Το διογκούμενο δημόσιο χρέος της Ελλάδας αναταράσσει για μια ακόμα φορά τις ευρωπαϊκές χρηματαγορές. Αλλά γιατί είναι τόσο σημαντικό να χρεοκοπήσει μια μικρή, περιφερειακή οικονομία της ευρωζώνης, που δεν αντιπροσωπεύει ούτε το 3% του συνολικού ΑΕΠ της περιοχής; Η απάντηση είναι απλή: ολόκληρο το ρυθμιστικό πλαίσιο της ευρωζώνης στηρίζεται στην υπόθεση εργασίας πως τα δημόσια χρέη είναι ακίνδυνα

Το διογκούμενο δημόσιο χρέος της Ελλάδας αναταράσσει για μια ακόμα φορά τις ευρωπαϊκές χρηματαγορές. Αλλά γιατί είναι τόσο σημαντικό να χρεοκοπήσει μια μικρή, περιφερειακή οικονομία της ευρωζώνης, που δεν αντιπροσωπεύει ούτε το 3% του συνολικού ΑΕΠ της περιοχής;

Η απάντηση είναι απλή: ολόκληρο το ρυθμιστικό πλαίσιο της ευρωζώνης στηρίζεται στην υπόθεση εργασίας πως τα δημόσια χρέη είναι ακίνδυνα. Η χρεοκοπία του όποιου κράτους της Ευρώπης θα σήμαινε τη «μετακίνηση» αυτού του ακρογωνιαίου λίθου ολόκληρου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος -κι οι συνέπειες θα ήταν ανυπολόγιστες.

Αυτό είναι ιδιαιτέρως σαφές στον τραπεζικό τομέα. Οι διεθνώς παραδεδεγμένοι κανόνες λειτουργίας των τραπεζών ορίζουν πως οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν να δημιουργούν κεφαλαιακά αποθέματα αντίστοιχα με τους κινδύνους που αναλαμβάνουν όταν επενδύουν τα κεφάλαια των καταθετών τους. Όταν όμως δανείζουν τις κυβερνήσεις τους, ή αγοράζουν κρατικά ομόλογα, δεν υποχρεούνται να παράγουν πρόσθετα αποθεματικά, διότι θεωρείται πως τα κρατικά ομόλογα είναι ακίνδυνα. Στο κάτω-κάτω, τα κράτη μπορούν πάντα να κόβουν νόμισμα.

Αλλά αυτή η υπόθεση εργασίας ισχύει μόνο όταν τα χρέη των κρατών υπολογίζονται στα εθνικά τους νομίσματα, μόνον δηλαδή εφόσον τα κράτη μπορούν να διατάξουν τις κεντρικές τους τράπεζες να τυπώσουν όσα λεφτά χρειάζεται για να αποπληρώσουν τους δανειστές τους. Πριν την καθιέρωση του ευρώ, όλα τα αναπτυγμένα κράτη διέθεταν αυτή τη δυνατότητα.

Αλλά όσα κράτη υιοθέτησαν το ευρώ δεν μπορούν πια να τυπώνουν χαρτονόμισμα. Αντιθέτως, ουσιαστικά δανείζονται σε «ξένο» νόμισμα (ή, καλύτερα, σε ένα νόμισμα που δεν το ελέγχουν από μόνες τους). Θα πρέπει άρα να γίνει κατανοητό πως από ιδρύσεως της «οικονομικής νομισματικής ένωσης» (ΟΝΕ) τα δημόσια χρέη των κρατών-μελών θα έπρεπε να έχουν πάψει να θεωρούνται ακίνδυνα.

Αλλά αυτό δε συνέβη . Οι ρυθμιστικές αρχές της ευρωζώνης όχι μόνο εξακολούθησαν να αποδέχονται την υπόθεση εργασίας πως η αγορά κρατικών ομολόγων από τις τράπεζες της κάθε χώρας παρέμενε ακίνδυνη, αλλά επέλεξαν επιπλέον να επεκτείνουν την αρχή αυτή σε όλα τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, θεωρώντας πως οι τράπεζες της ευρωζώνης δε χρειάζονταν καμία εγγύηση προκειμένου να αγοράσουν χρεόγραφα του οποιουδήποτε κράτους-μέλους της. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που το ένα τρίτο του δημοσίου χρέους των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) βρίσκεται σε χαρτοφυλάκια τραπεζών. Αυτή η συγκέντρωση χρέους στους ισολογισμούς των τραπεζών είναι που καθιστά το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα τόσο ευάλωτο σε κάθε χρεοκοπία οποιουδήποτε κράτους-μέλους.

Επιπλέον, με δεδομένη την υπόθεση εργασίας πως τα κρατικά χρεόγραφα είναι ακίνδυνα, οι τράπεζες δεν υιοθέτησαν τους συνήθεις κανόνες προστασίας τους από τη λεγόμενη «υπέρμετρη έκθεση»: στο βαθμό που είχαν διαθέσιμα κεφάλαια, μπορούσαν να συσσωρεύουν όσα κρατικά ομόλογα ήθελαν. Αυτός είναι ο λόγος που οι ελληνικές τράπεζες κατάντησαν να έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους ελληνικά κρατικά χρεόγραφα που η αξία τους υπερβαίνει... την κεφαλαιοποίησή τους. Τυχόν χρεοκοπία της Ελλάδας θα σάρωνε μεμιάς το σύνολο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.

