Οι φωτιές του Αη Γιαννιού. Εικοσιμία του περασμένου Ιουνίου, η μεγαλύτερη μέρα της μικρότερης νύχτας. Στις φωτιές του αη Γιαννιού. Πανάρχαιο έθιμο, που σε πολλά χωριά το κρατάνε ακόμα: Φέρνουν τα κατάξερα μαγιοστεφάνια απ΄πο τα σπίτια και φτιάχνουν στη μέση της πλατείας ένα μικρό βουνό για προσάναμμα.
Οι φωτιές του Αη Γιαννιού. Εικοσιμία του περασμένου Ιουνίου, η μεγαλύτερη μέρα της μικρότερης νύχτας. Στις φωτιές του αη Γιαννιού. Πανάρχαιο έθιμο, που σε πολλά χωριά το κρατάνε ακόμα: Φέρνουν τα κατάξερα μαγιοστεφάνια απ΄πο τα σπίτια και φτιάχνουν στη μέση της πλατείας ένα μικρό βουνό για προσάναμμα. Και μετά ρίχνουν. Ξεραϊδια, χόρτα, σανίδια, παλούκια, ο,τι έχει ο καθένας στην αυλή του για κάψιμο, να μη μένει έκθετο στις αυλές,με τις μεγάλες ζέστες του Ιούλη και τους αυγουστιάτικους βοριάδες, μη μας βρει καμιά ζημιά. Ενας τέλειος κύκλος της ζωής, της τάξης και της αρχαίας αίσθησης της απόλυτα μετρημένης οικονομίας.
Και μετά πηδάνε τις φωτιές. Σαν τρελλοί, ή σαν άγιοι.

Πρώτα τα παιδιά. Οσο φουντώνει η φλόγα, όσο γίνεται τεράστια και φοβιστική, τολμάνε οι έφηβοι και μετά τα παληκάρια. Ολόγυρα οι γυναίκες. Ολοι έχουν το ρόλο τους, μεταφυσικό, αλλά και απόλυτα πρακτικό ταυτόχρονα. Οι ανύπαντρες, με κανάτια και τενεκέδες, έχουν μαζέψει το νερό από την ανατολή, έχουν πιεί μια γουλιά, κι όλη μέρα, όσο το νερό είναι στο κανάτι, δεν μιλάνε. Ούτε λέξη. Στο τέλος του πύρινου όργιου, κι αφού έχουν γεμίσει μάτια και ψυχές με λόγια άλεκτα, αδειάζουν τα κανάτια με το νερό και σβήνουν τη φωτιά. Αν γίνουν όλα με τη σωστή τάξη, τη νύχτα θα ονειρευτούν την αγάπη τους. Το αύριό τους. Ο τέλειος κύκλος της ζωής. Την άλληγμέρα, βγαίνουν και ασβεστώνουν την πλατεία, όλα λαμπίκος.

Τη νύχτα εκείνη, στην πλατεία του χωριού που φλεγόταν, βρήκα επιτέλους τη γεύση που μπούκωνε μήνες το στόμα μου. Ηταν το αμίλητο νερό. Η πιο θρεπτική τροφή.

Όχι σιωπή, όχι. Μεγαλύτερη φλυαρία δεν έχει ξεσπάσει ποτέ στον εγκέφαλό μου, μήνες τώρα, από τότε που γυρίσαμε στην Ελλάδα. Πέντε βδομάδες γύριζα, και μύριζα, σαν το σκυλί που ψάχνει το αφεντικό του: έχωνα τη μύτη μου παντού. Πήγα στο Σύνταγμα, το είχαν κατασπάσει. Μεγάλος θυμός. Η κατσαρόλα βράζει. Πήγα στης Φρόσως Λύτρα την παράσταση κι έμεινα κάγκελο από τη δημιουργική πνοή που κλώτσαγε ντουβάρια και θεατές. Με μάζεψε, τρεις τα χαράματα, ο κύριος Σταμάτης Κραουνάκης, από ένα ταβερνείο στον Ταύρο, και με διέταξε να τσακιστώ να πάω να βρω τα τραγούδια του Μητροπάνου: Το «Γειά» και το «Υποβρύχιο», μου είπε ν΄ακούσω, ιδιαιτέρως. Εκλαιγα τρεις μέρες. Μεγάλα τραγούδια, τεράστια. Τη νύχτα της κόκκινης έκλειψης, την ξενύχτησα στη γενική της ομάδας «Σπείρα-Σπείρα»να ντελαλλάει Αριστοφάνη, γραμμένο δυό χιλιάδες χρόνια πίσω, για γεγονότα που συνέβαιναν εφτακόσια μέτρα δίπλα μας, την ίδια στιγμή.

Πραγματικά, νόμιζα ότι θα μου στρίψει.

Από τη μια μεριά, η «εικόνα» της χώρας, έτσι όπως βγαίνει προς τα έξω, αλλά κι έτσι όπως τη σερβίρουμε ο ένας στον άλλον στις καθημερινές μας γκρίνιες. Μια χώρα ξοφλημένη, διεφθαρμένη, χρωκοπημένη, ένας ενοχλητικός ζήτουλας, ένα τελειωμένο μπουρδέλο.

