Οταν ένα κόμμα έρχεται στην εξουσία με 34% των ψήφων και σε δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις κατορθώνει να αντιπαρέλθει τη φθορά της εξουσίας και να αυξήσει την εκλογική του δύναμη στο 46% και το 50%, τότε πρόκειται περί εκλογικού φαινομένου. Η επίδοση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Αναπτύξεως (ΑΚΡ) στις τουρκικές βουλευτικές εκλογές της 12ης Ιουνίου αποτελεί προσωπικό πολιτικό θρίαμβο του πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και παγιώνει την ηγεμονική παρουσία του ιδίου και του κόμματός του στην τουρκική πολιτική σκηνή

Οταν ένα κόμμα έρχεται στην εξουσία με 34% των ψήφων και σε δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις κατορθώνει να αντιπαρέλθει τη φθορά της εξουσίας και να αυξήσει την εκλογική του δύναμη στο 46% και το 50%, τότε πρόκειται περί εκλογικού φαινομένου. Η επίδοση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Αναπτύξεως (ΑΚΡ) στις τουρκικές βουλευτικές εκλογές της 12ης Ιουνίου αποτελεί προσωπικό πολιτικό θρίαμβο του πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και παγιώνει την ηγεμονική παρουσία του ιδίου και του κόμματός του στην τουρκική πολιτική σκηνή. Η ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας αποτελεί τον βασικό πυλώνα αυτής της επιτυχίας.

Ανάμικτα είναι τα συναισθήματα για το δεύτερο τη τάξει Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP). Η άνοδος της εκλογικής δύναμης κατά 5% στο 26% είναι βεβαίως ευπρόσδεκτη, ωστόσο παγιώνεται πλέον η πεποίθηση ότι υπό τις παρούσες συνθήκες το κόμμα αποτελεί μειοψηφικό πολιτικό ρεύμα και δεν είναι σε θέση να απειλήσει την πρωτοκαθεδρία του ΑΚΡ. Η αντικατάσταση του Ντενίζ Μπαϊκάλ από τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου βελτίωσε την εικόνα του κόμματος, επ’ ουδενί όμως ανέτρεψε τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού.

Το ακροδεξιό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσεως συγκαταλέγεται στους ηττημένους των εκλογών. Δεδομένης της πτωτικής πορείας του κόμματος και του διεμβολισμού που δέχθηκε από το ΑΚΡ τον τελευταίο καιρό, η διατήρηση του ποσοστού του άνω του εκλογικού ορίου του 10% αποτέλεσε ένα από τα κυριότερα αινίγματα των εκλογών, δεδομένου ότι θα επηρέαζε αποφασιστικά και τον αριθμό των εδρών του ΑΚΡ. Τελικώς οι εκλογικές του απώλειες περιορίστηκαν στο 1,3%, και με 13% των ψήφων παρέμεινε ασφαλώς άνω του εκλογικού ορίου. Ωστόσο, αυτό δεν ανατρέπει την πορεία παρακμής του κόμματος και υπογραμμίζει την απουσία προσανατολισμού στον χώρο της τουρκικής ακροδεξιάς.

Εάν υπάρχει δεύτερος νικητής των εκλογών μετά το ΑΚΡ, αυτός είναι το Κόμμα Ειρήνης και Δημοκρατίας (BDP), η τελευταία μετενσάρκωση του κουρδικού πολιτικού κινήματος της Τουρκίας. Η υποστήριξη των Κούρδων ψηφοφόρων προς το ΑΚΡ υπήρξε ένα από τα πλέον εντυπωσιακά στοιχεία των βουλευτικών εκλογών του 2007. Ωστόσο, η υπαναχώρηση του ΑΚΡ από τις εξαγγελθείσες μεταρρυθμίσεις στο Κουρδικό, καθώς και η πόλωση που ακολούθησε την προσέγγιση του ΑΚΡ σε εθνικιστικές θέσεις κατά την προεκλογική περίοδο, ευνόησε τους υποψηφίους του ΒDΡ. Η στρατηγική της υποστηρίξεως ανεξάρτητων υποψηφίων με σκοπό την παράκαμψη του εκλογικού ορίου του 10% λειτούργησε καλύτερα από ποτέ. Με την εκλογή 36 βουλευτών υποστηριζομένων από το BDP, το κόμμα ενισχύει εντυπωσιακά την κοινοβουλευτική του παρουσία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η επανεκλογή της Λεϊλά Ζάνα, μίας πολιτικού-συμβόλου του κουρδικού πολιτικού κινήματος, καθώς και η εκλογή του Ερόλ Ντόρα. Ο Ντόρα εκπροσωπεί τη μειονότητα των νεστοριανών χριστιανών της νοτιοανατολικής Τουρκίας και είναι ο πρώτος χριστιανός που εκλέγεται στην τουρκική Βουλή εδώ και μισό περίπου αιώνα.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για τις προσεχείς πολιτικές εξελίξεις; Καθώς ο κ. Ερντογάν έχει ήδη δηλώσει ότι δεν πρόκειται να είναι υποψήφιος στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, η μεγάλη προσωπική του επιτυχία τού επιτρέπει να ξεκινήσει τη διαδικασία διαδοχής του στο ΑΚΡ και να προετοιμάσει την προεδρική του υποψηφιότητα με τις πλέον ευνοϊκές συνθήκες. Η είσοδος του ΜΗΡ στη Βουλή και η επιτυχία του BDP στερoύν από το ΑΚΡ την ενισχυμένη πλειοψηφία εδρών η οποία θα επέτρεπε στον πρωθυπουργό Ερντογάν να προωθήσει την αναθεώρηση του Συντάγματος κατά τις επιθυμίες του. Με 326 έδρες το ΑΚΡ συγκεντρώνει τέσσερις λιγότερες από τα 3/5 των εδρών του Κοινοβουλίου. Αυτό σημαίνει ότι θα χρειασθεί να επιδιώξει ευρύτερη πολιτική συναίνεση, προκειμένου να προωθήσει τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Κατά τούτο η κρίση του τουρκικού λαού μπορεί να θεωρηθεί σοφή.

* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 16/06/2011)