Αλλά τώρα πια δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω στο χρόνο και να αναγκάσουμε τις τράπεζες να ξεφορτωθούν τους σωρούς χρεογράφων που διαθέτουν.

Δυστυχώς όμως, οι ρυθμιστικές αρχές δε φαίνεται ούτε καν να διδάσκονται από την τρέχουσα κρίση, ώστε τουλάχιστο να αποτρέψουν την επόμενη!

Τούτο τον καιρό αναθεωρούνται οι κανόνες της ΕΕ για την απαιτούμενη κεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Σύμφωνα με το νέο προτεινόμενο πλαίσιο, που εξέδωσε πρόσφατα η «ευρωπαϊκή επιτροπή» (Κομισιόν) υπό τον τίτλο « CRD IV» θα απαιτείται αύξηση των κεφαλαιακών αποθεμάτων των τραπεζών μόνο εφόσον αυτές δανείζουν σε ιδιώτες. Ο δανεισμός στις κράτη-μέλη της ευρωζώνης... θα συνεχίσει να θεωρείται ακίνδυνος. Αυτό επιπλέον επιδεινώνει τα ήδη υπαρκτά αντικίνητρα στο να δανείζουν οι τράπεζες τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες.

Πρόκειται περί λάθους. Η Κομισιόν θα έπρεπε να έχει απαιτήσει τραπεζικές εγγυήσεις και για το δανεισμό στα κράτη-μέλη. Ο λόγος είναι απλός: κανείς δεν μπορεί στα σοβαρά να θεωρεί πως τα κρατικά ομόλογα των κρατών-μελών της ευρωζώνης είναι ακίνδυνα. Είναι ως εκ τούτου προφανές πως οι τράπεζες θα πρέπει να διαθέτουν ορισμένα κεφαλαιακά αποθέματα για να εξασφαλιστούν από τους κινδύνους που αναλαμβάνουν δανείζοντας κράτη, ιδίως κράτη με μεγάλο δημόσιο χρέος.

Σαν να μην έφτανε αυτό, οι νέες ρυθμίσεις απαιτούν από τις τράπεζες να διαθέτουν μεγαλύτερο ποσοστό του ενεργητικού τους σε ρευστότητα. Είναι προφανές τι προσπαθούν να πετύχουν εδώ οι ρυθμιστικές αρχές: περισσότερες αγορές κρατικών χρεογράφων! 'Αλλο ένα κίνητρο προς τις τράπεζες να χρηματοδοτούν κρατικά χρέη και όχι ιδιωτικές επενδύσεις, παρά το γεγονός πως τα κρατικά ομόλογα (π.χ. της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας) μπορεί να χάσουν ξαφνικά τη δυνατότητα να ρευστοποιηθούν. Ο ορισμός των «ρευστοποιήσιμων ενεργητικών» που θα επιδιώκουν να διαθέτουν οι τράπεζες θα έπρεπε να διευρυνθεί ώστε να συμπεριλάβει ένα ευρύ φάσμα ιδιωτικών παραγώγων, που η τιμή τους διαμορφώνεται στην αγορά.

Οπότε, δύο βασικές νέες προδιαγραφές λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος ευνοούν ξανά τη χρηματοδότηση των κρατικών χρεών εις βάρος εκείνης των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα.

Είναι εύκολα κατανοητό γιατί οι αρχές επιμένουν να ευνοούν τη χρηματοδότηση του δημοσίου χρέους: οι κανόνες αυτοί τίθενται από υπουργούς οικονομικών, που έχουν συμφέρον να ελαφρύνουν τα δημόσια οικονομικά τους. Είναι δύσκολο για τους πολιτικούς να κατανοήσουν πως οι κρατικοί προϋπολογισμοί τους ανταγωνίζονται να αντλήσουν από μια πεπερασμένη δεξαμενή αποταμιευμένων πόρων. Η μείωση του κόστους του δανεισμού των κρατών μοιάζει εκ πρώτης όψεως κοινωνικά συμφέρουσα, διότι έτσι το κράτος μπορεί να αντλεί χρήματα και να διατηρεί χαμηλή τη φορολογία. Αλλά τα όποια κέρδη από τη χαμηλή φορολόγηση εξανεμίζονται από την απουσία ρευστότητας στον ιδιωτικό τομέα, που καθώς ο δικός του δανεισμός ακριβαίνει, επενδύει λιγότερο, επιβραδύνει έτσι την οικονομική ανάπτυξη και μειώνει τα κρατικά έσοδα.

Τα τελευταία χρόνια έγιναν πολλά βήματα προς την κατεύθυνση της εκ νέου ρύθμισης του τραπεζικού τομέα. Αλλά οι προτάσεις της Κομισιόν θα πλήξουν περαιτέρω το δανεισμό των επενδύσεων και θα συγκεντρώσουν τη ρευστότητα των τραπεζών στη χρηματοδότηση κρατικών χρεών. Το μόνο αποτέλεσμα που μπορεί να έχει κάτι τέτοιο είναι να επιδεινώσει την κρίση χρέους της Ευρώπης και να εξασθενίσει τις ήδη αδύναμες αναπτυξιακές της προοπτικές.

(Ο Daniel Gros είναι διευθυντής του «κέντρου σπουδών ευρωπαϊκής πολιτικής» (CEPS)

(από www.ppol.gr)