Κι από την άλλη, αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου. Αυτό που βλέπουν τα μάτια μου, αυτή τη στιγμή που σας γράφω. Μια χώρα ασύλληπτης ομορφιάς, έναν τόπο μοναδικού πλούτου. Μια χώρα που «παράγει» μουσικές, και θυμούς, και θέατρα σαν του Αριστοφάνη και τραγούδια σαν του Σταμάτη, και φωνές σαν του Μητροπάνου, και νύχτες σαν αυτή του Κλήδονα και φωτιές σαν του Αη Γιάννη.

Μια αστεράτη κούκλα, γεμάτη υπέροχους ανθρώπους, στριμωγμένους, παραζαλισμένους από των καιρών την καταιγίδα, αλλά τόσο βαθειά ζυμωμένους με την ιστορία, τη γλώσα και την ρίζα τους, που αξιώνονται την απαγορευμένη για άλλους λαούς- πολυτέλεια να αμφισβητούν-ή να την καταριούνται την ίδια τους την ταυτότητα.

Εβλεπα, αλλά δεν μιλούσα. Το αμίλητο, που λέγαμε. Ενιωθα-και ακόμα νιώθω-σαν την Αστέρω στο γάμο του Κίτσου, μιά όλως διόλου τρελλή. Όχι ότι η χώρα δεν έκανε ότι μπορούσε για να με αποτρελλάνει: Ενα μάτσο μαλάκες δέρνουν και δέρνονται μεταξύ τους, άνευ αντικειμένου, παραδίπλα ένα άλλο μάτσο χαζοί μπουρδολογούν ηλιθίως επί παντός, την ώρα που χάνονται δουλειές, μαγαζιά, που διαλύονται οικογένειες, κοινώς, γίνεται το σύμπαν μαλιοκούβαρο.

Ειλικρινά ζητώ συγγνώμη προσωπικά από κάθε άνεργο, κάθε νέο που δεν βλέπει ελπίδα για το αύριο, κάθε ηλικιωμένο που μετράει τη δεκάρα για να βγάλει την εβδομάδα. Ξέρω ότι αυτό που ίσως θα διαβάσετε, μπορεί να σας θίξει, ή να σας «αγανακτήσει» περισσότερο. Αλλά το κατάπια το ρημάδι το αμίλητο: κόντεψα να σκάσω από τη βουβαμάρα και τώρα θα σκάσω αν δεν το γράψω: Αυτή η κρίση» είναι το καλύτερο πράγμα που μας έχει συμβεί τα τελευταία σαράντα χρόνια.

Δεν είμαστε ούτε τελειωμένοι, ούτε χρεωκοπημένοι, ούτε ζήτουλες. Καθόμαστε πάνω σ΄ένα ανεξάντλητο χρυσωρυχείο, μια φλέβα επιβίωσης, μια σοφία χιλιάδων χρόνων, που μεταλλάσσεται και προσαρμόζεται, και που ιστορικά, μέσα στις πιο μαύρες της ώρα, έχει τσαγανό να κάνει και αυτοκριτική άγρια και τσαμπουκάδες και πλάκες. Κι όλο αυτό με φόντο τη ρομάντσα, το χαβαλέ-σετάκι με το αυτομαστίγωμα, και με εξτρα μπόνους τη διαθήκη του πάμπτωχου Παπαδιαμάντη, να φωτίζει σαν λυχναράκι το σκοτεινό μας δρόμο.

Στα δικά τους αξιοθρήνητα κουτάκια, οι πανομοιότυποι «μίστερ Σμίθ» του Μάτριξ μας «αξιολογούν» σαν σκουπίδια. Μπαρμπούτσαλα. Το τελευταίο πράγμα που με απασχολεί πλέον είναι το μαστίγιο και το καρότο της επικείμενης « χρεωκοπίας». Πρώτον- και σόρρι που μπουκάρω άσχετη στα χωράφια του Τζών Βαρούφ, δεν είναι επικείμενη, αλλά απολύτως παρούσα, ό,τι όνομα κι να τη βαφτίσουν, «ελεγχόμενη», «κυλιόμενη» ή κεφαλογραβιέρα. Το φαλιμέντο έχει ήδη συμβεί. Το θέμα είναι πως αντιλαμβάνεται κανείς το φαλιμέντο. Με όρους της Μoody’s, η με χορικά του Αισχύλου;

Αυτό που καταλαβαίνω εγώ είναι πως όταν τα πετρέλαιά τους θα έχουν στραγγίξει, όταν οι καπνοί από τα εργοστάσιά τους θα έχουν σβήσει, όταν τα κωλόχαρτα και οι μετοχές τους θα πουλιούνται για ταπετσαρίες στα παζάρια, όταν οι φωτιές φτάσουν στον ουρανό, ελάτε να μου πείτε ποιος θα αντέξει, ποιος θα μείνει όρθιος, μ΄ένα ουζάκι, μπροστά σε μια έβγα, να βλέπει το ηλιοβασίλεμα και τους αιώνες να περνούν, με μια αιώνια παρτίδα τάβλι. Με μόνο απλοϊκό κριτήριο έστω, αυτό της ιστορικής διάρκειας, εγω ακόμα, ΄΄εστω και καταμεσίς του γάμου του Κίτσου, το πάω το στοίχημα.

Πρώτα τα παιδιά., Μετά οι έφηβοι. Και στο φούντωμα το μεγάλο, τα παληκάρια. Εκεί θα μετρηθούμε, στη φωτιά, στου καθενός το μπόι.

Κι αν όλα γίνουν με τη σωστή τάξη των πραγμάτων, τη νύχτα θα ονειρευτούμε-επιτέλους- το αύριό μας: την αγάπη μας.