κρίσης, δεν έχει την πολυτέλεια να ακριβοπληρώνει την ενέργεια από τον άνεμο και τον ήλιο. Προφανώς, όμως, έχει την πολυτέλεια να ακριβοπληρώνει το φυσικό αέριο που εισάγεται.

Είναι σαφές ότι δεν τασσόμαστε υπέρ της μείωσης των εισαγωγών φυσικού αερίου. Είναι επιθυμητό στο ενεργειακό μίγμα της χώρας και έτσι πρέπει να παραμείνει. Εκείνο όμως που θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε είναι ότι ακριβώς σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση που βιώνει η χώρα μας θα έπρεπε να ενθαρρυνθούν ακόμη περισσότερο οι επενδύσεις σε ΑΠΕ και ενδεχομένως, αν μπορούμε, να αυξήσουμε το ποσοστό του 20%, γιατί είναι μια ελληνική ενέργεια για την οποία δεν χρειάζεται να καταβάλλουμε υψηλές δαπάνες εισαγωγών.

Μια συζήτηση που επικεντρώνεται στη μείωση της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ δημιουργεί ερωτηματικά, αν συμβαδίζει με το εθνικό συμφέρον ή αν εξυπηρετεί βραχυπρόθεσμα συμφέροντα. Ενδεχομένως, να συμφωνήσουμε ότι ίσως και να είναι αυξημένες οι εγγυημένες τιμές παραγωγών ΑΠΕ. Πώς όμως θα δοθεί κίνητρο για να γίνουν τέτοιες επενδύσεις; Αν φθάσουμε να αποκτήσουμε μεγάλο μερίδιο στην παραγωγή ηλεκτρισμού από ΑΠΕ, όπως η Ισπανία, για παράδειγμα, ίσως θα ήταν εύλογο να θέσουμε υπό συζήτηση το ζήτημα αυτό. Αλλά στην παρούσα φάση, όπου η Ευρώπη παγιώνει τη σημασία των ΑΠΕ στο ηλεκτρικό ισοζύγιο των χωρών της, εμείς αναζητούμε τρόπους να τη φρενάρουμε;

Η αρμόδια υπουργός, η κ. Μπιρμπίλη, έσπευσε βέβαια να θέσει τέλος στο ενδεχόμενο μείωσης των τιμών των παραγωγών ΑΠΕ, αλλά προφανώς αυτό δεν εμποδίζει την αναμόχλευση του θέματος. Ίσως θα πρέπει να ομονοήσουμε τουλάχιστον σε κάτι. Ότι πέρα και πάνω από τις όποιες επιδιώξεις μας, τίθεται το εθνικό συμφέρον. Κι αυτό υπαγορεύει σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία όχι μόνον να ενθαρρύνουμε τις ΑΠΕ, αλλά να βρούμε τρόπο να αναπτυχθούν ταχύτερα από ό,τι γίνεται σήμερα.