Αντιδράσεις στην αγορά πυροδοτεί η επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο φυσικό αέριο, όπως προβλέπεται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα. Μάλιστα, πιθανή θεωρείται τόσο η χρήση πιο ρυπογόνων καυσίμων στην παραγωγή, όσο και η έξοδος βιομηχανικών από την Ελλάδα, οι οποίες θα αναζητήσουν πιο φιλικό περιβάλλον στις γειτονικές χώρες. Μάλιστα, το συγκεκριμένο μέτρο, σύμφωνα με πληροφορίες της εφημερίδας «Ημερησία», οδήγησε τις ΔΕΠΑ και ΕΠΑ Θεσσαλίας, Αττικής και Θεσσαλονίκης, να συντάξουν κοινή επιστολή, την προηγούμενη εβδομάδα

Αντιδράσεις στην αγορά πυροδοτεί η επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο φυσικό αέριο, όπως προβλέπεται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα. Μάλιστα, πιθανή θεωρείται τόσο η χρήση πιο ρυπογόνων καυσίμων στην παραγωγή, όσο και η έξοδος βιομηχανικών από την Ελλάδα, οι οποίες θα αναζητήσουν πιο φιλικό περιβάλλον στις γειτονικές χώρες.

 

Μάλιστα, το συγκεκριμένο μέτρο, σύμφωνα με πληροφορίες της εφημερίδας «Ημερησία», οδήγησε τις ΔΕΠΑ και ΕΠΑ Θεσσαλίας, Αττικής και Θεσσαλονίκης, να συντάξουν κοινή επιστολή, την προηγούμενη εβδομάδα. Στην επιστολή διατυπώνουν μια σειρά προβληματισμούς για το νέο ειδικό φόρο, την οποία και απέστειλαν στα συναρμόδια υπουργεία Οικονομικών, Ενέργειας, Ανάπτυξης κ.λπ.

Στο συγκεκριμένο κείμενο, κατά τις ίδιες πηγές, καθίσταται σαφές ότι αν τελικά ισχύσει ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στο φυσικό αέριο πολλοί βιομηχανικοί χρήστες θα επιστρέψουν στην καύση μαζούτ για τις ενεργειακές τους ανάγκες, ενώ δεν λείπουν κι οι αναφορές ακόμη και για απειλές περί μεταφοράς των παραγωγικών τους δραστηριοτήτων σε γειτονικές βαλκανικές χώρες όπου -εκτός από τη μειωμένη φορολογία- το φυσικό αέριο είναι κατά πολύ φθηνότερο.

Αν μάλιστα δεν επέλθει ανάλογη φορολογική προσαρμογή στο κόστος του μαζούτ, οι υπολογισμοί που έχουν γίνει από τις εταιρείες παροχής, καταδεικνύουν ότι η τιμή του φυσικού αερίου θα είναι (συγκριτικά με το μαζούτ), κατά 5% ακριβότερη.

Παράλληλα, η ΔΕΠΑ κι οι τρεις ΕΠΑ της χώρας φέρονται να εκφράζουν προβληματισμό για τη μείωση της ανταγωνιστικότητας του αερίου και σε σχέση με το πετρέλαιο θέρμανσης, και ζητούν, τουλάχιστον, να μην ανέλθει στο 1,5 ευρώ/Gigajoule, αλλά στο 0,3 ευρώ/Gigajoule.