Η συζήτηση για το Μεσοπρόθεσμο μέχρι και τη χθεσινή ψηφοφορία εστιαζόταν στο κατά πόσο είναι πραγματικό το δίλημμα υπερψήφιση ή χρεοκοπία, κατά πόσον υπήρχε ή όχι «Σχέδιο Β» για την άμεση κάλυψη των άμεσων αναγκών χρηματοδότησης της Αθήνας. Μια πτυχή που δεν φωτίστηκε όσο θα έπρεπε είναι οι πολιτικές επιπτώσεις και παρενέργειες μιας απορριπτικής ψήφου στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σε μια στιγμή που ένα από τα σοβαρότερα εμπόδια στην υιοθέτηση μέτρων συνολικής θωράκισης της Ευρωζώνης είναι η διογκούμενη δυσαρέσκεια στις πλεονασματικές χώρες του βορρά για τη χρηματοδότηση και νέων πακέτων στήριξης

Η συζήτηση για το Μεσοπρόθεσμο μέχρι και τη χθεσινή ψηφοφορία εστιαζόταν στο κατά πόσο είναι πραγματικό το δίλημμα υπερψήφιση ή χρεοκοπία, κατά πόσον υπήρχε ή όχι «Σχέδιο Β» για την άμεση κάλυψη των άμεσων αναγκών χρηματοδότησης της Αθήνας.

Μια πτυχή που δεν φωτίστηκε όσο θα έπρεπε είναι οι πολιτικές επιπτώσεις και παρενέργειες μιας απορριπτικής ψήφου στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σε μια στιγμή που ένα από τα σοβαρότερα εμπόδια στην υιοθέτηση μέτρων συνολικής θωράκισης της Ευρωζώνης είναι η διογκούμενη δυσαρέσκεια στις πλεονασματικές χώρες του βορρά για τη χρηματοδότηση και νέων πακέτων στήριξης.

Με τα σημερινά δεδομένα οι εύθραυστες και οριακές ισορροπίες της Ευρωζώνης είναι πολύ δύσκολο να μεταλλαχθούν προς την κατεύθυνση συνυπολογισμού του κοινωνικού και πολιτικού κόστους των περιοριστικών δημοσιονομικών πολιτικών.

Ένα «όχι» στη Βουλή στην Αθήνα ή στο Ελσίνκι ή στη Χάγη είναι βέβαιο ότι θα ενισχύσει την απόκλιση βορρά-νότου ενδυναμώνοντας έναν ταυτόχρονο διπλό απορριπτισμό κατά της δημοσιονομικής περιοριστικής πολιτικής, αλλά και κατά της συνέχισης της στήριξης των δημοσιονομικά προβληματικών χωρών.

Οι ισορροπίες είναι οριακές και εύθραυστες με τη συγκυρία εξαιρετικά επιβαρυμένη:

Τα προγράμματα λιτότητας δεν αποδίδουν, καθιστούν αναγκαία τη χορήγηση νέων και προκαλούν την οργή της κοινής γνώμης τόσο στις δανειοδότριες όσο και στις δανειολήπτριες χώρες.

Οι αγορές πιέζουν την Ιταλία και την Ισπανία, σε μια στιγμή που οι 17 της Ευρωζώνης δεν έχουν ολοκληρώσει το Μόνιμο Μηχανισμό ESM, που φαίνεται ότι θα έχει ξεπερασθεί από τις εξελίξεις πριν καν τεθεί σε λειτουργία.

Γαλλογερμανικές ισορροπίες σε διμερές επίπεδο, ισορροπίες ανάμεσα στις πλεονασματικές χώρες με αξιολόγηση ΑΑΑ και τις χώρες της περιφέρειας που είτε έχουν προσφύγει στον προσωρινό Μηχανισμό EFSF είτε πιέζονται από τις αγορές βρίσκονται σε σχέση συγκοινωνούντων δοχείων με τη λαϊκή δυσαρέσκεια από όπου και αν προέρχεται.

Με δυο λόγια, η συνολική θωράκιση της Ευρωζώνης καθίσταται μέρα με τη μέρα ένα ολοένα πιο περίπλοκο ζητούμενο: Η περιχαράκωση και το παιχνίδι της καθυστέρησης δεν αφορά μόνο τη Μέρκελ και τη Γερμανία, αλλά και τη Φινλανδία, την Ολλανδία κα την Αυστρία, ενώ η Αθήνα, το Δουβλίνο, η Λισαβόνα και η Μαδρίτη έχουν σε διαφορετικό βαθμό εξαντλήσει τη δυνατότητα υιοθέτησης περιοριστικών πολιτικών με διαχειρίσιμο κοινωνικό και πολιτικό κόστος.

Εδώ βρίσκεται και η απάντηση στο ερώτημα αν υπήρχε ή όχι «Σχέδιο Β» στην περίπτωση αρνητικής έκβασης της χθεσινής ψηφοφορίας στην ελληνική Βουλή: Η απάντηση είναι ότι το ερώτημα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς ανάμεσα στις αγορές και τις κυβερνήσεις και την κοινή γνώμη της Ευρωζώνης οι ισορροπίες είναι τόσο οριακές, που η όποια διατάραξή τους μπορεί να έχει μη ελεγχόμενες παρενέργειες.

Μέσα σε ενάμιση χρόνο και με ιστορική ευθύνη της Γερμανίας η Ευρωζώνη έχει χάσει από αντίθετες κατευθύνσεις τη νομιμοποίηση των μέτρων για θωράκισή της στην κοινή γνώμη τόσο στο βορρά όσο και στην Περιφέρεια, και ταυτόχρονα δεν πείθει τις αγορές.

Με δυο λόγια, η κατάσταση πραγμάτων είναι οριακή, με τη δημοσιονομική περιοριστική πολιτική να είναι αναποτελεσματική, να μην πείθει τους δανειστές, και να φέρνει σε οριακό σημείο την κοινωνική συνοχή κα την πολιτική σταθερότητα.

Ένα σκηνικό μέσα στο οποίο αρκεί το «πέταγμα μιας πεταλούδας» για να προκληθεί μη ελεγχόμενο ντόμινο.

Περίπλοκο ζητούμενο

Η συνολική θωράκιση της Ευρωζώνης καθίσταται μέρα με τη μέρα ένα ολοένα πιο περίπλοκο ζητούμενο: Η περιχαράκωση και το παιχνίδι της καθυστέρησης δεν αφορά μόνο τη Μέρκελ και τη Γερμανία, αλλά και τη Φινλανδία, την Ολλανδία κα την Αυστρία, ενώ η Αθήνα, το Δουβλίνο, η Λισαβόνα και η Μαδρίτη έχουν σε διαφορετικό βαθμό εξαντλήσει τη δυνατότητα υιοθέτησης περιοριστικών πολιτικών με διαχειρίσιμο κοινωνικό και πολιτικό κόστος.

(από την εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ", 30/06/2011)