Η Γερμανική Βοήθεια

Μετά την ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής της 21/7 και τη διάσωση του Ευρώ, μέσω πακέτου συμφωνιών για την βιωσιμότητα του Ελληνικού χρέους, άνοιξε και η όρεξη για επενδύσεις και επανατοποθέτηση διαφόρων επιχειρηματικών σχεδίων. Με αυτή τη λογική εκφράστηκε και το ενδιαφέρον της Γερμανικής κυβέρνησης, με την άμεση υποστήριξη και παρότρυνση του Συνδέσμου Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI), για επενδύσεις στην Ελλάδα και με το ενδιαφέρον να εντοπίζεται κυρίως στους τομείς της Ενέργειας, των ΑΠΕ και την ηλεκτρικών δικτύων
energia.gr
Δευ, 1 Αυγούστου 2011 - 10:22

Μετά την ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής της 21/7 και τη διάσωση του Ευρώ, μέσω πακέτου συμφωνιών για την βιωσιμότητα του Ελληνικού χρέους, άνοιξε και η όρεξη για επενδύσεις και επανατοποθέτηση διαφόρων επιχειρηματικών σχεδίων. 

Η Ελληνική κρίση δεν μπορούσε ν’ αποτελέσει εξαίρεση του παγκόσμιου κανόνα που λέει ότι κάθε κρίση αποτελεί και μία ευκαιρία. Με αυτή τη λογική εκφράστηκε και το ενδιαφέρον της Γερμανικής κυβέρνησης, με την άμεση υποστήριξη και παρότρυνση του Συνδέσμου Γερμανικών Βιομηχανιών ( BDI), για επενδύσεις στην Ελλάδα και με το ενδιαφέρον να εντοπίζεται κυρίως στους τομείς της Ενέργειας, των ΑΠΕ και την ηλεκτρικών δικτύων, των Τεχνολογιών της Πληροφορικής και των Τηλεπικοινωνιών (όπου ως γνωστό η Deutche Telekom είναι ο κύριος μέτοχος του ΟΤΕ), καθώς και στους τομείς του Τουρισμού και των Μεταφορών, οι οποίοι και αυτοί εμπεριέχουν σημαντικό ενεργειακό σκέλος.

Επίσημη θέση της Γερμανικής κυβέρνησης, εκφρασθείσα μέσα από δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών κ. Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε και του υπουργού οικονομίας και αντικαγκελαρίου κ. Φίλιπ Ρέσλερ, είναι ότι η Γερμανία επιθυμεί να συμπαρασταθεί στην Ελλάδα κατά τη δύσκολη αυτή οικονομική συγκυρία και να ενθαρρύνει απευθείας επενδύσεις, δηλ. FDIs, Γερμανικών επιχειρήσεων στη χώρα μας. Στόχος θα είναι όπως οι επενδύσεις αυτές συμβάλλουν στην αντιστροφή του αρνητικού οικονομικού κλίματος μέσω συγκεκριμένων επενδύσεων που θα συνεισφέρουν στην ανάπτυξη. Μάλιστα, ο κ. Ρέσλερ, ο οποίος και αναμένεται να επισκεφθεί τη χώρα μας τον Δεκαπενταύγουστο επικεφαλής κλιμακίου επιχειρηματιών, παρουσίασε πρόγραμμα 16 σημείων για την Ελληνική οικονομία την περασμένη Παρασκευή σε ειδική διάσκεψη που συνεκάλεσε στο υπουργείο του στο Βερολίνο, όπου συμμετείχαν οι διάφοροι επιχειρηματικοί σύνδεσμοι, συμπεριλαμβανομένων και των ΑΠΕ, και με την παρουσία του Έλληνα υπουργού Ανάπτυξης κ. Μιχ. Χρυσοχοΐδη.

Η ανωτέρω συνδιάσκεψη δεν κατέληξε βέβαια σε συγκεκριμένα επενδυτικά σχέδια, αφού δεν συμμετείχαν εταιρείες, αλλά σύνδεσμοι. Υιοθέτησε ωστόσο τον προβληματισμό και τις προτάσεις του DI για την άρση επενδυτικών εμποδίων. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε επίσης στο θέμα έλλειψης ρευστότητας στις Τράπεζες για επενδυτικές πρωτοβουλίες. Έχει ενδιαφέρον ότι ο ίδιος ο κ. Ρέσλερ έθεσε αμέσως μετά τη σύσκεψη τέσσερα πεδία ως αφετηρία της όλης προσπάθειας: (α) στέρεες διοικητικές δομές, (β) εμπειρία, (γ) επενδυτικές δυνατότητες και ασφαλώς (δ) πρόθυμους επενδυτές.

Μερικές εβδομάδες ενωρίτερα, ο Γερμανός υπουργός οικονομικών κ. Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε είχε δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα όπου σε δηλώσεις στην γερμανική εφημερίδα “ Die Ζ eit” είχε παρατηρήσει ότι «Η Ελλάδα έχει πολύ περισσότερες ώρες ηλιοφάνειας απ’ ότι η Γερμανία και θα μπορούσε να εξάγει σε εμάς ρεύμα από τον ήλιο». Είναι προφανές ότι το μήνυμα Σόϊμπλε έχει πολλούς αποδέκτες, τόσο σε Ελλάδα όσο και στην Ε. Ένωση και την ίδια τη Γερμανία. Στην Ελλάδα το μήνυμα απευθυνόταν στην κυβέρνηση, αλλά και στους επιχειρηματίες υποδεικνύοντας ξεκάθαρα τον επιθυμητό τομέα συνεργασίας, δηλ. τις ΑΠΕ, λόγω της υψηλής απόδοσης που μπορεί να έχουν τέτοιες επενδύσεις στη χώρα μας λόγω των πολύ ευνοϊκών κλιματολογικών συνθηκών. 

Στη Γερμανία το μήνυμα απευθύνετο κυρίως προς τους μεγάλους Γερμανικούς ενεργειακούς ομίλους, οι οποίοι μετά την απόφαση για τερματισμό της ηλεκτροπαραγωγής από πυρηνικά μέχρι το 2022, είναι υποχρεωμένοι να στραφούν προς την «πράσινη» ενέργεια, συμπεριλαμβανομένου και του φυσικού αερίου, προκειμένου ν’ αντικαταστήσουν το μερίδιο της αγοράς που θα χάσουν, επεκτεινόμενοι – γιατί όχι – στην Ελλάδα. Αλλά και σε επίπεδο Κομισιόν υπάρχει ένα ευρύτερο σχέδιο απεξάρτησης από τα πυρηνικά, και άρα η Ελλάδα προσφέρεται όπως αναπληρώσει το ενεργειακό έλλειμμα, μέσω εντατικοποίησης της αξιοποίησης των ΑΠΕ, με απτά οφέλη σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Κυβερνητικές πηγές στην Ελλάδα υποστηρίζουν ότι η δήλωση Σόϊμπλε καταγράφει ένα ώριμο σχέδιο της γερμανικής κυβέρνησης, ενώ οι περισσότεροι αναλυτές παρατηρούν ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύσει και απλούστατα ο Γερμανός υπουργός θέλοντας να προσδώσει μία νότα αισιοδοξίας στο αρνητικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί εις βάρος της Ελλάδος έδειξε το δρόμο που πιστεύει ότι η χώρας πράγματι μπορεί να προσφέρει και μάλιστα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, και δεν είναι τόσο άχρηστη και χρεοκοπημένη όσο δείχνει.

Το εάν η Ελλάδα μπορέσει τελικά να εξάγει ηλεκτρισμό και ενέργεια στην Ευρώπη είναι ένα μάλλον πρόωρο θέμα, αφού κάτι τέτοιο προϋποθέτει τεράστιες επενδύσεις σε δίκτυα και διεθνείς διασυνδέσεις. Αυτό που προέχει, και που το Γερμανικό ενδιαφέρον μπορεί να δράσει ως καταλύτης, είναι όπως η χώρα μας επιταχύνει τους ρυθμούς ανάπτυξης των ΑΠΕ, ιδίως εάν επιθυμεί να πιάσει τους στόχους του 18 - 20% διείσδυση στο ενεργειακό ισοζύγιο μέχρι το 2020. Ομιλούμε δηλαδή για την προσθήκη 7.000-8.000 MW επιπλέον εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ – και όχι μόνο από φωτοβολταϊκά και αιολικά – μέσα στα επόμενα 8 χρόνια, με παράλληλη ανάλογη αύξηση εγκατεστημένης ισχύος από θερμικούς σταθμούς (λιγνίτης και φ. αέριο) και αντικατάσταση παλαιών μονάδων χαμηλής αποδοτικότητας. Δηλαδή το συνολικό μέγεθος ίσως ξεπεράσει τα 12.000 MW εγκατεστημένης ισχύος. 

Ας μην ξεχνάμε όμως ότι η ανάπτυξη των ΑΠΕ πραγματοποιείται χάρη στο ισχυρό κίνητρο των εξαιρετικά γενναιόδωρων Feed in Tariffs που ισχύουν ήδη και από τα οποία επωφελείται οιοσδήποτε επενδυτής, συμπεριλαμβανομένων και των Γερμανών. Άρα υπάρχει αμοιβαίο όφελος για κάθε επένδυση αυτού του είδους. Και για να βάζουμε τα πράγματα στη θέση τους, η Γερμανική βοήθεια, η οποία δεν είναι ούτε αμελητέα ούτε ανεπιθύμητη, θα συνίσταται στην ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών και την μετοχική συμμετοχή Γερμανικών εταιρειών σε μονάδες παραγωγής ΑΠΕ, Συμπαραγωγής και Θερμικούς σταθμούς και δίκτυα στο πλαίσιο ενός θεσμικού και επενδυτικού περιβάλλοντος που είναι ήδη διαμορφωμένο.